Είχαν σταθεί απέναντι - απέναντι να κοιτάζονται, με μια αμηχανία στις κινήσεις, μια ακινησία στο βλέμμα, μόνο οι παλμοί –αυθαίρετα κι αυτοί- είχαν αυξήσει τα νούμερά τους.
12 Σεπτεμβρίου 2009
Είχαν σταθεί απέναντι - απέναντι να κοιτάζονται, με μια αμηχανία στις κινήσεις, μια ακινησία στο βλέμμα, μόνο οι παλμοί –αυθαίρετα κι αυτοί- είχαν αυξήσει τα νούμερά τους.
Το εστιατόριο ήταν κλασαρισμένο στα εκλεκτά, με σκούφους και τα ρέστα. Ασπάζεται όλους τους κανόνες νέας συμμόρφωσης.
Βγήκαν έξω για ένα τσιγάρο. Στην υγρασία, κάτω από το υπόστεγο. Η Μανουέλα κάπνιζε νευρικά, είχε βγει και με το πουκάμισο, αλλά πνιγόταν μέσα, ήθελε να το βάλει στα πόδια, όμως δε γινόταν, έπρεπε να είναι εκεί, σ’ αυτό το άθλιο ραντεβού, να παρουσιάσει στους πελάτες για ιδέα του αφεντικού της, τη δική της την ιδέα, αυτή που της ήρθε μεγαλόπνοα όταν λιαζόταν ξάπλα στην Ιθάκη. Ρουφούσε το τσιγάρο σα να μην είχε αλλού οξυγόνο αλλά παρά μόνο στο φίλτρο του. Νευρική, αφηρημένη. Δεν πρόσεξε ούτε την κοπέλα στην είσοδο, που της έγνεψε για να κάτσει. Ούτε το Σταύρο είδε δίπλα της να την κοιτάει. Όχι πως ήταν κι εύκολο, τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Τα δικά του ήταν καλά κρυμμένα, πίσω από την αντανάκλαση της μαρκίζας στα γυαλιά του. Ένα τσιγάρο σκέψεις. Αυτό κάπνιζε κείνη την ώρα η Μανουέλα. Για την ιδέα, για την καμπάνια που ήταν του δημοσίου και θα σκάγανε καλά φράγκα αν την παίρνανε σα διαφημιστική, για το διευθυντή της που έκανε τον καμπόσο, για το γαμώτο, για το φόβο της, που την κρατούσε πίσω και δεν έμπαινε μέσα να τα σπάσει όλα. Έσφιγγε τη γροθιά της μέσα στην τσέπη της φούστας, έσφιγγε και τα δάχτυλα του ποδιού της μέσα στα Louboutin της, 12 άτοκες στην πιστωτική…
«Σκατά», σκέφτηκε, «όχι άλλες δόσεις, σε τίποτα…» όταν πέταξε το τσιγάρο δεν είδε το Σταύρο, μπροστά της, δεν είδε καν πως πέταξε το τσιγάρο πάνω στο μανίκι του.
Έσπευσε να διορθώσει την κίνησή της, ακόμη πιο αμήχανα, ξαφνικά εστίασε στο που ήταν.
«Με συγχωρείτε, σας έκαψα; Ήμουν αφηρημένη…».
«Δεν πειράζει, σας είδα που ετοιμαστήκατε να πετάξετε το τσιγάρο αλλά ήμουν ήδη πολύ κοντά, δεν έγινε τίποτα.»
«Σας έκαψα το πουκάμισο όμως, λυπάμαι. Σας χρωστάω ένα ίδιο, πως μπορώ να σας το στείλω, ξέρετε…»
«No worries, να θα σηκώσω τα μανίκια, ένα λευκό πουκάμισο ήταν, έχει τα καλά κι η έλλειψη πρωτοτυπίας, βρίσκονται πολλά ίδια στην ντουλάπα μου, σας βεβαιώνω.» είπε με σταθερή φωνή ο Σταύρος, διακόπτοντας την και ταυτόχρονα ανέβαζε τα μανίκια του..
Μαγικά χέρια σκέφτηκε η Μανουέλα, για δες, για να σκέφτομαι το project που ούτως ή άλλως χαμένο ήταν δεν πρόσεξε τον τύπο δίπλα της τόσην ώρα…
Η καπναπαγόρευση και οι κοινωνικές της προεκτάσεις…
Βγαίνεις εκεί στο δρόμο, εκτεθειμένος στις σκέψεις σου, αυτές, που έρχονται να θολώσουν ακόμη παραπάνω από τον καπνό του τσιγάρου, αφημένος στην ορθοστασία, σαν σχολική απομόνωση αλλά με την αυθαιρεσία του αυτοσχεδιασμού. Γνωρίζεις κόσμο, αν θες μιλάς. Όπως στα 30s, ο τύπος τείνει το χέρι του, σου ανάβει το τσιγάρο.. Ή ζητάς φωτιά. Λεκτικό άλλοθι, ενοχή από πρόθεση, ζητάς φωτιά, ουρλιάζεις για παρέα, μια αδιάκοπη διαδοχή από υπονοούμενα, ευκόλως εννοούμενα, δυσμενώς καταχωρημένα…
Παρατηρείς. Σε παρατηρούν.
Ξαφνικά οι βιτρίνες γινήκανε έξω από τα μαγαζιά τους.
Πεζοδρόμια περιωπής, κοιτάς ποιοι είναι έξω και καπνίζουν, μαθαίνεις ποιοι είναι μέσα και πληρώνουν… Κοινωνική κριτική από το φανάρι στο ατάκα κι επί τόπου.
Πληροφορία αμφιβόλου ταρίφας. Πολύ επιπόλαια για τη λογική, πολύ ακριβής για τη διαίσθηση. Φτηνή για να συγκρίνεται με ανθρωπολογική βίζιτα, ακριβή για να σερβίρεται a la carte…
Ξαφνικά η Μανουέλα θυμήθηκε ότι στο χρόνο της απουσίας της ο διευθυντής της, είχε χρόνο να αναπτύξει τις μπαλαφάρες του σε λεξιλόγιο business… Χαμογέλασε ξανά στο Σταύρο. Έφυγε. Μπήκε μέσα. Ξέχασε τα χέρια του, το καμένο πουκάμισο, την υγρασία, που της είχε φριζάρει τα μακριά μαλλιά της, το Gautier άρωμά του.
Μπήκε ξανά στην αρένα, ότι σώσει από την κουβέντα με τον πελάτη. Στην τελική δεν ήταν τυχαία. Το οργανόγραμμα όσο κι αν είναι μια άδεια διάταξη την είχε σε περίοπτη θέση, ακριβώς από κάτω από τον Διευθυντή της και γιο του Προέδρου.
Ήταν φιλόδοξη, ήθελε την κορυφή. Θα έπαιζε τώρα. Ήταν η ώρα της. Άλλωστε το πρόγραμμα ανοίγουν τα τσικό, τώρα ήταν η ώρα να πέσει το φως πάνω της. Τι μπουρτζόβλαχος, σκέφτηκε, όταν είδε τον εργοδότη της να διαλέγει κρασί βάσει τιμής για να κάνει εντύπωση, ούτε οι Ρώσοι μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλόκ τόση ξιπασιά, καλύτερα.. ήταν ώρα να δράσει, κανείς δε μπορούσε να εξηγήσει την ιδέα της καλύτερα από την ίδια. Αν οι πελάτες ήταν της πιάτσας θα έβλεπαν τη λούμπα και της έδιναν το credit ξεχωριστότητας που χρειαζόταν για να δει κάτω από τη μύτη της και να κάνει το βήμα. Αν όχι, μια συνεργάτης που είναι τόσο ευέλικτη και καλά προετοιμασμένη, είναι ιδανική για την υλοποίηση. Τι σκατά; Προεκλογική περίοδος ήταν, δεν υπήρχε καιρός για ερασιτεχνισμούς. Τράβηξε πίσω το κάθισμα της, σταύρωσε τα πόδια της, χαμογέλασε με όση γοητεία ήθελε η στιγμή και πήρε τον έλεγχο. Κοιτούσε πίσω από τα μάτια του πελάτη, τον είχε φερμάρει όπως το κυνηγόσκυλο το θήραμα..
One / off ήταν η κατάσταση.
Δεν είδε ποτέ πως ακριβώς δίπλα της καθόταν ο Σταύρος.
Δεν τον είδε ούτε όταν το δείπνο εργασίας είχε τελειώσει, ούτε όταν ο πελάτης της έσφιξε συγχαίροντας την. Ούτε όταν ο Διευθυντής της, βρήκε πιο ενδιαφέρουσα την κλήση της ηθοποιού που του τα μασούσε στο κινητό του, από το προεκλογικό account, που προστέθηκε στο πορτφολιό τους… Όταν άδειασε το τραπέζι της και όλοι καληνυχτίστηκαν με την δέουσα ξύλινη στιχομυθία, τότε ζήτησε από το σερβιτόρο ένα Calvados να χαλαρώσει. Να πάει η καρδιά της στη θέση της.
Τότε, μόλις ήρθε το λιτό ποτήρι με το απόσταγμά της λαχτάρισε ένα τσιγάρο.
Και τότε θυμήθηκε αυτό που έγινε έξω μόλις πριν από δύο ώρες, λες και ήταν ένας αιώνας πριν.
Γύρισε να κοιτάξει κατά την πόρτα.
Τον είδε δίπλα της, αποχαιρετούσε αυτούς με τους οποίους είχε δειπνήσει.
Χαμογελούσε.
Την είδε να τον κοιτάει. Έκατσε στο τραπέζι της.
Είδε τα χέρια του να παίζουν με το κλειδί του αυτοκινήτου του, την είδε που κοιτούσε ξανά εκεί.
«Τι είναι αυτό που πίνεις;» τη ρώτησε με ήρεμη φωνή;
«Απόσταγμα μήλων Νορμανδίας παλαιωμένο σε βαρέλια καμιά 20 ετία..» απάντησε αυτάρεσκα η Μανουέλα.
Και έτεινε το ποτήρι, «Μύρισέ το, είναι σπουδαίο. Να μην τολμήσω να προσφέρω πουκάμισο, ενώ ακόμη δεν έχουμε συστηθεί, αλλά ένα Calvados ίσως;»
«Μπα δεν πίνω. Ευχαριστώ.» είπε ευγενικά. «Με λένε Σταύρο. Είμαι δικηγόρος, με ειδικότητα στην πνευματική ιδιοκτησία. Ήταν πολύ βαρετή η παρέα μου και πολύ δυναμική η συζήτηση στο τραπέζι σας, οπότε μπήκα λαθρεπιβάτης στην ιστορία σου. Δε σε απασχολεί το ταβάνι γιατί με αυτό παλεύεις τώρα, χρειάζεται να κυνηγήσεις την κορυφή σου. Υπάρχει αυτό που λέγεται calculated risk και είναι μια πολύ καλή αρχή για να ξεκινήσεις τους υπολογισμούς, χωρίς να πάψεις να έχεις το δημιουργικό κομμάτι στη δουλειά σου. Δεν έχω Calvados παρά μόνο Coca Cola στο γραφείο, αλλά θα πατσίσουμε την τρύπα στο πουκάμισο. Plus, δεν έχω επιγραφή Non smoking area. To μόνο που απαγορεύεται είναι ή έλλειψη πνευματικής ιδιοκτησίας γιατί έτσι δε θα έχω αφορμή για να σε ξαναδώ, αλλά ούτε από αυτό πάσχεις…» Άφησε την κάρτα του πλάι στο ποτήρι της.
«Καλό βράδυ Μανουέλα είπε», κι έφυγε από τη σάλα.
«Έχει ακούσει και το όνομά μου», σκέφτηκε εκείνη, «μωρέ Μπράβο!» Όπως έβαζε στη τσάντα της την κάρτα του, βγαίνοντας από το εστιατόριο, η υγρασία είχε οδηγήσει στο ψιλοβρόχι… Πάτησε σε ένα σχέδιο από κιμωλίες στο πεζοδρόμιο, όπως το έπαιρνε το νερό να πάει το λευκό του στο αυλάκι, εκεί στο πεζούλι του πεζοδρομίου. Ξανακοίταξε το σχέδιο με τις κιμωλίες…
Της ήρθε η ιδέα για το teaser της καμπάνιας…
Γέλασε γρήγορα κι άρχισε να τρέχει προς το αυτοκίνητο. Να σωθεί το μαλλί τουλάχιστον, δε θα ξύπναγε το πρωί να πάει κομμωτήριο με καμία δύναμη, είχε όλο το βράδυ να δουλέψει την ιδέα της και μετά καρφί για το γραφείο του Σταύρου.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε το Angel in Disguise… σε αυθεντική εκτέλεση…
«Μωρέ λες», αναφώνησε, «άλλο και τούτο»…