Αυτή η «Φόνισσα» που δίνει ζωή….

Αυτή η «Φόνισσα» που δίνει ζωή….
Ακολουθήστε μας στο Google news

Βρίσκω μεγαλοφυή και πάρα πολύ συγκινητικό τον τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος Κουμεντάκης ενσωματώνει τα τελευταία χρόνια τη λαϊκή παράδοση, τις ακουστικές μνήμες και τις καταβολές του στο συμφωνικό του ιδίωμα, κατορθώνοντας να δημιουργεί με «αρμούς» πολύ δοκιμασμένους, κάτι πολύ καινούριο και πολύ σύγχρονο.

20 Νοεμβρίου 2014
Της Ναταλί Χατζηαντωνίου

Αυτό που είχε διαφανεί όμως ήδη στη μουσική του από τις Τελετές Έναρξης του 2004 τώρα πια έχει εξελιχθεί στην ξεκάθαρη πρόταση μίας σύγχρονης Εθνικής Σχολής.
 
 Στη «Φόνισσα» αυτή η ιδιότητα του Κουμεντάκη, ειδικά στα χορωδιακά μέρη, σε κάνει να υποκλίνεσαι περισσότερο από ποτέ σ’ έναν Ελληνα συνθέτη που τολμά και υποστηρίζει ό,τι άλλοι δεν θα καταλάβουν ποτέ: Ότι για να δημιουργήσεις κάτι που μπορεί να απευθυνθεί με αξιώσεις (και) στο διεθνές κοινό, πρέπει να έχεις «αποενοχοποιήσει» την εντοπιότητα. Στη «Φόνισσα» ο Κουμεντάκης  όχι μόνον την αποενοχοποίησε αλλά μέσω π.χ. μίας βιωμένης λαϊκότητας, μίας ανεπαίσθητης κρητικής μνήμης ή μίας συγκλονιστικής ηπειρώτικης τετραφωνίας, την έκανε «εργαλείο» υψηλής μουσικής Τέχνης. Την ίδια ώρα της απαγόρευσε τη «γραφικότητα» φροντίζοντας να εμβάλλει και πολύ μοντέρνα στοιχεία (απ΄την ατονικότητα μέχρι το άλτο σαξόφωνο).
 
  Κοντά σ΄αυτό ο Γιάννης Σβώλος ως ο λιμπρετίστας που είχε να αναμετρηθεί με ένα κείμενο «ογκόλιθο», έκανε αντιστοίχως συγκινητική και ευφυή δουλειά. Εκανε κανονικό «κέντημα» αντλώντας κι εκείνος σοφά το υλικό του όχι μόνο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη αλλά από τη λαϊκή παρακαταθήκη του δημοτικού τραγουδιού, των νανουρισμάτων, των παιδικών τραγουδιών. Πρωτίστως κι αυτό είναι νομίζω το τεράστιο επίτευγμα του Σβώλου σεβάστηκε και διατήρησε το γλωσσικό «αίσθημα» του Παπαδιαμάντη. 
 
Και όλοι οι συντελεστές μαζί (καθείς εφ ω ετάχθη) κατόρθωσαν και κάτι ακόμα εξαιρετικά σημαντικό: να υποβάλλουν την ιδέα του αόρατου νήματος που συνδέει τον Παπαδιαμάντη με την αρχαία τραγωδία. Άλλωστε αυτό νομίζω ότι το επέλεξε συνειδητά ο Αλέξανδρος Ευκλείδης στην  κατά τα άλλα πολύ «κινηματογραφική» σκηνοθεσία του που, όπως και τα κοστούμια και τα σκηνικά (Πέτρος Τουλούδης, Ιωάννα Τσάμη), ανακαλούσε πότε-πότε μνήμες από τα καρέ του Αγγελόπουλου ή του Βούλγαρη ή και του Κιούμπρικ (και δη της «Λάμψης») -αν και για το δικό μου γούστο κάποιες φορές η σκηνοθεσία ήταν περισσότερο περιγραφική και στυλιζαρισμένη απ΄ό,τι θα ήθελα. Οι «σκληροί»  φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι πάλι είχαν στόχο μάλλον να δοθεί έμφαση στο μεταφυσικό, εφιαλτικό στοιχείο, το οποίο επεδίωκε και ο Ευκλείδης ξεκάθαρα. 
 
Πρωταγωνιστές της πρεμιέρας της «Φόνισσας»; Με τη δική μου ματιά (του ρεπόρτερ και όχι του κριτικού) ήταν πάνω απ΄όλα η «Φραγκογιαννού»-Ειρήνη Τσιρακίδου, οι «Μοιρολογήστρες» (το πολυφωνικό σύνολο των Ειρήνης Δερέμπεη, Μαρίας Κώτη, Μάρθας Μαυροειδή, Μαρίας Μελαχροινού που τις ξέρουμε από τη συμμετοχή τους στις «Σανάδες» και σε άλλα ανάλογα σχήματα) η παιδική αλλά και η γυναικεία  χορωδία της Λυρικής Σκηνής και ο πάντα εξαιρετικός Τάσος Αποστόλου στο ρόλο του Μοναχού «Ιωάσαφ».
 
Η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη μουσική διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, είχε να αναμετρηθεί  με μία εξαιρετικά δύσκολη, εξαιρετικά καλειδοσκοπική παρτιτούρα. Τα κατάφερε  διατηρώντας μία αξιοθαύμαστη ισορροπία, έναν συντονισμό κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού.
 
Κάποιες επί μέρους ενστάσεις (όπως οι φωνητικές ακροβασίες σε μερικά σολιστικά μέρη τα οποία ήταν λίγο κουραστικά) υποχωρούν μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα που λέει ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή κατάφερε να εντάξει στο ρεπερτόριό της μία σύγχρονη ελληνική όπερα διεθνών αξιώσεων. Μία «Φόνισσα» συγκινητικά «δική μας» που διαψεύδοντας τη ροπή της ηρωίδας της, δίνει ζωή στα μουσικά μας πράγματα.