Ακούσαμε: Αλκίνοος Ιωαννίδης, «Μικρή Βαλίτσα»

Ακούσαμε: Αλκίνοος Ιωαννίδης, «Μικρή Βαλίτσα»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Καινούργιος δίσκος για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη στα ράφια των δισκοπωλείων(;) μετά από αρκετά χρόνια. Δεκατρία καινούργια τραγούδια που χώρεσαν, σύμφωνα με τον «πατέρα» τους, σε μια «μικρή βαλίτσα». 

27 Νοεμβρίου 2014
Αυτή τη «Μικρή Βαλίτσα» του Αλκίνοου (συγγνώμη για τη χρήση μόνο του μικρού ονόματος, αλλά μου βγαίνει αβίαστα, συν του ότι ο αγαπημένος τραγουδοποιός έχει ιδιαίτερο όνομα και, μάλλον, κοινότοπο επίθετο, που μοιραία προκαλεί αναφορές αγενούς οικειότητας) που μου θυμίζει τις «μικρές» βαλίτσες των γυναικών στα ταξίδια. Ξέρετε, εκείνες που έχουν βαφτιστεί μικρές, ενώ στην πραγματικότητα περιέχουν όλη την οικοσκευή και παραπέμπουν περισσότερο σε μετακόμιση παρά σε ταξιδάκι αναψυχής.

Ναι, αυτό μου θυμίζει. Και εξηγούμαι: Έχω την αίσθηση ότι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης (επανέρχομαι στην τάξη) χώρεσε σε μια «μικρή βαλίτσα» όλα του τα «υπάρχοντα»: όλες του τις μουσικές κατακτήσεις και επιρροές, όλα του τα παιξίματα, όλα του τα ξαφνιάσματα, όλα του τα διαβάσματα, όλα του τα βιώματα και όλες του τις αναφορές. Η «μικρή βαλίτσα» χώρεσε τα πάντα και αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη της δημιουργικής ακμής εκείνου που την «κουβαλάει». Ο Αλκίνοος (πάλι έτσι μου βγαίνει) προσφέρει έναν δίσκο ξεχωριστό, έναν δίσκο διαφορετικό και – αν με ρωτάτε – στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Την ώρα που «καίγεται» το χωριό, την ώρα τη δύσκολη, την ώρα του «μετρήματος», ο τραγουδοποιός, αποφεύγοντας την εύκολη λύση του συνθήματος και της υψωμένης γροθιάς, κυκλοφορεί πολιτικά τραγούδια. Βαθιά πολιτικά τραγούδια μάλιστα. Και για να το κάνει αυτό, εφοδιάζεται από ολόκληρο το «οπλοστάσιό» του. Έτσι, μοιραία, το αποτέλεσμα προκαλεί ενδιαφέρον και θαυμασμό. Γιατί αποδεικνύει εξέλιξη, ψάξιμο και «τριπλάρισμα» των εύκολων λύσεων, στις οποίες καταφεύγουν συχνά – πυκνά οι ομότεχνοι του τραγουδοποιού.

Ίσως, τελικά, εκείνο που μου είχε πει το Μάιο του 2013 (σ.σ. «Θα γεννηθεί ξανά πολιτικό τραγούδι»), να το έλεγε γνωρίζοντας αυτό που θα ακολουθούσε. 
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης χώρεσε, λοιπόν, σε ένα δίσκο όλα εκείνα τα στοιχεία που μας έχουν κάνει να τον αγαπήσουμε από το 1993 που πρωτοεμφανίστηκε στο τραγούδι σαν ερμηνευτής και από το 1997 που μας συστήθηκε σαν τραγουδοποιός. Μελοποιεί Γκάτσο (σ.σ. «Χατζιδακιάς»), όπως θα το έκανε ο Χατζιδάκις, με τη Μαρία Φαραντούρη στο πλευρό του. Αφιερώνει ένα τραγούδι στο Νίκο Παπάζογλου (σ.σ. «Μια χούφτα γη») και «ακούς» τη φωνή του Νικόλα πίσω από την ερμηνεία του, σε ένα τραγούδι που μοιάζει να ξεχάστηκε σε κάποιο συρτάρι του «Αγροτικού» στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Και αν στα δυτικότροπα τραγούδια η μελοποίηση και ο στίχος παντρεύονται ευτυχισμένα, προσφέροντας ένα άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα, αναμενόμενο με την καλή έννοια, το πραγματικό (ευχάριστο) ξάφνιασμα βρίσκεται στις λαϊκές απόπειρες του Αλκίνοου (πέρα – δώθε η οικειότητα). Τέσσερα λαϊκά τραγούδια περιέχει η «μικρή βαλίτσα», το ένα καλύτερο από το άλλο. Ένα παλιακό χασάπικο (σ.σ. «Που πεθαίνουν τόσα πουλιά»), ένα «παπαζογλέικο» ζεϊμπέκικο (σ.σ. «Μια χούφτα γη»), ένα κιθαριστικό εννιάρι, αλλά Γιώργος Κατσαρός (ο ρεμπέτης, όχι ο σαξοφωνίστας) (σ.σ. «Η ωραία του χωριού») και ένα ακόμα ζεϊμπέκικο που καταδεικνύει τον προσωπικό του, μάλλον, χαρακτήρα (σ.σ. «Χωρισμός») με τα έγχορδα να κάνουν την εμφάνισή τους με «καθαρτήριο ορμή» σε σωστές δόσεις, που δεν αλλοιώνει καθόλου το λαϊκό χαρακτήρα του άσματος. Και στα τέσσερα αυτά τραγούδια, βέβαια, καθοριστικό ρόλο παίζει το αναγνωρίσιμο παίξιμο του Μανώλη Πάππου στο μπουζούκι.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν και οι ενορχηστρώσεις του δίσκου, ειδικά οι πιο «φορτωμένες». Εκείνες, δηλαδή, που έχουν χωρέσει μια ολόκληρη ορχήστρα σε ένα τραγούδι, καταφέρνοντας, όμως, να πετύχουν «κέντρο», αναδεικνύοντας εικόνες και νοήματα, υπογραμμίζοντας λέξεις και φράσεις, εκπορευόμενες από την (διαρκώς) διευρυμένη γνώση που κινεί το χέρι του εμπνευστή τους. Έτσι προκύπτει πρόσθετη συναισθηματική φόρτιση, πέραν των στίχων και των νοημάτων, σε τραγούδια όπως το «Πάντα θα ξημερώνει» (τραγούδι εμπνευσμένο από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα) ή το «Τι περιμένεις πια».  
 
Θα μπορούσα να γράφω χωρίς τελειωμό για τη μικρή βαλίτσα του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Για τη συμμετοχή του Σωκράτη Μάλαμα στον «Τιμονιέρη», για το ομώνυμο τραγούδι και την a capella ερμηνεία του που είναι εύστοχη, για την σκωπτική «Πολιτική τοποθέτηση», για το τελευταίο κομμάτι του δίσκου που είναι συγκλονιστικό (σ.σ. «Η μέρα που θα ‘ρθει») ή για τον «Χορτάτο» και αυτό το εναρκτήριο «κανενός» (στο στίχο) που με «γονατίζει» κάθε φορά που το ακούω. Γιατί σε κάθε «άνοιγμα» της βαλίτσας αυτής ανακαλύπτω καινούργιες αφορμές για συγκίνηση και «ξεβόλεμα». Όμως, θα κλείσω εδώ το συγκεκριμένο μουσικοκριτικό σημείωμα. Χαρούμενος που κάποιος βγήκε και «τα είπε». Ευγνώμων απέναντι σε έναν άνθρωπο, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (θα κλείσω ευγενώς), που δεν με έχει απογοητεύσει καλλιτεχνικά (ακόμα ή ποτέ – διαλέξτε).