Μην βάλεις ποτέ τον τραγουδιστή πάνω από το τραγούδι

Μην βάλεις ποτέ τον τραγουδιστή πάνω από το τραγούδι
Ακολουθήστε μας στο Google news

Δέκα καινούρια τραγούδια και μία επανεκτέλεση και κυρίως η ενιαία δουλειά ενός συνθέτη, ενός στιχουργού, ενός ερμηνευτή. Σε συνθήκες γενικευμένης κατάρρευσης (και όχι μόνον δισκογραφικής) αυτά είναι τα «δονκιχωτικά» χαρακτηριστικά του ολοκαίνουριου άλμπουμ «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» των Θάνου Μικρούτσικου-Οδυσσέα Ιωάννου, με την ερμηνεία του Γιάννη Κότσιρα. 

17 Οκτωβρίου 2014
 
                       «Αλά παλαιά»… 
 
Η ερμηνεία είναι νομίζω και το πολύ καινούριο στοιχείο σε ένα άλμπουμ που, γενικώς, φέρει ευδιάκριτη την προσωπικότητα των δύο δημιουργών της, συνθέτη και μουσικού. Διότι στα λαϊκότροπα τραγούδια, κυρίως ζεϊμπέκικα εν προκειμένω, ο Μικρούτσικος είναι αποδεδειγμένα «μάστορας»: Διατηρώντας τη «γραμμή» του έντεχνου ξέρει και επιμένει να φτιάχνει αυτό το πιο καινούριο είδος ενός αν, όχι λαϊκού, πάντως έντιμα και πολύ ωραία λαϊκότροπου τραγουδιού, επιβεβαιώνοντας κάθε φορά την ιδιότητα ενός από τους τελευταίους των Μοϊκανών. Και εννοώ τους  μεγάλους συνθέτες της παλαιότερης φρουράς που φτιάχνουν ακόμα τραγούδια της παρέας.
 
Ο ίδιος συστήνοντας το καινούριο άλμπουμ μιλά για μία «δουλειά αλά παλαιά»,  υπαινισσόμενος κυρίως τον «δονκιχωτισμό» που λέγαμε… Ο ακροατής όμως θα ανακαλύψει νομίζω κι άλλα στοιχεία αλά παλαιά, καθώς σε ορισμένα τραγούδια ο Μικρούτσικος διατηρώντας το προσωπικό του ύφος μεν, μοιάζει να κλείνει το μάτι στον ήχο των λαϊκών του Μίκη ή του Πλέσσα της δεκαετίας του ΄60 (π.χ. στα «Αυτός ο Ηλιος» ή «Δωσ’ μου μια μέρα αληθινή»). Καθοριστικός σύμμαχος για τη λαϊκότητα των μελωδιών του είναι βέβαια κι εδώ ο Βαγγέλης Μαχαίρας με τις καθαρές νότες που πέφτουν σαν χάντρες  «κομπολογιού» είτε παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά, είτε τζουρά και λαούτο. Εξαιρετική είναι όλη η ομάδα των μουσικών, προεξάρχοντος του… συνήθους υπόπτου Θύμιου Παπαδόπουλου στα πνευστά.
 
                        Το παρόν συναίσθημα…
 
 Αν η μουσική του Μικρούτσικου νομιμοποιεί τη φυσική σχέση με το παρελθόν και κατά μία έννοια τον τίτλο του άλμπουμ «Ο,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει», οι στίχοι του Οδυσσέα Ιωάννου παραπέμπουν στο συναίσθημα του παρόντος. Και στη δική του περίπτωση έχουν βέβαια τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του προσωπικού του «πατήματος» στη στιχουργική. Ταυτόχρονα όμως αναδύουν το συναίσθημα της εποχής: Η ελπίδα σ αυτή τη χώρα γερνάει («Κι αυτή η ελπίδα να μην λέει πια να πεθάνει / Γριά γυναίκα που μας δίνει την ευχή της»), η μαζικότητα και η αγωνιστικότητα των μεγάλων οραμάτων υποχωρεί μπροστά σε μία γενικευμένη μελαγχολία που ξορκίζεται μόνον με τις προσωπικές σχέσεις-μοτίβο χαρακτηριστικό στην στιχουργική του Ιωάννου αλλά εδώ εντονότερο από ποτέ. Και υπάρχουν και οι τάσεις φυγής. Ίσως έτσι να εξηγείται ότι σε 7 από τα 10 καινούρια τραγούδια υπάρχει η λέξη «δρόμος» ή «δρόμοι» κι εκεί όπου δεν υπάρχει, υπονοείται (π.χ. «Ούτε μια ώρα εδώ δεν μένω»).
 
                      Χωρίς ναρκισσισμούς 
 
Οι δύο δημιουργοί λίγο-πολύ «ξαναγυαλίζουν» τις δοκιμασμένες τους αρετές, αλλά αυτός που τις εξελίσσει είναι ο ερμηνευτής. Ο Γιάννης Κότσιρας εφαρμόζει αυτό που, όπως γράφει και στο σημείωμα του δίσκου, τον είχε κάποτε συμβουλέψει ο Χρήστος Κωνσταντίνου: «Μην βάλεις ποτέ τον τραγουδιστή πάνω από το τραγούδι». Οι ερμηνείες του ακολουθούν απολύτως την γνωστή ερμηνευτική  «γραμμή Μικρούτσικου». Τα λαϊκά αποδίδονται με τον «ξύλινο τρόπο» του Μπιθικώτση, χωρίς τσαλκάντζες, χωρίς καν τον τρόπο του Κότσιρα -όπως τον είχαμε μάθει κυρίως από τις επανεκτελέσεις των παλιών λαϊκών. Κι αυτό αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο όταν «ξαναπιάνει» το τραγούδι «Θες ένα κόσμο πιο μεγάλο» που πρωτόπε ο Μητροπάνος. Γιατί εκεί υπάρχει η μνήμη της λαϊκότητας μίας αρχετυπικής φωνής, υπάρχει συγχρόνως η φρεσκάδα της φωνής του Κότσιρα, υπάρχει όμως κι ο σεβασμός στην προσωπικότητα του τραγουδιού. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πώς ο ναρκισσισμός ενός έμπειρου ερμηνευτή μπορεί να εξαφανιστεί απολύτως για να εξυπηρετηθεί  ο  στόχος του δημιουργού.
 
Είναι κι αυτό το τελευταίο ένα επίτευγμα που παραπέμπει σε πολύ παλαιότερες εποχές, τότε δηλαδή που ένας καινούριος δίσκος ήταν ένα γεγονός. Δεν είναι πια, πράγμα που στην παρουσίαση του «Ο,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» το παραδέχτηκαν και οι τρεις συντελεστές ευχαριστώντας τη Μαργαρίτα Μάτσα για τη δική της επιμονή…
 
                      Από ακροατής, καταναλωτής…
 
Είναι σημαντικό οι δισκογραφικές εταιρείες να επιμένουν στην υποστήριξη των εγχώριων δυνάμεων. Σ΄ αυτή την περίπτωση βέβαια το άλμα έχει δίχτυ ασφαλείας: Η κυκλοφορία ενός καινούριου δίσκου μπορεί να μην είναι πια γεγονός, αλλά ενός καινούριου δίσκου του Μικρούτσικου είναι- έστω και στην πιο περιορισμένη κλίμακα της «πιάτσας». Και βέβαια είναι κρίμα που η Μαργαρίτα Μάτσα απέδωσε την ευθύνη για την κατακρήμνιση της δισκογραφίας μόνον στην «πειρατεία». Με αφορμή ό,τι είπε κάνουμε μερικές πολύ γενικότερες σκέψεις που δεν αφορούν βέβαια μόνον την ίδια. 
 
Μετά από την τεράστια οδύσσεια της δισκογραφίας θα περίμενε κανείς πώς οι εταιρείες θα έχουν φιλοσοφήσει λίγο το θέμα και θα έχουν αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Όταν οι διάσημοι δημιουργοί πιέζονταν να κυνηγήσουν την επιτυχία βγάζοντας ένα δίσκο το χρόνο (είχαν- δεν είχαν έμπνευση και υλικό). Όταν με τον ίδιο τρόπο προβάλλονταν οι δίσκοι που είχαν ποιότητα ή έστω κάτι να πουν, με τα υποπροϊόντα μίας χρήσεως. Όταν κλείνονταν με τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές συμφωνίες για την προβολή του εφήμερου, σε βάρος του διαχρονικού. Όταν κάποιοι «μάνατζερ» επενέβαιναν στα ίδια τα τραγούδια για να αποφασίσουν με εμπορικά κριτήρια τη διαδρομή τους. Όταν δίνονταν ιστορικές δισκογραφικές δουλειές για ένα κομμάτι ψωμί στις εφημερίδες –στην καλύτερη περίπτωση-για να τις διαθέσουν δωρεάν. Τότε έστρωναν το χαλί στην πειρατεία, διευκολύνοντας τη συνείδηση του ακροατή που γινόταν χωρίς πολλές ενοχές καταναλωτής πρώτα και συχνά τζαμπατζής αμέσως μετά..