Κάτι φάροι στην «Ομίχλη των καιρών»…

Κάτι φάροι στην «Ομίχλη των καιρών»…
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ναι κατά καιρούς αποσυντονιζόμαστε… συντονιζόμενοι προς τη μία κατεύθυνση που υποδεικνύει το «επικαιροποιημένο» και εύθραυστο ενδιαφέρον του Τύπου (π.χ. στο πολιτιστικό ρεπορτάζ πιο πρόσφατα το ενδιαφέρον για το έργο και τις ημέρες των δύο βασικών Ιδρυμάτων Νιάρχου και Ωνάση).

19 Μαρτίου 2017
 
Ναι κατά καιρούς εγκλωβιζόμαστε σε γενικευμένες απλουστεύσεις του τύπου «πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι» ή «γιατί δε μιλάνε». Ναι εδώ και καιρό θεωρούμε τόσο αυτονόητα ορισμένα προνόμια που παύουμε να τα αξιολογούμε ως τέτοια. Κι όμως ακόμα και σ΄αυτή την... ομίχλη των καιρών σπουδαίοι δημιουργοί, παλαιότεροι και νεότεροι,  ζουν, αναπνέουν, δρουν αδιάκοπα και προτείνουν καινούριες όψεις, κατευθύνσεις και παραστάσεις δίπλα μας. Και μάλιστα όλη αυτή η διαδικασία συντελείται αδιάκοπα σε μία «κλίμακα» οικεία, παραδοσιακά «ελληνική» ως προς τις διαστάσεις της, ανθρώπινη και απτή που εξακολουθεί να διευκολύνει τη δυνατότητα του κοινού να επικοινωνεί καθημερινά με τους δημιουργούς και τις δημιουργίες. 
 
Μόνο το Σαββατοκύριακο που μόλις διανύσαμε, ένα ξεφύλλισμα του οδηγού της πόλης το αποδεικνύει: μεταξύ των δεκάδων π.χ. μουσικών παραστάσεων σπουδαίων τραγουδοποιών και τραγουδιστών, τρείς κορυφαίοι συνθέτες μας, από αυτούς για τους οποίους η μεγάλη (αν και ακόμα παραγνωρισμένη κάπως) Ιστορία της τραγουδοποιίας μας, έχει ήδη επιφυλάξει περίοπτη θέση, ακροβολισμένοι σε διαφορετικά σημεία της πόλης πρότειναν καινούρια πράγματα: στο Gazarte, ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος με τη μελοποιημένη από τον ίδιο βέβαια Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου κι ερμηνευτή την ιδιόρρυθμη και μοναδική περσόνα που λέγεται Γιάννης Παλαμίδας. Στο Θέατρο Τέχνης ο Σταμάτης Κραουνάκης κρατούσε το ρόλο του 9χρονου Βικτώρ στο σουρρεαλιστικό και κοφτερά πολιτικό αριστούργημα του Ροζέ Βιτράκ «Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία», σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη, εκλεκτό καστ και με τα ολοκαίνουργια τραγούδια που έφερε η σύνθεση από τον Κραουνάκη ενός σύγχρονου λιμπρέτου. Στο Γυάλινο ο Θάνος Μικρούτσικος μας σύστηνε την εξαιρετική καινούρια τραγουδίστρια και ηθοποιό Μαριάννα Πολυχρονίδη και μαζί τον αρτι αφιχθέντα κύκλο τραγουδιών του που με τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και του Γιάννη Δούκα κυρίως (συν ένα ανέκδοτο του Άλκη Αλκαίου και ένα του Μάνου Ελευθερίου), έχει τίτλο στην «Ομίχλη των Καιρών». Και ταυτόχρονα μοιραζόταν τη σκηνή με το Χρήστο Θηβαίο που έχει και αυτός στις δικές του «αποσκευές» μία σχετικά καινούρια δουλειά («Σιδερένιο Νησί») με τραγούδια και ποιητική αφήγηση προορισμένα να θυμίσουν-για ευνόητους λόγους-την εξέγερση των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, τον Αύγουστο του 1916. 
 
Να λοιπόν πώς απλώς ενδεικτικά τρία «ραντεβού» σ΄ ένα μόνο Σαββατοκύριακο απαντούν ότι και καινούρια πράγματα γίνονται διαρκώς και οι δημιουργοί χρησιμοποιούν τον τρόπο και τα εργαλεία τους ερεθίζοντας τη σκέψη, την πολιτική συνείδηση και το αίσθημα της παρηγορίας και όλα αυτά γίνονται στην ανθρώπινη κλίμακα του κοντινού και προσβάσιμου. 
 
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά παρακολουθώντας τη μουσική παράσταση του Θάνου Μικρούτσικου που εξακολουθεί να γράφει σπουδαία καινούργια τραγούδια αλλά και να συστήνει καινούργιους ερμηνευτές - και ναι αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Φυσικά η παράσταση εμβαπτισμένη στην προσωπικότητα και της αισθητική του Μικρούτσικου και κουρδισμένη με την εμπειρία του, φέρνει ένα άψογο αποτέλεσμα όπου κάθε μέρος είναι τοποθετημένο εκεί που πρέπει όπως πρέπει. Με προϋπηρεσία και σπουδές ηθοποιού η Μαριάννα Πολυχρονίδη έχει εξαιρετική φωνή και λαμπερή όσο και επιβλητική σκηνική παρουσία (ένα στοιχείο που παραπέμπει σχεδόν άμεσα σε «ζυγισμένη» τραγωδό) - πράγμα αξιοθαύμαστο για μία τόσο νέα κοπέλα. Έχοντας θητεύσει στις αρχές της αφηγηματικότητας κάνει όπου χρειάζεται ιδανικό πραγματικά ντουέτο με τον Χρήστο Θηβαίο-τον «παραμυθά» τραγουδοποιό, αυτόν που κατεξοχήν έφερε εξαρχής τη γοητευτική τέχνη και τεχνική των τροβαδούρων. Το δικό του «Σιδερένιο Νησί» με τα αφηγηματικά μέρη ερμηνευμένα από την Πολυχρονίδη γίνεται μία μικρή μουσικόθεατρική παράσταση ενταγμένη στο σύνολο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Εκεί ανήκει και η παρουσίαση των τραγουδιών της νέας συνεργασίας Μικρούτσικου με τη Νικολακοπούλου και το νέο ποιητή Γιάννη Δούκα. Με την πρώτη η συνεργασία είναι δοκιμασμένη φυσικά στα χρόνια και ευτυχής και αυτή, αφού ο συνθέτης, ούτως ή άλλως ευφυής μελοποιός του ποιητικού λόγου, «φωτίζει» σε όλο το μήκος και το πλάτος τον καινούριο ποιητικό προβληματισμό στον οποίο μας οδηγεί η Νικολακοπούλου με φράσεις σαν κι αυτή π.χ. όπου συνομιλεί με τον Καβάφη:  
«Εδώ αν τη ζωή σου εδώ χάλασες / τη χάλασες σε ολόκληρη τη γη / και βγάζω απ' τις βαλίτσες κάτι θάλασσες / που είχα πάρει, ο νόστος να πνιγεί / και βγάζω απ' τις βαλίτσες κάτι θάλασσες / που είχα πάρει, αλάτι στην πληγή». 
 
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος είναι βέβαια -και λογικά- αφιερωμένο σε ξεχωριστές στιγμές της τραγουδοποιίας κυρίως του Μικρούτσικου, με άξονα τον Καββαδία αλλά όχι μόνον αυτόν. Εξυπακούεται ότι περιλαμβάνονται και σπουδαία τραγούδια του Θηβαίου, όπως και μικρές «υποκλίσεις» σε τραγούδια του Μίκη, του Κραουνάκη, του Ανδρέου κ.ά.
 
Ακόμα και στις πιο προβλέψιμες συνθήκες λοιπόν μιας μουσικής σκηνής ένα Σαββατόβραδο που οφείλει να μην αποκλείει το «γλέντι», είναι εκεί παρόν αυτό το πολύτιμο συστατικό που μάθαμε να θεωρούμε αυτονόητο: και η καινούργια πρόταση είτε πρόκειται για υλικό, είτε για φωνές και το ήπιο «μάθημα» μουσικοποιητικής «αγωγής» και η βεβαιότητα ότι οι «σπουδαίοι» παραμένουν και «συγγενείς» μας: ό,τι προτείνεται, εκτυλίσσεται σε απόσταση αναπνοής. Οι δημιουργοί μας παραμένουν σε ανθρώπινα μέτρα. Κι ακόμα, αν κάποιος θελήσει να απλώσει το χέρι έχει εύκολη πρόσβαση και σ αυτούς και στο έργο τους. Και αυτό δεν είναι ούτε λίγο, ούτε αυτονόητο
 
Υ.Γ. Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ και το «κουτσομπολιό» της διακριτικής παρουσίας το Σαββατόβραδο του Γιάννη Βαρουφάκη και της Δανάης Στράτου στο «Γυάλινο», με τον Θάνο Μικρούτσικο να αφιερώνει στον πρώτο το «Λύχνο του Αλλαδίνου». Οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει την προηγούμενη εβδομάδα και το «Βικτώρ» στο Θέατρο Τέχνης. Και οφείλω να πω ότι ακόμα και το που επιλέγει να εμφανίζεται κάποιος δημοσίως, αν μη τι άλλο κάτι δείχνει και για την αισθητική και για το μυαλό του.