Γιαγιά, παππού, την κερδίσαμε την αγωγή Δημητριάδη

Γιαγιά, παππού, την κερδίσαμε την αγωγή Δημητριάδη
Ακολουθήστε μας στο Google news

Του Θοδωρή Χονδρογιαννου

10 Οκτωβρίου 2024

Παππού, την Κυριακή μετά την αγωγή δεν ήρθα να σε δω στο νοσοκομείο. Ξύπνησα νωρίς, σταυρό σου κάνω, μήπως προλάβω. Μα δεν πρόκαμα. Πρώτα, έπρεπε να γράψουμε, ν’ απλώσουμε το ρεπορτάζ για τη μέρα της εκδίκασης. Κι έπειτα, να δούμε κάνα δυο πράγματα για την αντίκρουση των προτάσεων και των εγγράφων που είχε καταθέσει εναντίον της έρευνάς μας στο δικαστήριο ο κ. Γρηγόρης Δημητριάδης. Αυτός που, όταν ρωτούσες ποιος είναι, μ’ όλο και μεγαλύτερη πυκνότητα στο τέλος, η γιαγιά πεταγόταν και σου ’λεγε: «Ο ανίψος του Μητσοτάκη, τούτος τα ’χει βάλει με το παιδί».

Εκείνη την Κυριακή, παππού, πήρα τον μπαμπά και του ’πα ότι θα ’ρθω μεσοβδόμαδα. Μεσοβδόμαδα όμως δεν είχε. Έφυγες με τη δικαστική προθεσμία της προσθήκης - αντίκρουσης. Αμαρτία ολόδική μου, που στερηθήκαμε την τελευταία μας Κυριακή, που δεν ήρθα να τα πούμε και να σου σφίξω το χέρι, αυτό που τόσο μας φρόντισε και τόσα έφτιαξε για μας.

Αυτή την Κυριακή, παππού, ήρθα να σε δω. Είσαι παρέα με τη γιαγιά πια. Εκείνη σαν να καταλάβαινε παραπάνω για τη δίκη. Ίσως οι δυο τάξεις δημοτικού παραπάνω. Ίσως το ψυχανέμισμα για τα κρητικά κατατόπια. Ίσως η πληγωμένη λαϊκιά καρδιά της για το κέντρο. Ίσως ότι ήταν δυο φορές μάνα μου κι έτσι όλα τα ένιωθε διπλά.

Γιαγιά, δεν μου το ξεστόμισες ποτέ. Μα λίγο καμάρωνες. Μα λίγο παραπάνω φοβόσουν. Σου ’λεγα στο τραπέζι, ειδικά αφότου έφυγε ο παππούς, ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν ήξερα αν όλα θα πάνε καλά. Ούτε και τι ακριβώς σήμαινε αυτό το «όλα καλά θα πάνε». Ήξερα μόνο ότι ήταν ωραία που τρώγαμε μαζί τις πατάτες φούρνου που μόνο εσύ τις έκανες έτσι νόστιμες. Εσύ στην καρέκλα σου κι εγώ σ’ εκείνη του παππού. Ποτέ δεν μου ’πες γιατί μ’ έβαζες εκεί. Μα εγώ ήξερα. Κι αυτό αρκούσε και περίσσευε.

Γιαγιά, την Κυριακή μετά την απόφαση θα ’ρχόμουν να φάμε. Θα βάζαμε Ξυλούρη. Δεν ξέρω ποιο τραγούδι. Θα όριζε το συναίσθημα απ’ τη δικαστική κρίση. Η Κυριακή ήρθε, μα στο μεταξύ έφυγες. Τον Ξυλούρη τον έβαλα στ’ αμάξι καθώς ζύγωνα με τα λουλούδια. Θα τον βάλω και στον γυρισμό. Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Πώς να μας κάνουν να δούμε τον ήλιο μ’ άλλα μάτια. Ακούγεται ταιριαστό.

Παππού και γιαγιά, δεν είστε τώρα εδώ, να σας φωνάξω ότι την κερδίσαμε την αγωγή κι ότι δεν χρειάζεται να ’χετε έγνοια. Να σας πω ότι δεν ξέρω τι φέρνει το μέλλον σ’ αγώνες, νίκες κι ήττες, πόσο θ’ αντέξω και θ’ αντέξουμε, μα θα το παλέψουμε μέχρι τέλους. Κι έπειτα, να τα ξεχάσουμε για λίγο όλα. Και να καθίσουμε να φάμε. Ν’ ακουμπιστούμε και να σκεφτούμε το μείζον. Πως ακόμα βαστούμε.

Μενίδι, Κυριακή, 6.10.2024.