Χωμένος μέχρι το λαιμό στα κείμενα του Καββαδία λόγω των δύο συναυλιών του Θάνου στο Ηρώδειο, αχνοθυμάμαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τον ποιητή. Δευτέρα Γυμνασίου, μισά Σεπτέμβρη μπαίνει στην τάξη ένας τύπος που μας συστήνεται ως Νίκος Ζ.
17 Ιουνίου 2009
Χωμένος μέχρι το λαιμό στα κείμενα του Καββαδία λόγω των δύο συναυλιών του Θάνου στο Ηρώδειο, αχνοθυμάμαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τον ποιητή.
Δευτέρα Γυμνασίου, μισά Σεπτέμβρη μπαίνει στην τάξη ένας τύπος που μας συστήνεται ως Νίκος Ζ, ο νεος μας φιλόλογος. Κοντός, λιπόσαρκος, γύρω στα πενήντα, μ ένα δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι και φουντωτά κατσαρά μαλλιά.
Μια φιγούρα σαν αναβάτης του Ιπποδρόμου διασταύρωση με τον Μαικλ Τζάκσον σε νεαρή ηλικία. Και μανιώδης καπνιστής.
Τον συμπαθήσαμε με την πρώτη ματιά κι αποδείχτηκε απ τους φωτισμένους καθηγητές που είχα ποτέ την τύχη να με διδάξουν.
Είχαμε μόνο μια βασική διαφωνία.
Θεωρούσε τον Καββαδία ελάσσονα ποιητή.
Στους μείζονες έβαζε τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο.
Στο βιβλίο εκείνης της χρονιάς υπήρχαν «Οι γάτες των φορτηγών» και η «Εσμεράλδα».
Όταν συζητήθηκαν οι γάτες έγινε μάχη. Δεν ήταν οτι είχε συντριπτικά επιχειρήματα, αλλά μου την έσπαγε ένα αδιόρατο ειρωνικό χαμόγελο όταν εγώ και η Εύη παλεύαμε να τον μεταπείσουμε, αυτό το εκνευριστικό χαμόγελο κατανόησης και συγκατάβασης «μικροί είσαστε ακόμα, θα μάθετε...»
Δεν θυμάμαι να μ έχει βρει πιο φουρκισμένο το κουδούνι.
Την άλλη μέρα είχαμε την Εσμεράλδα. Όλο το βράδυ ακόνιζα τα μαχαίρια μου, τρόχιζα τα σπαθιά, γυάλιζα την πανοπλία, καθάριζα τα μουσκέτα. Θα πήγαινα πανέτοιμος στον πόλεμο, θα του έδειχνα εγώ, άκου εκεί ελάσσων ο Καββαδίας!
Ξημέρωσε και γω περίμενα σαν σκυλί λυσσασμένο την τρίτη ώρα.
Και να τος, μπαίνει ο εχθρός.
Και δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω.
Ο κύριος Νίκος Ζ. εμφανίζεται κουτσαίνοντας, με το αριστερό πόδι στο γύψο, υποβασταζόμενος από μια ξύλινη πατερίτσα. Στο ελεύθερο του χέρι το βιβλίο των Νέων Ελληνικών και ένα κόκκινο γαρύφαλλο.
Κάθεται μορφάζοντας, δε λεει κουβέντα, ανάβει ένα τσιγάρο, ατενίζει έξω από το παράθυρο και παίζει στα χέρια του το λουλούδι.
Σιωπή.
Πολλή ώρα.
Μετά, ένας συμμαθητής μου τον ρωτάει: «Είστε καλά, πως χτυπήσατε;»
Δεν μας κοιτάει, το βλέμμα του σα να ψάχνει κάτι έξω στην αυλή και απαντάει:
«Χρειάστηκε να πηδήξω από τον πρώτο όροφο».
Μια μουρμούρα κυμάτισε πάνω απ τα κεφάλια μας.
Ο διπλανός μου έσκυψε και σχολίασε: «Λες ναχει καμιά γκόμενα και να τον έπιασαν στα πράσα;»
«Μπα, μάλλον έπεσε σε κάνα φανατικό του Καββαδία και τον πέταξε απ το παράθυρο...» του απάντησα χαιρέκακα.
Η μάχη αναβλήθηκε οριστικά.
Πρώτον, δεν πολεμάς μ ένα κουτσό.
Και δεύτερον, ο κουτσός συνήλθε μεν το προσεχές διάστημα μετά από ολιγοήμερη άδεια, αποφάσισε δε να προχωρήσουμε στη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, «να μη χάνουμε άλλο χρόνο».
Και γω απλά έβρασα στο ζουμί μου.
Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια, κύριε Νίκο. Ελπίζω να αλλάξατε γνώμη.
Αν όχι, σας αφιερώνω με αληθινή ευγνωμοσύνη και αγάπη τις παρακάτω αράδες, απ το Μαραμπού:
Παραλληλισμοι
Τρια πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρόλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
Ειλικρινά δικός σας,
Μίλτος Πασχαλίδης