Συγγνώμη αγαπητή «Καθημερινή», αλλά καλύτερα για τσίπουρα με τον Πολάκη

Συγγνώμη αγαπητή «Καθημερινή», αλλά καλύτερα για τσίπουρα με τον Πολάκη
Ακολουθήστε μας στο Google news

Να μην κλαίει δυνατά στις κηδείες. Να μη γελάει θορυβωδώς στις παρέες. Να μην εκφράζει τα συναισθήματά του. Να μην ακούει ό,τι κι ό,τι. Να μη διαβάζει ό,τι κι ό,τι. Να μην κάνει παρέα με όποιον θέλει. 

02 Μαρτίου 2017
Να μη φοράει ό,τι θέλει. Να μην τρώει κοκορέτσι. Ούτε σκόρδο. Εδώ οφείλεις να ακολουθήσεις νόρμες και κανόνες πτωχέ, αμόρφωτε και λαϊκέ Ελληνίσκο (πιφ!)...

Της Ναταλί Χατζηαντωνίου
 
Τελικώς πώς πρέπει να είναι ο σωστός ο Ευρωπαίος (που δευτερευόντως μπορεί και να κατοικεί στην Ελλάδα και να έχει ελληνική υπηκοότητα); Πώς οφείλει να μοιάζει και να συμπεριφέρεται ο σωστός Ευρωπαίος, ο καραμπουζουκλής;  (Ουπς λάθος, «ο αξιοπρεπής» εννοούσα). Ξεχάστε από τη γλωσσολογία μέχρι την κοινωνιολογία και την ψυχολογία και από την ιστορία βέβαια μέχρι τη γεωγραφία, όλη αυτή τη σειρά επιστημών που χρόνια τώρα ερευνούν τους παράγοντες για τη διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός λαού (από τα φωνήματα μέχρι την ψυχοσύνθεση). Όχι. Ο σωστός ο Ευρωπαίος έχει το… «Άβαταρ» του κι ευτυχώς υπάρχει μία σειρά ορκισμένων αρθρογράφων να μας υπενθυμίζουν τακτικότατα τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται βάσει του ιδανικού (τους) μοντέλου, κατακεραυνώνοντας οποιονδήποτε και οτιδήποτε διολισθαίνει κατά την άποψή τους. Μια μόνο λεπτομερειούλα: αυτό που περιγράφουν δεν είναι το πρότυπο ενός αξιοπρεπούς πολίτη γενικώς. Δεν είναι ένα αντίδοτο στο λαϊκισμό από τον οποίο πράγματι πάσχει ή τον οποίο αμολάει ανεξέλεγκτο παντού ένα άλλο κομμάτι του πληθυσμού αυτής της χώρας. Είναι μία απολύτως προσωπική εμμονή, μια ψευδαίσθηση, ένας προσωπικός Φρανκεστάιν που προβάλλεται ως πρότυπο Ευρωπαίου πολίτη.
 
Σ’ αυτή τους την προσπάθεια βέβαια τέτοιοι αρθρογράφοι-σχολιαστές παραβιάζουν κάθε τόσο και τελικώς ποινικοποιούν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα ή στη διαφοροποίηση και την ελεύθερη επιλογή - πράγμα που ο σωστός ο Ευρωπαίος θα τους έλεγε ότι.. «ce n’ est pas juste mon ami», σε άψογη γαλλική, αυτή του Διαφωτισμού. Αλλά δε βαριέσαι. Το θέμα είναι να υποστηριχτεί ένα (γκροτέσκο, κλινικό και άχρωμο) μοντέλο πανευρωπαϊκής αστικής συμπεριφοράς, δημιουργημένο φοβάμαι από μια σειρά κλισέ που έχουν καρφωθεί στο μυαλό όσων υπογράφουν τέτοια κείμενα. Το γεγονός ότι αυτό που τελικώς προτείνουν ενδέχεται να είναι και παράλογο ή υπέρβαση των εσκαμμένων ή και ένδειξη ενός  απύθμενου, άπατου, σκοτεινού αισθήματος κατωτερότητας και μιας κακώς εννοούμενης «επαρχιώτικης» αντίληψης δεν παίζει κανένα ρόλο…


                                Comme il faut πένθος!

Για να εξηγηθώ καλύτερα παραθέτω δύο τέτοιες περιπτώσεις, πολύ πρόσφατων άρθρων, άσχετων μεταξύ τους, με μόνο κοινό τη δημοσίευσή τους στην εφημερίδα «Καθημερινή». Στο ένα ο Στέφανος Κασιμάτης ειρωνευόταν με απαρέσκεια λόρδου τη θλίψη της διευθύντριας του Ε.Μ.Σ.Τ. Κατερίνας Κοσκινά στην κηδεία του Γιάννη Κουνέλλη στη Ρώμη. «Πάντως», έγραφε σε σχόλιο που είχε τον τίτλο «Η μοιρολογίστρα στην κηδεία», «το ελληνικό Δημόσιο μερίμνησε (ατύπως) για την καλλιτεχνική επιμέλεια, και μάλιστα κατά τρόπο που υπενθύμιζε την ανυπόφορη ελληνικότητα, αυτή από την οποία ο νεκρός είχε ξεφύγει όχι μόνο ως νεκρός, αλλά και όσο ζούσε. Την είχε αναλάβει η διευθύντρια του ΕΜΣΤ, κυρία Κατερίνα Κοσκινά, η οποία με τους αδιάκοπους και ηχηρούς γόους του θρήνου της έσπαζε τη ζοφερή αλλά αξιοπρεπή ατμόσφαιρα της κηδείας. Το μοιρολόγι της ήταν μια χρήσιμη υπενθύμιση σε όλους ότι υπάρχουν φορές που η ζωή είναι τόσο ανυπόφορη ώστε και αυτός ο θάνατος μοιάζει με λύτρωση...».
 
Μία απαραίτητη πληροφορία: Η Κοσκινά υπήρξε στενή φίλη και συνεργάτις του Κουνέλλη. Ωστόσο οι λυγμοί της -αν υπήρξαν- δεν ήταν κατά τον αρθρογράφο καθόλου comme il faut. Έπασχαν από «ανυπόφορη ελληνικότητα» που διατάρασσε το αξιοπρεπές κλίμα της ευρωπαϊκού επιπέδου κηδείας. Εδώ τι άλλο να πει κανείς; Το αυτονόητο; Ότι η απόπειρα ποινικοποίησης της έκφρασης του συναισθήματος και μάλιστα σε μία περίσταση πένθους είναι ένδειξη προσωπικού προβλήματος του σχολιαστή, κόμπλεξ ενδεχομένως -και πάντως όχι ευρωπαϊκού πνεύματος;


                                     Τουριστικές…οδηγίες!

Το άλλο σχόλιο στην ίδια εφημερίδα ήταν του κυρίου Τσιντσίνη που ξεκινούσε με μία πολύ αμφιλεγόμενη κατάφαση: «Ο​τιδήποτε κάνει ο πρωθυπουργός είναι πολιτικό. Δεν κάνει τίποτε έτσι, χωρίς νόημα. Έχουν πολιτικό νόημα ακόμη και οι πιο ιδιωτικές από τις ιδιωτικές στιγμές του. Ακόμη και οι διακοπές του». Ποιος ήταν ο στόχος του αρθρογράφου; Να κατακεραυνώσει τον πρωθυπουργό γιατί επέλεξε να περάσει το τριήμερό του με παρέα στην Αίγινα στην οποία συμμετείχε κι ο Παύλος Πολάκης! (η φωτογραφία από το aixmi.gr).
 
 Διότι, «τί μας λέει για τον πρωθυπουργό ότι, στις λίγες ώρες που έχει για να ξεκουραστεί, συγχρωτίζεται με τον Πολάκη;». Για πείτε μας τι μας λέει; Μήπως ότι στις ιδιωτικές του στιγμές ο πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να κάνει παρέα με όποιον θέλει χωρίς να ερωτάται ο κύριος Τσιντσίνης; Όμως όχι. Ο σωστός ο Ευρωπαίος ο πολιτικός οφείλει να είναι alert και ως προς το image των διακοπών του. Το γεγονός βέβαια ότι αρκετοί Έλληνες πολιτικοί συγχρωτίστηκαν κατά καιρούς στις ιδιωτικές στιγμές τους με κατοπινούς υποδίκους είναι ψιλά γράμματα. Εδώ το μεμπτόν είναι η παρέα του Πρωθυπουργού μ΄ ένα κυβερνητικό του στέλεχος! Εξηγούμαι: θεωρώ ότι ο κύριος Πολάκης στην υπουργική και δημόσια εικόνα του κάνει ό,τι μπορεί για να εξυπηρετήσει το άλλο είδος αυτού του ξέφρενου και, συχνά, λαϊκίστικου παρορμητισμού. Αλλά από εκεί μέχρι να θεωρήσεις ότι έχεις το δικαίωμα να κατακρίνεις τον Τσίπρα γιατί τον κάνει παρέα ή χειρότερα να θεωρείς ότι έχεις εσύ δικαίωμα να αποφαίνεσαι με ποιον θα πρέπει να κάνει παρέα, υπάρχει τεράστια απόσταση…


                                    Ούτε κι ο Μπαχ είναι..Μπαχ!

Σ΄αυτό το περίκλειστο, κλινικό, προτεσταντικό, δήθεν πολιτισμένο, δήθεν ευρωπαϊκό σχήμα στο οποίο οι ιδιοσυστασίες απαγορεύονται δια ροπάλου και η οποιαδήποτε «λαϊκή» επιλογή ενοχοποιείται, έχουν κι άλλοι αρθρογράφοι διαπρέψει. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος π.χ. που κατατρύχεται από ένα μόνιμο τεράστιο άγχος για το τι δικαιολογεί και τι όχι η εικόνα ενός λόγιου καθωσπρέπει Ευρωπαίου αστού. Απαντά συχνά με υπαινιγμούς. Εφόσον όπως έχει γράψει π.χ. (σε τρία διαφορετικά του κείμενα) «ο Τσιτσάνης δεν είναι Μπαχ», αλλά ούτε ο «Κηλαηδόνης ήταν Μπαχ» κι εμείς «ζούσαμε πιστεύοντας πως το ρεμπέτικο είναι περίπου Μπαχ», καλά πάθαμε ό,τι πάθαμε. Και πώς θα συνέλθουμε και θα ξαναγίνουμε Ευρώπη; «Αν πετάξουμε στα σκουπίδια ό,τι ευτελές μας κληροδότησε η ιστορική αδράνεια της μεταπολίτευσης, την ελαφρολαϊκή μας κλάψα». Ομολογώ ότι μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω στον κύριο Θεοδωρόπουλο ότι στα δικά του κείμενα ούτε κι ο Μπαχ είναι Μπαχ. Αλλά τέλος πάντων..

 
Αν Ευρώπη κι ευρωπαϊκό πνεύμα είναι τελικώς το resume τέτοιων άρθρων, ένα κλειστοφοβικό μέρος όπου οτιδήποτε λαϊκό είναι εκ προοιμίου ένοχο. Όπου ο μεγάλος Μπαχ οφείλει να αντιπαρατίθεται στον μεγάλο Τσιτσάνη. Όπου απαγορεύεται να πενθείς το φίλο σου με λυγμούς. Όπου στις διακοπές σου πρέπει να είσαι με την «κατάλληλη» παρέα
Εάν Ευρώπη είναι η πλήρης διαστρέβλωση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η ποινικοποίηση της επιθυμίας, της επιλογής και της ροπής. Η εξορία του συναισθήματος. Το συνεχές καθήκον. Τότε, συγγνώμη, αλλά προτιμώ να πάω για τσίπουρα με τον Πολάκη!