Θάνος Μικρούτσικος: «Αν σταματήσω, θα πεθάνω»

Θάνος Μικρούτσικος: «Αν σταματήσω, θα πεθάνω»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Σημαντικό κεφάλαιο για το ελληνικό τραγούδι, αλλά και τη μουσική γενικότερα. Βαθιά και αθεράπευτα δημιουργικός και εργασιομανής. Ξεκάθαρος και σαφής στα λεγόμενά του. Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει πάντοτε συγκροτημένη άποψη, την οποία δικαιολογεί και υπερασπίζεται. Χωρίς αφορισμούς και γενικότητες.

19 Ιουνίου 2014
Αφορμή για την τωρινή μας κουβέντα στάθηκε η συναυλία του με το Γιάννη Κότσιρα και τη Ρίτα Αντωνοπούλου στο θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη, την Παρασκευή στις 20 Ιουνίου - ΕΔΩ οι λεπτομέρειες. Είπαμε πολλά και ενδιαφέροντα. Μέρος αυτών μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω. Κι αν δεν έχετε το χρόνο ή τη διάθεση για αυτό, σας προτείνω να πάτε στη συναυλία. Τα τραγούδια και το έργο κάθε δημιουργούν αποσαφηνίζουν και περιλαμβάνουν τον λόγο του. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, με πιο ξεκάθαρο και ψυχαγωγικό τρόπο. 
 
Πως προέκυψε η συνεργασία σας, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, με το Γιάννη Κότσιρα;
Με τον Κότσιρα υπάρχει μια προϊστορία. Ποια είναι αυτή η προϊστορία: το 2005 αποφάσισα να κάνω, για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής, έξι παραστάσεις με ολοκληρωμένη τη δουλειά μου πάνω στον Καββαδία. Μαζί, λοιπόν,  με τον Κούτρα – που είχε επανακάμψει τότε – το Χρήστο Θηβαίο και το Μαχαιρίτσα, κάλεσα και τον Κότσιρα για να συμμετέχει σε αυτό. Με εντυπωσίασε γιατί, με βάση αυτό που ήταν ο Κότσιρας στο μυαλό μου – ένας τραγουδιστής λαϊκού ρεπερτορίου κι ένας τραγουδιστής μπαλάντας με μεγάλη διείσδυση στο νεανικό κοινό – είπε το «Μαχαίρι», είπε το «Καραντί», αν δεν κάνω λάθος, είπε το «Σταυρό του Νότου» με έναν τρόπο καλό, έως πολύ καλό. Και σκέφτηκα τότε ότι ο συγκεκριμένος τραγουδιστής μπορεί και «κάτι άλλο». Το 2013, όταν αποφάσισα να κάνω τα τραγούδια μου με λαϊκό πρόσημο, με τίτλο «Πάντα γελαστοί και γελασμένοι», αρχικά στο Παλλάς και ακολούθως μέσω Ηρωδείου σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας, μαζί όμως με το Μητσιά, το Μπάση και τη Ρίτα, ήταν κι ο Γιάννης. Στο Ηρώδειο, λοιπόν, του έδωσα το «Είσαι η Πρέβεζα, τα Γιάννενα και το Κιλκίς». Είναι ένα τραγούδι μου, επίσης στη φόρμα του οριακό, του 1977 από τα «Τροπάρια για φονιάδες» σε ποίηση του Μάνου Ελευθερίου. Απρόβλεπτο για το Γιάννη. Και συνέβη το εξής – και σου μιλάω με το χέρι στην καρδιά: με το που το ξεκινάει, η απόλυτη σιωπή σε 4.500 κόσμο στο Ηρώδειο. Μα, η απόλυτη σιωπή! Ούτε ένα βηχαλάκι δεν ακούστηκε. Και ήτανε πιάνο – φωνή το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού στο Ηρώδειο, στον αχανή αυτό χώρο. Και στο τέλος, ένα αποθεωτικό ξέσπασμα που δεν έλεγε να σταματήσει. Κι εκεί, συνειδητοποίησα ότι ο τύπος αυτός είναι πραγματικά – αν βγάλω τους τραγουδιστές της γενιάς μου, που έχει σχεδόν κλείσει ο κύκλος πρακτικά – όχι απλά ο πιο ολοκληρωμένος, αλλά και ο πιο πολυφασματικός τραγουδιστής. Γιατί μπορεί να πει και άλλα πράγματα πολλά. Εκεί, λοιπόν, του πρότεινα να συνεργαστούμε επί ίσοις όροις. Να πεις τραγούδια του ρεπερτορίου σου, να πεις τραγούδια δικά μου διαχρονικά και θα είναι και η Ρίτα που είναι βασική μου συνεργάτης. Κάναμε, λοιπόν, αυτή τη δουλειά, αρχικά στην Κύπρο και στη Θεσσαλονίκη, και μετά ήρθε αυτή η μεγάλη επιτυχία του Σταυρού του Νότου. 
 
Εξ όσων γνωρίζω, περιμένουμε και έναν καινούργιο δίσκο.
Όλα τα παραπάνω μας οδήγησαν και στη δημιουργία ενός δίσκου. Με κινητοποίησε το γεγονός ότι έβλεπα καθημερινά τη φωνή του Γιάννη να επιβεβαιώνει την αντίληψή μου. Παρότι, όπως γνωρίζεις, η δισκογραφία είναι κατεστραμμένη εδώ και πολλά χρόνια – δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης αυτό – αποφάσισα να κάνω έναν καινούργιο δίσκο βασισμένο στη φωνή του. Βρήκα αμέσως τον Οδυσσέα Ιωάννου, που είναι αδερφικός μου φίλος και τον θεωρώ, μετά τον θάνατο του Αλκαίου και την απόσυρση του Ελευθερίου και του Τριπολίτη, πραγματικά τη μεγάλη φωνή στο στίχο, ο οποίος μου έδωσε πραγματικά εξαιρετικά κείμενα. Είναι τόσο μεστά κείμενα, τόσο πολιτικά μη συνθηματολογικά, για παράδειγμα: «όσοι δεν τα παράτησαν στη μέση με ένα μόνο πέταξαν φτερό». Αυτό, είναι σαν ένα σύνθημα που έγραψαν κάτι πιτσιρικάδες και που διάβασα, εδώ, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, σε έναν τοίχο, που λέει: μόνος σου μπορείς να τρέξεις γρήγορα, μαζί μπορούμε να πάμε πιο μακριά. Τώρα, τα πολιτικά συνθήματα, τα πιο καίρια, είναι τέτοιου τύπου. Ή το «λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται» που εγώ το βγάζω μέσα από τη δουλειά μου στον Καββαδία. Αυτό το «σπρώξε τα όριά σου», αυτό το «όσοι δεν τα παράτησαν στη μέση με ένα μόνο πέταξαν φτερό». Είναι, λοιπόν, τέτοια κείμενα και είμαι πολύ ευτυχισμένος που, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τέλειωσα αυτή τη δουλειά. Είμαι στο remixing τώρα. Και βεβαίως, κλείνει και η συνεργασία μου με το Γιάννη με μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, αρχής γενομένης, τυπικά στο Βόλο στις 11 του μηνός και επί της ουσίας στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου στην Πετρούπολη. 

\"\"
 
Εξακολουθείτε και είστε ενεργός. Και αυτό είναι λίγο διαφορετικό από το συνηθισμένο μοτίβο. Υπάρχει, συνήθως, με το πέρασμα των χρόνων, μια μείωση της δημιουργικής πνοής στους ανθρώπους, κάτι που, στη δική σας περίπτωση, φαίνεται να μην ισχύει. Πως το κατορθώνετε αυτό;
Επειδή δεν είναι αξιολογικό της δουλειάς μου αυτό, θα απαντήσω. Γιατί αν ήταν και αξιολογικό της δουλειάς μου, θα μου ήταν δύσκολο. Ίσως είμαι ο μόνος από τους συνθέτες, ακόμα και τους μέγιστους, που γράφω ακόμα τραγούδια για μεγάλο κοινό – γιατί εσωτερικότερες μουσικές όλοι οι συνθέτες μπορούν να γράψουν ακόμα και σε μεγάλες ηλικίες. Αν το καλοεξετάσεις, όλοι οι μεγάλοι συνθέτες, και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις κι ο Μαρκόπουλος κι ο Ξαρχάκος κι ο Μούτσης γράψανε τραγούδια που αφορούσανε στο μεγάλο κοινό για δεκαεφτά χρόνια. Συνεχίσανε να γράφουν κι αργότερα, αλλά πιο εσωτερικές μουσικές. Εμένα θα με δείτε και στη δεκαετία του ’70 (Καββαδίας, Μπρεχτ, Πολιτικά τραγούδια, Τροπάρια για φονιάδες) και στη δεκαετία του ’80 (Εμπάργκο, η δουλειά μου με την Αλεξίου, το Όλα από χέρι καμένα με το Βασίλη) και στη δεκαετία του ’90 (Συγγνώμη για την Άμυνα, Στου αιώνα την Παράγκα με το Μητροπάνο, τη Μίλβα, το Θάλασσα στη σκάλα με τον Παπακωνσταντίνου), στη δεκαετία του 2000 (τον Άμλετ της Σελήνης με το Θηβαίο, το Υπέροχα μονάχοι με το Μητσιά και το Θηβαίο), το 2007 και το 2008 (δυο δουλειές με τη Ρίτα), το 2010 (οι διασκευές, που όμως ήταν σαν καινούργια πράγματα, με τα Υπόγεια Ρεύματα), τώρα με το Γιάννη…
 
Πως το κατορθώνετε λοιπόν;
Βοηθά γεγονός ότι είμαι ένας συνθέτης που κάνω και τραγούδι και, τη λεγόμενη, κλασική μουσική. Άρα είναι μια διαδικασία καθημερινότητας, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχω την εντύπωση ότι, παρ' όλη την κούραση – γιατί από το 2010 έχω δώσει 360 συναυλίες περίπου – αν σταματήσω θα πεθάνω. Αυτή είναι η εντύπωση μου. Είμαι 67 ετών. Έχω γεννηθεί στις 13 Απριλίου 1947. Και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν με κάνεις 67 χρονών όταν με βλέπεις επάνω στη σκηνή. Με σκέφτεσαι 67 όταν δεις όλα αυτά που έχω κάνει. Πιστεύω ότι αν είχα σταματήσει, θα έβλεπες έναν γέρο. Τώρα, αν η ενέργεια αυτή κάποια στιγμή πάψει να υπάρχει, που εύχομαι όχι, τι να σου πω… Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα γραφικοποιηθώ, δεν θα κάτσω στη σκηνή ενώ θα σέρνομαι. Θα μου πεις: αυτό θα το καταλάβεις; Θεωρώ ότι θα το καταλάβω. 
 
Αυτή είναι ωραία πάσα για την επόμενη ερώτηση. Θα θυμόσαστε εκείνο το βιβλιαράκι του Ρίλκε με τα «γράμματα σε έναν νέο ποιητή». Μέσα εκεί, υπάρχει μια φράση που λέει ότι: το χειρότερο πράγμα που συνέβη ποτέ στην τέχνη είναι η κριτική. Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω τη γνώμη σας για την κριτική…
Πριν ολοκληρώσεις την ερώτησή σου, επίτρεψέ μου να επισημάνω και εγώ κάτι πολύ ωραίο που υπάρχει σε αυτά τα κείμενα. Ρωτάει κάποιος: Δάσκαλε, αξίζει τον κόπο να συνεχίσω να γράφω; Και ο Ρίλκε του απαντά κι εκείνος με μια ερώτηση: Εάν σταματήσεις, θα πεθάνεις; - Όχι δάσκαλε. – Τότε σταμάτα αμέσως. (γέλια).
 
Η κριτική, λοιπόν, είναι χρήσιμη στην τέχνη, ή όχι; Και κάτι ακόμα: σας έχει τύχει να διαβάσετε αποθεωτικές κριτικές για μια εμφάνισή σας, που εσείς δεν θεωρήσατε πολύ καλή, ή και το αντίθετο;
Όλα μου έχουν τύχει. Και το μόνο που θα σας θυμίσω είναι η πανστρατιά κακής κριτικής πάνω στο Σταυρό του Νότου, όταν εκδόθηκε ο δίσκος. Και σκέψου ότι αναφέρομαι σε κριτικούς που εκτιμούσαν το έργο μου. Όχι σε κριτικούς που ήταν εναντίον μου. Σε κριτικούς που είχαν γράψει ύμνους για τις αμέσως προηγούμενες δουλειές μου. Και σε εφημερίδες όπως το Βήμα και η Καθημερινή. Απόλυτα έγκυρες εκείνη την εποχή, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Βεβαίως, λοιπόν, τα έχω δει όλα στην κριτική. Το ζήτημα είναι το εξής: καταρχήν, αν έναν κριτικό, που γνωρίζω, τον εκτιμώ από τα κείμενά του. Και μπορώ να τον εκτιμώ, πρώτον για την εντιμότητά του και γιατί δεν παίζει παιχνίδια και δεύτερον για το βάθος των γνώσεών του. Τότε, αποδέχομαι ό,τι μου γράψει. Μπορεί να έχω μια διαφορετική αντίληψη για κάποια πράγματα, αλλά πάντως δεν θα τον αποδέχομαι μόνο αν μου γράφει καλά λόγια, αλλά κι όταν μου γράψει άσχημα. Στις μέρες μας, επί της ουσίας, δεν υπάρχει κριτική, αλλά και στις παλαιότερες εποχές ήταν λίγοι. Πολλοί, στο θέατρο για παράδειγμα, ήταν αποτυχημένοι ηθοποιοί που γινόντουσαν κριτικοί. Ήταν άνθρωποι που είχαν λίγες γνώσεις. Τρίτο φαινόμενο, ήταν άνθρωποι που είχαν πελατειακές σχέσεις, ανεξαρτήτως του τι επίπεδο είχαν οι ίδιοι. Τέταρτον, πιο επικίνδυνο, ήταν θεωρητικοί, σοβαροί, που όμως ήθελαν να επιβεβαιώσουν σε κάθε κρινόμενο έργο την, εκ των προτέρων, άποψή τους για ένα συγκεκριμένο είδος. Για παράδειγμα, πως «πρέπει» να «ανεβαίνει» ο Ευριπίδης. Εγώ λέω ότι το αρχαίο δράμα «πρέπει» να ανεβαίνει σαν βυζαντινή λειτουργία. Αν κάποιος δεν το κάνει έτσι, του αλλάζω τον αδόξαστο. Λάθος. Υπάρχουν, λοιπόν, αυτά τα τέσσερα είδη κριτικής που δεν μπορείς να αποδέχεσαι, υπάρχει και η πέμπτη παρατήρηση που λέει ότι: τον κριτικό που έχει τα χαρακτηριστικά της εντιμότητας, τη μη πελατειακής σχέσης και ενός επιπέδου γνώσεων, από εκεί και πέρα, είτε σου γράψει καλά λόγια, είτε σου γράψει κακά λόγια, πρέπει να τον παρακολουθείς. Τώρα, στην Ελλάδα ελάχιστες φορές έχω γνωρίσει, στη μουσική ή στο θέατρο, την εποχή που υπήρχε η κριτική, κριτικούς με κύρος. Περισσότερο δέχομαι την έννοια «ιστορικός της μουσικής», αν πρόκειται για τη μουσική ή «ιστορικός του θεάτρου», αν πρόκειται για το θέατρο. 
 
Θα αναφερθείτε σε κάποιο συγκεκριμένο όνομα;
Ο Γιώργος Μονεμβασίτης, στη μουσική για παράδειγμα, έχει βαθύτατη γνώση την οποία και αναπτύσσει συνέχεια και, από και πέρα, μπορεί σε μια προσέγγισή του να πέσει έξω ή να έχεις μια διαφορετική άποψη, αλλά σε γενικές γραμμές είναι αυτό το πράγμα. Αλλά δεν είναι ο σκέτος κριτικός. Κι ένα τελευταίο που θα σου πω για να κλείσω αυτό το θέμα με την κριτική: έγραψα το 1983 μια μουσική στις Βρυξέλλες για ένα από τα καλύτερα θέατρα στην Ευρώπη τότε. Μια μουσική για ένα έργο του Πωλ Κλοντέλ. Στις Βρυξέλλες και στο κέντρο της Ευρώπης, διάφορες εφημερίδες έστελναν τους κριτικούς τους από το Παρίσι ή το Βερολίνο ή το Άμστερνταμ. Είχε έρθει, λοιπόν, σε μια μεσημεριανή Κυριακάτικη παράσταση που ήμουν εκεί, ο κριτικός της εφημερίδας Figaro. Μετά την παράσταση, λοιπόν, ο σκηνοθέτης κι εγώ παραθέσαμε ένα μικρό δείπνο στις 5 η ώρα. Εκεί, έγινε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και στις 6 σηκώνεται αυτός για να φύγει προκειμένου να προλάβει το τραίνο για το Παρίσι. Του λέμε λοιπόν να καθίσει λίγο παραπάνω για να συνεχίσουμε την ωραία συζήτηση. Εκείνος, αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας ότι έπρεπε να επιστρέψει στο Παρίσι για να δουλέψει. Τον ρωτάω λοιπόν εγώ αν πρέπει να δει κι επόμενες παραστάσεις στο Παρίσι για να γράψει για αυτές κ.ο.κ. Με ενημέρωσε τότε ότι η εφημερίδα είχε πέντε κριτικούς θεάτρου και ότι ο ίδιος είχε αναλάβει για την επερχόμενη εβδομάδα να γράψει μόνο για τη δική μας παράσταση. Ξαφνιασμένος του είπα τότε ότι υπάρχει χρόνος και τον ρώτησα γιατί βιάζεται. Εκείνος, επιμένοντας, μου απάντησε ότι ο χρόνος είναι πιεστικός γιατί, προκειμένου να γράψει για το έργο μας, έπρεπε να κατεβάσει όλες τις σημειώσεις και όλα τα βιβλία από τα προηγούμενα «ανεβάσματα» του έργου του Κλοντέλ. Ήθελε να έχει μια συνολική εικόνα πριν γράψει. Τρελάθηκα. Σκέφτηκα ότι αυτή είναι μια κανονική εργασία. Θα μου πεις ότι η εφημερίδα, εκείνη την εποχή, είχε πέντε κριτικούς θεάτρου, τους πλήρωνε ικανοποιητικότατα, τους έδινε τη δυνατότητα να παρακολουθούν ο καθένας σαράντα παραστάσεις το χρόνο και να γράφουν ένα κείμενο την εβδομάδα. Άξιζε τον κόπο να διαβάζεις τα κείμενά τους. Έτυχε, μάλιστα, να γράψει πολύ καλά λόγια για μένα, αλλά, σου μιλάω έντιμα, και μέτρια ή κακά να μου έγραφε, τα επιχειρήματά του θα είχανε βάση. 
 
Δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω κάτι σε σχέση με τις πρόσφατες ευρωεκλογές. Αλλά δεν θα σας ρωτήσω για τα αποτελέσματα. Σύμφωνα με την ποσόστωση που προέκυψε, όλοι στον κύκλο μας έχουμε ανθρώπους που έχουν ψηφίσει Χ.Α. 
Εγώ δεν έχω πάρει χαμπάρι κανέναν, αν αυτό είναι το ερώτημά σου. Έχω όμως άποψη για τη Χ.Α. που είναι αρκετά, όχι διαφορετική αλλά, πιο αναλυτική από αυτή που ακούω στα κανάλια από τα διάφορα κόμματα. Θα στην πω και ό,τι θες γράψε. Όποιος ξέρει ιστορία, θα καταλάβει δύο πράγματα. Πρώτον, η σκληρή ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ κάτω από 8%. Ένα παράδειγμα, για να στο αποδείξω: τρία χρόνια μετά τη Χούντα, το 1977, κατεβαίνει στις εκλογές η εθνική παράταξη και παίρνει 7.7% με έναν γελοίο πολιτικό επικεφαλής, το Σπύρο Θεοτόκη από την Κέρκυρα. Ο Καραμανλής – γάτα με πέταλα – τους μάντρωσε στη Νέα Δημοκρατία. Ήρθε μετά και ο Αβέρωφ, ο γεφυροποιός επί Χούντας, και έγινε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και τους κράτησε εκεί. Όταν αργότερα ο Έβερτ και κάτι άλλοι το «παίξανε» κεντροδεξιά, αυτοί δεν αισθανόντουσαν καλά. Τους βγαίνει ο Καρατζαφέρης και – σου θυμίζω ότι – στο πρώτο συνέδριο του ΛΑ.Ο.Σ. υπήρχαν άνθρωποι που χαιρετούσαν ναζιστικά. Κάποιοι, λοιπόν, μένουν στη Νέα Δημοκρατία, κάποιοι «μαντρώνονται» στο ΛΑ.Ο.Σ. Όταν κάνει τούμπα ο Σαμαράς και όταν κάνει κωλοτούμπα ο Καρατζαφέρης, αυτοί μένουν ξεκρέμαστοι. Γιατί οι σκληροί ακροδεξιοί είναι αντιμνημονιακοί. Τους πείθουν σε ένα βαθμό οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αλλά μετά καταλαβαίνουν ότι δεν είναι πειστικός ο Καμμένος και ότι ήταν περισσότερο ένα πολιτικάντικο πράγμα, με αποτέλεσμα να μείνουν πάλι ξεκρέμαστοι. Έτσι, το μόνο που τους απέμεινε να πιαστούν είναι αυτό το 0.29% που είχε η Χ.Α. και εισχωρούν εκεί. Θα μου πεις: μα είναι ναζί. Και ποιος σου είπε ότι το 20-30% του ελληνικού λαού έχει αίσθηση και γνώση της ιστορίας; Δεν έχει, έτσι ώστε να ξέρει ότι οι ναζιστές είναι το μοναδικό πράγμα που στον εικοστό αιώνα έχει αποβληθεί από την ανθρωπότητα. Και έχει αποβληθεί όχι μόνο επειδή έφτιαξε έναν παγκόσμιο πόλεμο με πενήντα εκατομμύρια νεκρούς, αλλά και γιατί είναι αυτοί που στο σύγχρονο κόσμο εξαέρωσαν άλλα δώδεκα εκατομμύρια στους θαλάμους αερίων. Σοβιετικούς πολίτες και Εβραίους. Αν αυτή τη στιγμή πάμε μια βόλτα στο Μετς και δεις έναν κερατά να καίει ένα σκυλί στο δρόμο, είμαι σίγουρος ότι – όσο μειλίχιος και να είσαι – θα του επιτεθούμε και οι δυο για να τον γδάρουμε. Όχι δώδεκα εκατομμύρια κόσμο. Αυτή την συνείδηση, λοιπόν, δεν την έχουμε. Αν προσθέσεις σε αυτό την οικονομική κρίση και την ιστορία της λαθρομετανάστευσης που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε με μια συγκεκριμένη πολιτική από την πολιτεία και, που, αν θες, κι η αριστερά έχει τις ευθύνες της γιατί λειτούργησε με κάποιες ιδεοληψίες παλαιού τύπου, κι αν δεις ποιος ναζιστής κρυβόταν πίσω από την περικεφαλαία του Λεωνίδα όταν παίρναμε το Euro το 2004 και τη δουλειά στους χούλιγκανς, τότε δεν έπρεπε να έχουν 9%, αλλά θα περίμενες και 15%. Για αυτό, παρότι δεν με ρώτησες και δεν με ενδιαφέρει αν θα το γράψεις – θέλω να το έχεις εσύ, θεωρώ μεγάλη τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και δεν μιλάω κομματικά. Γιατί έγινε σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου, σε όλη την Ευρώπη ανεβαίνουν οι ακροδεξιοί και εδώ βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρακολουθώ, λοιπόν, με αγανάκτηση σε όλες τις μεγάλες τηλεοράσεις να λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε το ποσοστό του, ενώ λένε διακριτικότερα ότι τα δύο κόμματα εξουσίας χάσανε 11%. Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό; Έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Τελικός του κυπέλλου. Κερδίζει μια ομάδα 2 – 0 και την εγκαλούν γιατί δεν κέρδισε με το διπλάσιο σκορ. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που ο διαιτητής με τους επόπτες είναι «πιασμένοι», δεν έχει δώσει στη νικήτρια δύο πέναλτυ και της έχει αποβάλλει στο δεύτερο ημίχρονο δυο ποδοσφαιριστές. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Για αυτό, ανεξαρτήτως της σύμπτωσης ή της απόστασης που έχω με το ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτό είμαι κάθετος. Συγγνώμη που μετέφερα τη συζήτηση αλλού, αλλά είχα την αίσθηση ότι έπρεπε να στο πω.