Από τότε που ο Χρήστος γύρισε από το Λονδίνο είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Αθηναίος γέννημα θρέμμα, αλλά τόσα τα χρόνια της απουσίας του, φτουράνε 6 μέρες τα Χριστούγεννα κι 15 το καλοκαίρι για να προλάβεις να ξαναζεστάνεις την αγάπη σου γιαυτό που μόνο η ανάμνηση ορίζει ως οικείο;
26 Σεπτεμβρίου 2009Από τότε που ο Χρήστος γύρισε από το Λονδίνο είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Αθηναίος γέννημα θρέμμα, αλλά τόσα τα χρόνια της απουσίας του, φτουράνε 6 μέρες τα Χριστούγεννα κι 15 το καλοκαίρι για να προλάβεις να ξαναζεστάνεις την αγάπη σου γιαυτό που μόνο η ανάμνηση ορίζει ως οικείο; Άσε που από το 2004 και μετά ήταν όντως μια άλλη πόλη. Πιο καλή σε πολλά, αλλά η τρυφερότητα με την οποία ο Χρήστος ζούσε τα κακώς κείμενα της –επειδή ακριβώς γινόταν ο Αθηναίος του 15ημέρου- μετέτρεπε την αψάδα τους σε μια πιο χαριτωμένη εκδοχή τους. Είναι αλλιώς η μητρόπολή σου όταν τη ζεις μόνο για διακοπές. Όταν έφυγε ήταν 20 ετών. Γύρισε 23 χρόνια μετά. Με ένα εξαιρετικά χρεωμένο διαζύγιο κι ένα εξίσου φορτωμένο βιογραφικό, το 2ο φρόντιζε να αποφορτίζεται το 1ο. Δεν ήταν ούτε χρόνο στην Ελλάδα. Το πατρικό του στο Κολωνάκι ήταν καλή λύση διαμονής, 10 λεπτά από το γραφείο, πάρκιν με σύμβαση στον παραπάνω δρόμο, τα έξοδα στην εταιρεία, το αυτοκίνητο με leasing, μια ζωή μισθώσεων, μισθωμάτων και μισθών... Η νέα του ζωή.
Η πρόταση που του έγινε από ανερχόμενο Τραπεζικό κολωσσό δεν ήταν ήσσονος προσοχής. Άλλωστε μετά το διαζύγιο, τις Διοικητικές αλλαγές στη Merrill Lynch και μια βουλωμένη αρτηρία η βαλίτσα των 15ημερών ήταν πολύ μικρή να χωρέσει την ανάγκη του για αλλαγή. Αλλαγή σε όλα. Όταν απάντησε θετικά δεν το είχε πολυσκεφτεί. Θυμήθηκε όλη την παρέα του πανεπιστημίου, εκτός της Ιλιάνας όλοι είχαν γυρίσει πίσω. Όλοι ήταν Ελλάδα. Ο Χρήστος όμως είχε σε πολύ δύσκολο αντίπαλο να αποδείξει πόσο αξίζει και πόσο μπορεί να τα καταφέρει. Στην αρχή ο κολλητός του ο Θάνος πίστευε ότι κυνηγάει το πρότυπο του πατέρα του. Αλλά γρήγορα κατάλαβαν όλοι ότι ο Χρήστος κυνηγούσε τον εαυτό του. Στον πατέρα του το ήξερε πως έμοιαζε. Το ήξεραν κι οι δυο τους. Κι ας έψαχνε τρόπο να μη του μοιάσει, κυνηγούμενος από το καλύτερο έγινε το καλύτερο ο ίδιος.
Θυμόταν όμως μια κουβέντα που του έλεγε ο πατέρας του από παιδί, σε κείνον κυρίως κι όχι στην αδερφή του: «μην ακούς τι σου λένε, ψάξε γιατί στο λένε...»
Δεν είχε πει σε κανέναν για το δώρο του Θάνου. Αυτό που ήρθε στα χέρια του μερικές ώρες πριν την πρόταση από την Ελληνική Τράπεζα, μερικές ώρες μετά από την τελευταία υπογραφή για το διαζύγιό του, αυτό που έριξε πρώτο στη βαλίτσα. Άφησε στο δικηγόρο τις λεπτομέρειες για το σπίτι. Από τα πράγματα δε ζήτησε τίποτα. Της τα άφησε όλα εκεί. Το σπίτι ήταν αγορασμένο πριν το γάμο, το πρώτο σοβαρό οικονομικό απόκτημα του Χρήστου μετά από χρόνια δουλειά κι ένα άκρως επενδυτικό πνεύμα, από κυττάρου σχεδόν με χρηματοοικονομική στόφα. Τον αγαπούσε το δρόμο του: 143 Regents Park Road, 5 λεπτά περπάτημα από το πάρκο του Primrose Hill, εκεί έκανε το πρωινό του τρεξιματάκι, γρήγορο περπάτημα μετά τη διάγνωση του καρδιολόγου, αλλά και πάλι εκεί σκεφτόταν ο Χρήστος, αυτός ήταν ο δικός του χρόνος. Ο καφές από την Simona στη γωνία πριν το σπίτι του, το κούρεμα στον Άνδρεα, δίπλα από το σταθμό του Chalk Farm που πήγαινε με το ποδήλατο κάθε δεύτερο Σάββατο, τα κουτσομπολιά του Ανδρέα και η δεξιότητα του στο ψαλίδι από τα γερασμένα χέρια του με την παραμορφωτική αρθρίτιδα, ο Neil, ο καλός του γείτονας που μετά από τόσα χρόνια είχε μάθει λίγα ελληνικά, βρισιές κυρίως, μα τις ξεστόμιζε περήφανα, αυτά θα του έλειπαν του Χρήστου, αυτά του λείπουν και τώρα καθώς κατεβαίνει την Πανεπιστημίου, 10.30, ίδια ώρα κάθε μέρα η μόνη πολυτέλεια στο νέο συμβόλαιο, η ώρα άφιξης.
Ακούει εν Λευκώ.. Πάντα κάθε πρωί από το σπίτι. Του αρέσει ο Τζούμας. Πόσο noble φωνή, με μέτρο στη χροιά εκφοράς της, όχι μέτρο στις λέξεις, όπως κάνουν οι wanna be λόγιοι. Του αρέσει του Χρήστου που τον ακούει να διαβάζει κάτι, ό,τι κι αν είναι... και συνταγή για μουστοκούλουρα να ακούσεις από το στόμα του λίγο πριν ντύσει η Κάφκα τις κουβέντες του, νομίζεις πως διαβάζει Edgar Allan Poe... Tον ακούει ο Χρήστος, δεν προσέχει τι λέει αλλά τον ακούει σα να εκφωνεί από το δίπλα κάθισμα. Η Κάφκα ρίχνει το I never saw a better day από Louis Armstrong μαζι με Hal Mooney Orchestra, ηχογράφηση του 1956, μυθική εκέτελεση..πιάνει μόνο μια λέξη πριν κλείσει το μικρόφωνο ο Τζούμας: Φυσική. Ενστικτωδώς ανοίγει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, εκεί το φυλάει το δώρο του Θάνου: «Music Physics and engineering» by Harry F Olson. To βιβλίο που του πάτησε όλα τα κουμπιά μαζεμένα, που ήταν το εισιτήριο της επιστροφής. Το τραβάει λίγο έξω, το φυλλομετρά με τον αντίχειρα του –το φανάρι αργεί πάντα να ανοίξει- ο Armstrong πουσάρει τις σκέψεις του κι ο Τζούμας είπε τη μία λέξη που ήθελε να ακούσει, Θυμάται τη μεταπτυχιακή του εργασία πάνω στο συσχετισμό της θεωρείας της σχετικότητας και της Κβαντικής φυσικής, όλη η νυν εκλαϊκευμένη αν κι ευήθης μόδα της εποχής για τις ελκτικές ιδιότητες της σκέψης, του μη γραμμικού χρόνου, ενός Σύμπαντος συνωμότη στις επιθυμίες και τις αναλογίες του χωροχρονικού δικτυώματος που μας περιβάλλει στις πιο σπουδαίες μουσικές συνθέσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Το φανάρι άνοιξε.
Η Κάφκα έβαλε το Take Five σε jazz εκτέλεση από τον Fernando Fantini να σολάρει στο σαξόφωνο. Ο Χρήστος κάνει το τετράγωνο για να μπει στο parking τραπέζης, να πάρει τον καφέ του, τις εφημερίδες του και να ανέβει στον 4ο όροφο...
Στη γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής παρατηρεί τον ίδιο γέροντα κάθε μέρα. Σήμερα στέκει απέναντι του και τον κοιτά εξεταστικά. Είναι εκεί στο ίδιο σημείο κάθε πρωί. Το βραδύ φυσικά όπως φεύγει ο Χρήστος αργά δεν τον πετυχαίνει, μα θα ήταν κι αδύνατο ο γέρος να μένει εκεί ολημερίς, σαν άγαλμα. Δεν είναι σίγουρα επέτης. Φαίνεται φροντισμένος και είναι καθαρός,. Έχει τα χέρια του πάντα σφυγμενές μπουνιές παράλληλα με τα πόδια, η πλάτη στον τοίχο και το βλέμμα μπροστά, όσο ο ηλικιωμένος αυχένας μπορεί να στηρίξει αυτή την ευβολία στο βλέμμα. Σκούρο κοστούμι, λευκό καθαρό πουκάμισο, γιλέκο και λεπτή γραβάτα, περιβολή παλιών δεκαετιών, μαζί με τα φωτοχρωμικά γυαλιά που βοηθούν την πρεσβιωπία του, αισθητική του 60, σα να επανεμφανίστηκε από χρονοδίνη.
«Άκακος είν’ ο γέρος» λέει ένας συνάδερφος στο Χρήστο λες και επρόκειτο για Ρονταβαϊλερ, ενώ ταυτόχρονα κρατά με τα δόντια του ένα σουσαμένιο κουλούρι προσπαθώντας να φορέσει το σακάκι του.. «σαν και μας, δούλευε 25 ώρες τη μέρα. Είχε δώσει εδώ στη γωνία ραντεβού με τη γκόμενα που αγαπούσε. Αν δεν συναντιόνταν, αυτή θα έφευγε για Γερμανία να παντρευτεί με κάποιον που της έδινε ο πατέρας της, το ίδιο απόγευμα. Εκείνος έπεσε με τη δουλειά και ξεχάστηκε. Δεν την πρόλαβε ποτέ. Μετά ποιος ξέρει, αλστχάιμερ, αρτηριοσκλήρωση, του κατσουλάρησε η βίδα του γέρου. Τώρα στέκεται εκεί και την περιμένει... Άντε έλα πάμε..»
Σαν από λήθαργο ο Χρήστος επανήλθε από το κινητό που χτύπησε. Ήταν ο Θάνος. «Έλα ρε μαλάκα, δεν είσαι ακόμη γραφείο; Έτσι είναι αγόρι μου οι Στελεχάρες. Να σου πω ρε γιάπη, την κιθάρα σου την έχεις ακόμη ή της άφησες προίκα κι αυτή της Αγγλίδας; Άμα δεις κιθάρα ρε θα την αναγνωρίσεις ή θα την περάσεις για μετοχή με χορδές; Εφημερίδα πήρες; Πέθανε ο Les Paul ρε φίλε.. Πωπώ, άσε. Θα βρεθούμε το βραδάκι στο σπίτι του Άλκη, εκεί κάτι να γρατζουνιστεί, από τιμή, από ενοχή, έχει κάτι ηχογραφήσεις του Les Paul ο Άλκης από το τελευταίο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, το κάναμε βράδυ για να προλάβεις να έρθεις κι εσύ. Είσαι μέσα; Θα προλάβεις; » «Κλείσε, Θάνο, θα έρθω τώρα. Μάζεψε και τους άλλους...»
«Έγινε κάτι φίλε; Είσαι καλά ρε;»
«Καλά είμαι και για να προλάβω να παραμείνω, πάρε τους άλλους κι ανεβαίνω.» Ξεσφίγγοντας τη γραβάτα του μέσα στο αυτοκίνητο, Ο Χρήστος, άκουγε από τον εν Λευκώ: It’ s a mean old man’s world από τη Dinah Washington. Το δυνάμωσε λύνοντας τη γραβάτα του. Η κιθάρα ήταν σε κούτα στην αποθήκη...