Να αντέξει ο Γιώργος Κιμούλης από την προληπτική ανθρωποφαγία

Να αντέξει ο Γιώργος Κιμούλης από την προληπτική ανθρωποφαγία
Ακολουθήστε μας στο Google news

Την περασμένη Πέμπτη ένα άρθρο της «Καθημερινής» έβαλε φωτιά στον χώρο του πολιτισμού. Ο Γιώργος Κιμούλης υποψήφιος για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου του ΚΠΙΣΝ. 

30 Ιανουαρίου 2017
Της Μαργαρίτας Συγγενιώτου

Η είδηση κυκλοφορούσε για μέρες στην δημοσιογραφική πιάτσα, με μία διαφορά. Η θέση που είχε προταθεί στον Γ. Κιμούλη δεν ήταν αυτή του διευθύνοντος συμβούλου, αλλά του προέδρου του Δ.Σ. Έκανε λάθος η, συνήθως έγκυρη, «Καθημερινή»; Και μάλιστα σε έναν τομέα του πολιτιστικού ρεπορτάζ στον οποίον φαίνεται πάντα ιδιαίτερα ενημερωμένη;
 
Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν οι θυελλώδεις αντιδράσεις του υπόλοιπου Τύπου. Χωρίς καμία προσπάθεια διασταύρωσης της πληροφορίας ξεκίνησε ένα παιχνίδι ανθρωποφαγίας προς τον Κιμούλη. Κάποιοι μίλησαν, μάλιστα, για ανικανότητα του ελληνικού δημοσίου και το καλούσαν να αναθέσει στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος την επιλογή ακόμα και αυτού του ΔΣ, ώστε το κράτος «απλώς να διορίσει».
 
Θα έλεγα ότι είναι συγκινητικό το ενδιαφέρον όσων ανησύχησαν για την επάρκεια του Γ. Κιμούλη για τη θέση που του προτάθηκε. Ενδεχομένως κάποιων ήταν ειλικρινές. Άλλωστε πράγματι ο Γ. Κιμούλης δεν έχει τα προσόντα για διευθύνων σύμβουλος και, αν η είδηση είχε αφεθεί να διαρρεύσει σωστά, ίσως οι αντιδράσεις να ήταν ηπιότερες. Δεν θα ήταν, άλλωστε η πρώτη φορά που έχουμε έναν καλλιτέχνη ως πρόεδρο ΔΣ σε πολιτιστικό οργανισμό. Συμβαίνει στο Εθνικό Θέατρο και την ΕΡΤ, συνέβαινε και στην ΚΣΟΤ πριν την άδικη παύση του ΔΣ από την Υπουργό Πολιτισμού. Η έντονη ανησυχία φαίνεται, ίσως, λίγο παράταιρη όταν προέρχεται από ανθρώπους που στήριξαν τον Λούκο, τόσο την εποχή που αρνιόταν να διορίσει διοικητικό διευθυντή στο Φεστιβάλ Αθηνών, όσο και όταν ξέσπασε το σκάνδαλο κακοδιαχείρισης, λέγοντας ότι ένας καλλιτέχνης τέτοιας αξίας δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει από διοίκηση. Ή από ανθρώπους που ποτέ δεν άρθρωσαν ούτε μία λέξη τον ενάμιση χρόνο που η Καμεράτα είναι χωρίς καθόλου ΔΣ και λειτουργεί μέσω ιδιωτικής εταιρίας, αυξάνοντας καθημερινά τα χρέη της. Φαίνεται ότι δεν είναι όλοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί ίδιοι. Όπως και κάποιοι καλλιτέχνες είναι διαφορετικοί από άλλους.
 
Ας μη γελιόμαστε, ο Γ. Κιμούλης δεν είναι κανένας μπολσεβίκος. Ήταν μέρος του θεατρικού κατεστημένου για χρόνια, κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ξέρει πώς γίνονται οι δουλειές. Ποιο είναι το ατόπημά του; Γιατί έπρεπε να καεί; Έχει στηρίξει την κυβέρνηση. Η τοποθέτησή του θα έδινε το μήνυμα ότι το ΚΠΙΣΝ περνάει πράγματι στο Δημόσιο, θα κληθεί να υλοποιήσει την πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης. Και κάτι τέτοιο δεν είναι ανεκτό. Κατ’αρχάς φαίνεται καλλιτεχνικά παράταιρη επιλογή για το έως τώρα καλλιτεχνικό στίγμα του ΚΠΙΣΝ, που εκτείνεται από γιόγκα στον κήπο έως συναυλίες της Αρβανιτάκη και φεστιβάλ dubstep μουσικής. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι προχωράει και το θέμα της ανάπλασης του Φαληρικού Όρμου, σχέδιο που είχε εκπονήσει ο Ρ. Πιάνο σχεδόν ταυτόχρονα με τον σχεδιασμό του ΚΠΙΣΝ
 
Δεν ξέρω αν τελικά θα δεχτεί ο Γ. Κιμούλης την θέση που του προτάθηκε. Θέλω να ελπίζω ότι θα το κάνει, ότι δεν θα φοβηθεί από την προληπτική ανθρωποφαγία. Η συνέχεια θα μας δείξει πολλά και ενδιαφέροντα.


Στο τέλος του Φλεβάρη το ΚΠΙΣΝ περνάει και επισήμως στην κυριότητα του Δημοσίου. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο το κράτος θα διορίσει το νέο ΔΣ, το οποίο θα αντικαταστήσει το παλιό, διορισμένο από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το Ίδρυμα έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι, μετά την παράδοση, θα αποσυρθεί πλήρως από τη διοίκηση του ΚΠΙΣΝ. Δεν είναι, όμως, μυστικό ότι ο οργανισμός έχει ήδη στελεχωθεί από το υπάρχον ΔΣ. Καλλιτεχνικοί σύμβουλοι, διοικητικοί διευθυντές, υπεύθυνοι μάρκετιγκ, όλοι είναι επιλεγμένοι από το ΊΣΝ και οι συμβάσεις τους δεσμεύουν το κράτος για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Όσος, δηλαδή, και ο χρόνος που το ΙΣΝ έχει δεσμευτεί να στηρίζει οικονομικά το ΚΠΙΣΝ. Όχι εξ’ολοκλήρου, βέβαια, αφού σημαντικά έσοδα για τον οργανισμό αποτελούν τα χρήματα που θα παίρνει από τη Λυρική και την Εθνική Βιβλιοθήκη ως «παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών», όπως ορίζεται στον νόμο.