Τα Εξάρχεια, ο Έκο και η δημοσιογραφία επιστημονικής φαντασίας της Καθημερινής

Τα Εξάρχεια, ο Έκο και η δημοσιογραφία επιστημονικής φαντασίας της Καθημερινής
Ακολουθήστε μας στο Google news

«Μα ήταν οι εφημερίδες που χαρακτήρισαν τον Ιωάννη XXIII Καλό Πάπα, κι έπειτα υιοθέτησαν οι άνθρωποι τον χαρακτηρισμό». 
«Σωστά, οι εφημερίδες μαθαίνουν τους ανθρώπους πώς να σκέφτονται», είπε ο Σιμέι. 
«Όμως, οι εφημερίδες ακολουθούν τάσεις ή δημιουργούν τάσεις;» 

10 Δεκεμβρίου 2015
«Και τα δύο, σινιορίνα Φρέζια. Ο κόσμος δεν γνωρίζει ποιες είναι οι τάσεις, οπότε τους λέμε, και τότε ξέρουν. Αλλά μην ασχολούμαστε πολύ με τη φιλοσοφία – είμαστε επαγγελματίες».

Της Δέσποινας Παπαγεωργίου
 
Αυτά (και άλλα) λόγια έβαζε ο Ουμπέρτο Έκο στο «Φύλλο Μηδέν» στο στόμα δημοσιογράφων, αποκαλύπτοντας πώς κάποτε το πλασματικό, με διάμεσο τον δημοσιογραφικό λόγο, «μετατρέπεται» σε πραγματικότητα και «γεννά» γεγονότα.
 
Είμαστε σίγουροι ότι ο διάσημος Ιταλός συγγραφέας, μαέστρος της σημειολογίας, θα υπομειδιούσε με νόημα διαβάζοντας το πρόσφατο (9/11/2015) «πόνημα» αρθρογράφου της «Καθημερινής» για τη γειτονιά των Εξαρχείων, πόσω μάλλον αν γνώριζε ότι ήταν το δεύτερο άρθρο μέσα σε έναν μόλις μήνα (7/11/2015 το προηγούμενο), που είχε βαλθεί να τοποθετήσει «γεωγραφικά» τα Εξάρχεια κάπου μεταξύ εμπόλεμης ζώνης της Μέσης Ανατολής και των Πυλών της Κολάσεως
Κάπως έτσι, η «δημοσιογραφία επιστημονικής φαντασίας» (δημοσιογραφία τόσο έγκυρη, όσο το οδοιπορικό για τα νησιά Γκαλαπάγκος που συγγράφει κάποιος μην έχοντας μετακινηθεί από το γραφείο του στην Αθήνα), με «ρεπορτάζ»-ορόσημο του είδους εκείνο για τους «ιπτάμενους αναρχικούς» που επιδίδονται σε «παρκούρ», πρώτα μας περιέγραψε τα Εξάρχεια ως περιοχή-«άβατο», που ζει «με τον δικό της νόμο», σε «δεκάδες τετράγωνα βουτηγμένα στην παραβατικότητα, στη βρώμα και στη συστηματική ομηρία της περιοχής» κι έπειτα ήρθε η ώρα να μας διηγηθεί την ιστορία του Εξαρχειώτη μικρού Α., που για να πάει στην παιδική χαρά περνά μπροστά από γκράφιτι με κρανία, χαιρετά αστέγους και Πακιστανούς που πουλάνε λαθραία τσιγάρα, ενώ φοβάται ότι οι κακοί «αναρχικοί» θα του κάψουν το σπίτι. 
 
Στην Ελλάδα, όμως, οι υπηρέτες της «δημοσιογραφίας επιστημονικής φαντασίας» είναι μάλλον ερασιτέχνες, αφού παρέβησαν τη συμβουλή στο «Φύλλο Μηδέν» ότι «από το να δίνετε πληροφορίες που κάποιος μπορεί να ελέγξει, είναι καλύτερα να περιορίζεστε σε υπαινιγμούς». 
 
Κι επειδή τα Εξάρχεια τα έχουμε βιώσει πολλοί, αναρωτιόμαστε με μεγάλη δόση καχυποψίας: γιατί να γράψει κάποιος άρθρο για την ιστορική αυτή γειτονιά των Αθηνών, όταν από τα γραφόμενά του φαίνεται ότι δεν έχει επισκεφθεί την περιοχή ούτε για να πιει έναν καφέ – πόσο μάλλον να έχει βιώσει την ατμόσφαιρα και τους ρυθμούς της; 
 
Στα Εξάρχεια δεν υπάρχει μόνο το γκράφιτι με το κρανίο (αν και, γενικά, η τέχνη δεν είναι η αναπαράσταση ενός ωραίου πράγματος, αλλά η ωραία αναπαράσταση ενός πράγματος, αλλιώς θα έπρεπε να «προστατεύουν» τα παιδιά και από την «Γκερνίκα» του Πικάσο), αλλά και οι χαμογελαστές προσωπογραφίες της Κωλέττη, η ζούγκλα επί των Σουλτάνη και Σολωμού και τα συχνά ευφάνταστα και με χιούμορ συνθήματα στους τοίχους, που μάλιστα συγκεντρώθηκαν και στο βιβλίο του γνωστού φωτογράφου Τάκη Σπυρόπουλου «Χ-Άρχεια uncensored».
Τα Εξάρχεια είναι επίσης πολιτισμική ζύμωση, με συζητήσεις, μουσικές, χορό και θέατρο να ξεχειλίζουν από τις μικρές γωνιές όπου κάποιοι πεισματάρηδες τα σμιλεύουν ακατάπαυστα, ενάντια στην ασχήμια των καιρών• είναι Έλληνες και ξένοι φοιτητές, σε ανθρώπινο γεφύρι πολιτισμικού σμιξίματος, ένα χαρούμενο μελίσσι, που κρεμά τις όποιες διαφορές του στο κενό• είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που συνυπάρχουν αρμονικά με κατοίκους και θαμώνες, σε μια από τις λίγες περιοχές που νιώθουν ασφαλείς• είναι οι πιτσιρικάδες, οι νέοι, οι μεγαλύτεροι, οι ηλικιωμένοι, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι, οι επαγγελματίες, που μοιράζονται τα ίδια στέκια• είναι το Πάρκο της Ναυαρίνου, ζωντανό παράδειγμα επαναδιεκδίκησης του συλλογικού χώρου από τα συμφέροντα της μαζικής «κουλτούρας» της τσιμεντοποίησης. 
 
Στα Εξάρχεια, η (όποια) βία δεν είναι αποκλειστικότητα κάποιων πιτσιρικάδων που πετάνε πέτρα σε περιπολικό, είναι και η δυσανάλογη βία των ΜΑΤ και της αστυνομίας, αυτή που σκότωσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, αυτή που προβαίνει σε συλλογικά αντίποινα για μεμονωμένα περιστατικά πετροβολισμού, όπως τον Οκτώβριο του 2009, για παράδειγμα, όταν τα ΜΑΤ μπούκαραν στο Floral και συνέλαβαν τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρη Παπαχρήστο και τον δημοσιογράφο Στέλιο Ελληνιάδη (περιστατικό που θα είχε περάσει «στα ψιλά» αν δεν περιλάμβανε συλλήψεις επωνύμων).
 
Δεν ισχυριζόμαστε ότι η γειτονιά των Εξαρχείων είναι παράδεισος. Σε καμία περίπτωση. Μέχρι το αρκετά πρόσφατο παρελθόν της δεκαετίας του ’90, ανατιναζόταν καθημερινά το στομάχι της από την πρέζα που -όχι τυχαία, όπως ισχυρίζονται οι γνωρίζοντες- «ρίχτηκε» στην πλατεία. Αλλά, η γειτονιά, διαθέτοντας αντανακλαστικά αντίστασης και συλλογικής δράσης, μέσα από σκληρές κοινωνικές μάχες, απαλλάχτηκε από αυτή τη μάστιγα. Και σήμερα, οι κάτοικοι αντιδρούν με πολύμορφες κινητοποιήσεις στο φαινόμενο της χρήσης κάνναβης σε τμήμα της πλατείας, που δημιουργεί εκεί μια νησίδα αποκλεισμού για παιδιά και ηλικιωμένους. 
 
Και, ναι, υπάρχουν και οι ομάδες των αποκαλούμενων «μπαχαλάκηδων» που, κάποτε μεταφέρουν τον μηδενιστικό τρόπο αντίδρασής τους από τις πορείες στα Εξάρχεια. Και χωρά πολλή συζήτηση για το πόσοι και ποιοι τελικά είναι αυτοί που σπάνε και καίνε σε μια γειτονιά που παρουσιάζεται σαν «γκέτο» τους.  
Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν είναι τα δύο τελευταία φαινόμενα που κυριαρχούν στην καθημερινότητα των Εξαρχείων. 
 
Γιατί, λοιπόν, τέτοια εμμονή στη σπίλωση της γειτονιάς; 
 
Γιατί πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η εξουσία του αστικού κατεστημένου και οι εκπρόσωποί της φοβούνται τα Εξάρχεια ως γειτονιά-σύμβολο της ριζοσπαστικής αφήγησης στην Ελλάδα• και την υψηλού βαθμού οικειοποίησης σχέση που έχουν αναπτύξει κάτοικοι, επισκέπτες και εργαζόμενοι εκεί με τον δημόσιο χώρο, τον οποίο χρησιμοποιούν με τη φιλοσοφία της εναλλακτικής και μη καταναλωτικής ψυχαγωγίας και σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, τον διαμορφώνουν μέσα από αυτοδιαχειριστικές πρακτικές. 
 
Και αυτό, φυσικά, δεν «συνάδει» με την κουλτούρα της «φαστ-φουντ» ψυχαγωγίας και της μαζικής εμπορικής εκμετάλλευσης δημόσιων χώρων.  Πώς γίνεται, λοιπόν, να υπάρχει ακόμα μια γειτονιά που διατηρεί μια τέτοια, ξεχωριστή φυσιογνωμία και υπενθυμίζει ότι τα πράγματα μπορούν να είναι και αλλιώς; Και πώς γίνεται αυτή η γειτονιά να μην έχει πέσει ακόμα στα χέρια εκείνων που διαχειρίζονται αυτή την κουλτούρα μαζικής εμπορικής εκμετάλλευσης; 

Παρένθεση: Το πρόβλημα, πάντα, με το «σάπιο μήλο» είναι ότι μπορεί να κάνει και τα υπόλοιπα στο βαρέλι να «σαπίσουν». Κλείνει η παρένθεση.
 
Επιπλέον, το γεγονός ότι η αρθρογράφος θεωρεί ότι «τραυματίζεται» ψυχολογικά ο «μικρός Α.», που χαιρετά τους αστέγους, φανερώνει έναν ακραιφνή υπόγειο ρατσισμό για τους φτωχούς, τους «περιττούς» αυτού του κόσμου• που δεν φτάνει που αποτελούν ύψιστη ζωντανή ομολογία ενός ανθρωποφαγικού συστήματος, αλλά πρέπει να «κρύβονται» κιόλας, μπας και γλιτώσει ο νεοφιλελεύθερος κανιβαλισμός κανένα κομμάτι της λαμπερής βιτρίνας που έχει τοποθετήσει μπροστά από τους ανθρώπους-«αποφάγια» του μεγάλου χρηματιστικού γλεντιού του.
 
Όσο για τον «Πακιστανό με τα λαθραία τσιγάρα», εμείς δεν έχει τύχει να τον συναντήσουμε. Να μας πείτε, όμως, αν τον δείτε, να γράψουμε γι’ αυτόν, δίπλα στα αδικήματα της Λίστας Λαγκάρντ που παραγράφονται και στα LuxLeaks που «ξεχάστηκαν» χωρίς μεγάλο κόπο.
 
Και κάτι τελευταίο:
Στην κατακλείδα, η αρθογράφος εκφράζει την ανησυχία για το «πώς μεγαλώνουν τα παιδιά στο “κρατίδιο” των Εξαρχείων» και αν «μαθαίνουν να σέβονται και να υπακούν στους νόμους ή θεωρούν ότι η ανομία εξασφαλίζει απρόσκοπτες συνθήκες διαβίωσης;» και αν τελικά «θα εμπιστευτούν τη χώρα που γεννήθηκαν».
Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά στη χώρα αυτή δεν κινδυνεύουν από την «παραβατικότητα» των Εξαρχείων• κινδυνεύουν από την ανεργία, την επικείμενη κατάσχεση του σπιτιού των χρεωμένων γονιών τους (που ενδέχεται η τράπεζα να το πάρει πριν προλάβει να το κάψει ο «κακός αναρχικός»), και, τελικά, από τη βάναυση κατάργηση της ελπίδας και του δικαιώματος στο όνειρο.
 
Κι επίσης, τόσο τα πιο «ήσυχα» παιδιά, όσο και τα παιδιά με τα μαύρα ρούχα, την «παραβατικότητα» και την «ανυπακοή στους νόμους» δεν την έμαθαν στα Εξάρχεια• την «παραβατικότητα» και την «ανυπακοή στους νόμους» την έχουν διδαχθεί στην πράξη από την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας σε αυτήν εδώ τη χώρα, που σε όλο το διάστημα μετά τη Μεταπολίτευση, εντρύφησε στη ρεμούλα, την αρπαχτή και την αναξιοκρατία, που έφτυνε στα μούτρα και καταδίκαζε στο περιθώριο όποιον πήγαινε «με το σταυρό στο χέρι» και επιβράβευε σταθερά τους φελλούς με τη μεγάλη γλώσσα και τα μειωμένα ηθικά ανακλαστικά, που κατασπατάλησε και καταχράστηκε δημόσιο χρήμα και έφερε τη χώρα στο σημερινό σημείο απόλυτης εξαθλίωσης και αναξιοπρέπειας χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί κανείς γι’ αυτό - από την υπόθεση Siemens και το Βατοπέδι, μέχρι το μαγείρεμα των στατιστικών στοιχείων για την οικονομία της χώρας με τη συνδρομή της Goldman Sachs και την αυθαίρετη απόφαση για είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο.
 
Οι νέοι, λοιπόν, έχουν διδαχθεί πώς μόνο ως «παραβάτες» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) μπορούν να επιβιώσουν σε μια κουλτούρα που επιβραβεύει την παραβατικότητα. Ή, ότι για να επιβιώσουν όταν πλέον «νόμος» είναι το μνημόνιο και όχι το Σύνταγμα της χώρας -όταν νόμος δηλαδή είναι η αναπαραγωγή του φαύλου κύκλου της φτώχειας που πολλαπλασιάζει τους «περιττούς»- ο μόνος τρόπος είναι να αντισταθούν. Σε μια κοινωνία με τόσο διάχυτη έλλειψη δικαιοσύνης, η «παραβατικότητα» καθίσταται συχνά μονόδρομος για την επιβίωση.  
 
Και όσοι γράφουν άρθρα αποστειρωμένα από αυτή την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, «δείχνοντας» τους θύτες ως θύματα, ας έχουν κατά νου ότι κανείς από τους πολίτες αυτής της χώρας δεν θα βρεθεί στο απυρόβλητο στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο μιας μεγάλης κοινωνικής αναταραχής.