Το «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» ακούγεται ολόκληρο

Το «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» ακούγεται ολόκληρο
Ακολουθήστε μας στο Google news

Γιάννης Κότσιρας – Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει. Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος – στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου. Μία ακόμα ματιά στον καινούργιο τους δίσκο που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες. 

28 Οκτωβρίου 2014
Ακούω συνεχώς, από την ημέρα κυκλοφορίας του μέχρι και σήμερα, τον συγκεκριμένο δίσκο. Με τους στίχους μπροστά μου τις περισσότερες φορές. Δυνατά με ανοιχτά παράθυρα, αλλά και με τα ακουστικά στα αυτιά. Πιο σιγά, δουλεύοντας ή και απλώς έχοντας κλειστά μάτια χωρίς να κοιμάμαι. Τον έχω «τρέξει» βεβαίως. Τον έχω τραγουδήσει και ξέρω πλέον απέξω όλους τους στίχους του. Λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει έλεγα σε μια συνάδελφο ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κυκλοφόρησε τελευταία φορά ένας δίσκος και τα «σάρωσε όλα». Της έλεγα, μάλιστα, ότι ο τελευταίος δίσκος που θυμάμαι να προκάλεσε αυτό το «σάρωμα» ήταν «Του αιώνα η παράγκα» με το Δημήτρη Μητροπάνο. Τη θυμάμαι εκείνη την εποχή. Τον είχα «λιώσει» και εκείνο το δίσκο. 
 
Ορίστε, λοιπόν, τώρα, που μια καινούργια δουλειά του ιδίου συνθέτη, με άλλους όμως συνεργάτες – μιας και οι προηγούμενοι πλέον βασιλεύουν στο αναμνησιακό και συγκινησιακό μας – φιλοδοξεί να προκαλέσει το ίδιο συναίσθημα και το ίδιο αποτέλεσμα. Αν κυριαρχήσει η νοσταλγία και η εξιδανίκευση του παρελθόντος, μπορώ – ακόμα και – να χαρακτηριστώ ιερόσυλος για μια τέτοια σύγκριση. Όμως δεν συγκρίνω. Στην τέχνη και στη ζωή, οι συγκρίσεις δεν οδηγούν πουθενά. Οφείλω, όμως, να επισημάνω ότι διακρίνω μια τέτοια διάθεση από πλευράς Μικρούτσικου. Μια διάθεση να φτιάξει κάτι σαν την «Παράγκα». Στη θέση του Αλκαίου, άξιος συνεχιστής, ο Οδυσσέας Ιωάννου και στη θέση του Μητροπάνου, ένας Κότσιρας πιο μεστός και εκφραστικός από ποτέ. Αρκούν αυτά, θα μου πείτε; Δεν γνωρίζω. Αυτό μόνο η ιστορία θα το δείξει. 
 
Το «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Ακούγεται ολόκληρο. Και αυτό, ενδεχομένως να φέρει σε αμηχανία το «σύστημα». Ξέρετε ποιο σύστημα εννοώ; Αυτό που έχει στηθεί τα τελευταία χρόνια που η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια. Συγκεκριμένα, από μια κυκλοφορία έντεκα νέων τραγουδιών, επιλέγεται το πρώτο και το δεύτερο single που καλούνται να «τραβήξουν το άρμα». Τα υπόλοιπα, συνήθως, τα τρώει η μαρμάγκα. Στην εποχή του playlist δεν υπάρχει θέση για αυτά στα ραδιόφωνα. Η «Παράγκα» πρόλαβε καλύτερες εποχές. Ακούστηκαν σχεδόν όλα της τα τραγούδια, έστω και σε βάθος χρόνου. Θα έχουν αυτή την τύχη τα b-sides του «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει»; Πάλι δεν γνωρίζω. 
 
Σε δημιουργικό επίπεδο, τα σχόλια που μπορούν να γίνουν ίσως και να έχουν ξαναειπωθεί. Ο συνθέτης αναδεικνύει το στίχο, επιλέγοντας μουσικές φόρμες απλές και οικίες. Απουσιάζουν οι πολύπλοκες αρμονίες ή το παραξένισμα, που θα μπορούσαν να «μπλέξουν» τον ακροατή και να αποσπάσουν την προσοχή του από τον – ομολογουμένως – καλό στίχο. Το κάνει αυτό ο Μικρούτσικος, διαχρονικά. Σας θυμίζω τις ουσιαστικές και καθαγιασμένες, πια, μελοποιήσεις του Καββαδία, αλλά και εκείνες του κορυφαίου, κατά πολλούς, Έλληνα στιχουργού, του Κώστα Τριπολίτη. Πάντοτε ο στίχος σε πρώτο πλάνο και η μουσική να τον αναδεικνύει. Παράλληλα, στην υπηρεσία του στίχου στέκει και η ενορχήστρωση, με κορυφώσεις, ρυθμικά ξεσπάσματα και μελωδικές φράσεις, που τονίζουν και ενισχύουν τα νοήματα που εκφέρονται από τον τραγουδιστή. 
 
Την ίδια στιγμή, ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι «σε φόρμα» και μας χαρίζει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του διαχρονικά, με αποκορύφωμα – κατά τη γνώμη μου – το συγκλονιστικό: «όσοι δεν τα παράτησαν στη μέση με ένα μόνο πέταξαν φτερό». Σε ένα γενικότερο επίπεδο, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς έναν πολιτικό στίχο διαπιστώσεων, βαθιά θλιμμένο, που μοιάζει να παραδέχεται την αδυναμία ελέγχου της δύσκολης συγκυρίας που ζούμε, κάτι που – στα δικά μου μάτια – φαντάζει καθόλα φυσιολογικό επόμενο μιας πρότερης δημιουργίας που εξιστόρησε (και πολλές φορές εξύμνησε) την ήττα και τα διδάγματά της. Ο Ιωάννου εξελίσσεται σε σημαντικό κεφάλαιο για τον ελληνικό στίχο. Είναι ένας από τους λίγους που γράφει «θίγοντας» δύσκολα θέματα και που οι στίχοι του αποτελούν «τροφή για σκέψη». 
 
Ο Γιάννης Κότσιρας, τέλος, αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη για τα αυτιά ενός ακροατή που, αν και πάντοτε αναγνώριζε τεχνική αρτιότητα στον συγκεκριμένο ερμηνευτή, συνήθως δεν κατάφερνε να συγκινηθεί από τις ερμηνείες του (φωτεινή εξαίρεση το «Πατέρα μεγάλωσα» του Αντώνη Μιτζέλου και της Ελένης Ζιώγα). Εδώ ο Κότσιρας με «πήρε σβάρνα». Θα τολμούσα να πω ότι κατάφερε ακόμα και να ξεπεράσει το δάσκαλό του, Δημήτρη Μητροπάνο, στην δεύτερη εκτέλεση του «Θες έναν κόσμο πιο μεγάλο». Ακούγοντας την πρώτη φορά το «Όταν θα βρω καλό καιρό», δεν τον αναγνώρισα καλά – καλά. Είναι αναμφίβολα στα καλύτερά του, διανύοντας και την καλύτερη ηλικιακή περίοδο για έναν τραγουδιστή. Δημιουργεί καλλιτεχνικές προσδοκίες στον ακροατή και ανεβάζει τον προσωπικό του πήχη. 
 
Κλείνοντας το μακροσκελές αυτό σημείωμα, πρέπει να πω ότι είχα καιρό να παθιαστώ έτσι με έναν δίσκο. Του «φόρτωσα» μεγάλες προσδοκίες και, στο μεγαλύτερο ποσοστό, ανταποκρίθηκε. Παράλληλα, πληρεί και μια αγαπημένη μου προτίμηση: είναι μια ολοκληρωμένη δουλειά. Γράφτηκε από έναν συνθέτη κι έναν στιχουργό, αλά παλαιά, και τραγουδήθηκε από έναν ερμηνευτή. Δεν θα ήταν ωραίο να δημιουργήσει «μόδα»; Γιατί, ως γνωστόν, και η μόδα κύκλους κάνει συνεχώς (για να δανειστώ, για το κλείσιμο, και έναν στίχο από το δίσκο). Καλοτάξιδος.