Ο αληθινός ορισμός της χαρμολύπης είναι: το συναίσθημα που νιώθεις όταν τελειώνεις ένα καλό βιβλίο. Δεν βρίσκω καλύτερη λέξη, όσο κι αν ψάξω.
07 Απριλίου 2009Ο αληθινός ορισμός της χαρμολύπης είναι: το συναίσθημα που νιώθεις όταν τελειώνεις ένα καλό βιβλίο.
Δεν βρίσκω καλύτερη λέξη, όσο κι αν ψάξω.
Κι είναι ακριβώς αυτό συναίσθημα, σπάνιο και ακριβό, που μου υποδεικνύει με αλάνθαστο τρόπο, οτι αυτό που τέλειωσε ήταν ένα ωραίο ταξίδι.
Απ το Γυμνάσιο, με τον Κόμη Μοντεχρίστο, απ το Λύκειο με το Όνομα του Ρόδου, απ τη τη σχολή και τον Σόουμαν του Γιάννη Ξανθούλη, το Πράσινο μίλι του Στήβεν Κινγκ και το Εργοστάσιο σφηκών του Ιαν Μπανκς, μέχρι χτες το απόγευμα που έκλεισα το Μπαρ Φλωμπέρ του Αλέξη Σταμάτη.
Μου το έφερε πριν τρεις μέρες η Δέσποινα, μια μέρα έμεινε στο τραπέζι του σαλονιού και τις επόμενες δυο το καταβρόχθισα.
Πρέπει να ελέγξω αυτή την καταστροφική μανία μου να διαβάζω γρήγορα τα βιβλία που μ αρέσουν. Συχνά πηδάω περιγραφές τοπίων ή ιστορικές λεπτομέρειες που μου φαίνονται κουραστικές, αλλά δεν είναι χαζός ο συγγραφέας, κάποιο λόγο έχει που τις παραθέτει, πάνω στη βουλιμία μου προσπερνάω πληροφορίες απόλύτως χρήσιμες για τη συνέχεια κι ύστερα σπάζω το κεφάλι μου να θυμηθώ σε ποιά σελίδα πρέπει να γυρίσω, αυτή η ρημάδα η ανυπομονησία με κάνει να χάνω το νήμα, να ζαλίζομαι, να σηκώνω το βλέμμα, κι άμα σηκώσεις το βλέμμα έχεις βγει απ το σύμπαν του βιβλίου και ο κόσμος γύρω σου φαίνεται παράταιρος- περιδιάβαινα τα βουνά της Αρκαδίας, τι γυρεύω σ ένα γραφείο με μικρόφωνα και κιθάρες;
Επιστρέφω στο Μπαρ Φλωμπέρ.
Απ' το εσώφυλλο του βιβλίου με κοιτάει ένας όμορφος νεαρός άντρας.
Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, αλλά μου φαίνεται λιγάκι εκνευριστικό ένας όμορφος άντρας να έχει γράψει ένα τόσο ωραίο βιβλίο.
Τόση ομορφιά μαζεμένη, αγγίζει τα όρια της ύβρης.
Οι καλοί συγγραφείς πρέπει να είναι ασχημόφατσες.
Ή τουλάχιστον, όλοι οι καλοί συγγραφείς που αγαπούσα μέχρι προχτές.
Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα, ξεστόμισα ένα «μπράβο ρε μάγκα», οι τοίχοι έλιωσαν και βρέθηκα ξανά στη Βαρκελώνη, σ εκείνο το φλαμένκο- μπαρ στη Ράμπλα και μου κρατούσες το χέρι να μην τρώω τα νύχια μου που απαγορεύεται το κάπνισμα κι ύστερα στην Πιάτσα ντε Λα Ρεπούμπλικα πάνω στο καρουσέλ να μοιραζόμαστε εκείνο το παγωτό που αγόρασες πανάκριβο και να φοράς για μια τελευταία φορά το χαμένο κεχριμπάρι της Σιένα.
Και βάζω κι ακούω τη Μόχα του Παύλου Παυλίδη και μετά το Ταξίδι για να σε βρω του Λεωνίδα Μπαλάφα.
Είναι ανακουφιστικό που μας περιμένουν ακόμα ωραία βιβλία, ωραία τραγούδια.
Ωραία ταξίδια.
Μίλτος Πασχαλίδης
7 Απρίλη 2009