Όταν, κάποτε, πολλοί από μας πίστευαν ότι «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» είναι «το ίδιο συνδικάτο» τα πράγματα ήταν απλά: είμασταν αντιευρωπαϊστές τελεία και παύλα. Με τα χρόνια διαπιστώσαμε ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στην οποίαν εξελίχθηκε να είναι η ΕΟΚ) έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία.
28 Απριλίου 2009Όταν, κάποτε, πολλοί από μας πίστευαν ότι «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» είναι «το ίδιο συνδικάτο» τα πράγματα ήταν απλά: είμασταν αντιευρωπαϊστές τελεία και παύλα.
Με τα χρόνια διαπιστώσαμε ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στην οποίαν εξελίχθηκε να είναι η ΕΟΚ) έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία.
Έτσι, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές και αντιευρωπαϊστές μορφοποιήθηκαν και υπάρχουν σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στις χώρες που συνθέτουν την Ένωση – και στη δεξιά (κι ακροδεξιά) και στην αριστερά.
Με δεδομένο το πολιτικό έλλειμμα στην Ένωση κατά τη διάρκεια και στη διαδικασία της ολοκλήρωσής της, συνδιασμένο μάλιστα με την κατ’αντίθεσιν υπερτροφική της ανάπτυξη στον οικονομικό τομέα σε μονεταριστική – νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, φθάσαμε σε μια Ένωση περισσότερο των Τραπεζών και λιγότερο (ή καθόλου) των ανθρώπων.
Αλλά ήδη πριν καν αυτό το φαινόμενο ολοκληρωθεί, ήδη οι πρώτοι φόβοι των ευρωσκεπτικιστών της αριστερας εδράζονταν σε ένα πρώιμο πολιτικό του σύμπτωμα, τον φόβο για τη δημιουργία (άτυπη στην αρχή, θεσμοποιημένη στη συνέχεια) ενός Διευθυντηρίου.
Όντως, οι τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της Ένωσης Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Ιταλία έδειχναν να έχουν μιαν «εγκάρδια συνεννόηση» μεταξύ τους, που έδινε κάθε φορά τον τόνο στις εξελίξεις, αναλόγως των μεταξύ τους συμβιβασμών, κι επέβαλλε στις μικρότερες χώρες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τις επιλογές των ισχυρών – του «σκληρού πυρήνα» της Ένωσης κατά το κοινώς λεγόμενο.
Οι τέσσερις αυτές χώρες, παρά τις μεταξύ τους διαφορές (και κυρίως τη μόνιμη βρετανική «απόκλιση») σχημάτιζαν κατά καιρούς άξονες (ιδίως μεταξύ Βερολίνου και Παρισίων) και εν σχέσει με το εσωτερικό της Ένωσης κι εν σχέσει με τις (σπαραγματικές όμως) διεθνείς της σχέσεις με τις άλλες Δυνάμεις που δρουν στο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δηλαδή τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα και τους υπόλοιπους της β’ Παγκόσμιας Εθνικής ή μάλλον Διεθνικής όπως η Ινδία, η Ιαπωνία, η Βραζιλία, ο Καναδάς κι άλλες χώρες που μπαίνουν στο προσκήνιο (δείτε την G20).
Ταυτοχρόνως, όλα αυτά τα χρόνια το Διευθυντήριο (διότι στο μεταξύ οι φόβοι μας επιβεβαιώθηκαν και το Διευθυντήριο υπάρχει) δημιούργησε στις Βρυξέλλες μια Γραφειοκρατία σοβιετικού τύπου που έχει κάνει την πολιτική της Ένωσης υπεράγαν κομφορμιστική κι ακόμα πιο πολύ αποξενωμένη από τα κράτη, τους λαούς, τα έθνη και τους πολίτες.
Μετά την διεύρυνση της Ένωσης τα προβλήματα αυτά εντάθηκαν και με την είσοδο νέων παραμέτρων διευρύνθηκαν. Στην ουσία έχουμε τώρα μια Ένωση με την αμερικανική «Πέμπτη φάλαγγα» να την υπερφαλαγγίζει όχι μόνον μέσω της Βρετανίας, της Ολανδίας και συχνά της Ισπανίας, αλλά και μέσω των «νεοφώτιστων» και συνεπώς πολύ «πρόθυμων» νέων εταίρων – κρατών, των πρώην σοσιαλιστικών.
Η έτσι κι αλλοιώς ασθενής κοινή εξωτερική πολιτική της Ένωσης απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τον στόχο να γίνει ενιαία (αντιθέτως παραμένει παρακολούθημα των ΗΠΑ) ενώ η εσωτερική της πολιτική, παρά τη δραματική οικονομική, κοινωνική (αλλά όχι ακόμα πολιτική) κρίση, στην οποίαν οδηγήθηκε απ’τους νεοφιλελεύθερους, εξακολουθεί να καθορίζεται απ’ τους ίδιους.
Έτσι περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια Ένωση περιφερειών (πλούσιων ή φτωχών) φεουδαλικού τύπου, παρά με μια Ένωση κυρίαρχων κρατών, εθνών και λαών. Αντί για τους λαούς προεξάρχουν οι Τράπεζες, αντί για τα έθνη η γραφειοκρατία των Βρυξελών και αντί για τα κράτη το Διευθυντήριο.
Μάλιστα όχι πλέον ένα Διευθυντήριο των Τεσσάρων αλλά των Δυο και Δύο, δηλαδή της Γαλλίας – Γερμανίας και των ΗΠΑ-Αγγλίας. Οι υπόλοιπες χώρες έχουν ωθηθεί ακόμα περισσότερο στο περιθώριο, υποκείμενες διαρκώς σε αλλεπάλληλες κοινοτικές ντιρεκτίβες που όλο και πιο συχνά αντιβαίνουν τα εθνικά τους συμφέροντα ή επιδεινώνουν τις ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους.
Τι κάνουμε λοιπόν;
Η έξοδος από την Ένωση δεν είναι λύση. Τουλάχιστον στις παρούσες συνθήκες.
Ο αγώνας για τη βελτίωση της Ένωσης από τα μέσα μοιάζει για την ώρα ανείρικτος και πάντως κάτι σαν «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του». Και τούτο διότι οι δυνάμεις της αριστεράς που σε εθνικό κι ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να παλαίψουν για φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις είναι εξαιρετικά ασθενείς, ουδόλως ανάλογες με τις απαιτήσεις των καιρών και μάλλον (για άλλη μια φορά) εκτός ιστορίας.
Για άλλη μια φορά επίσης η αριστερά φαίνεται ικανή να (αντι)προβάλλει μόνο μιαν κινηματική λογική (και πράξη) κι όχι ένα μεγάλο πολιτικό πρόγραμμα που θα συσπείρωνε τους λαούς σε μια μεταρρυθμιστική ή και επαναστατική προσπάθεια εξέλιξης της Ένωσης σε φιλολαϊκούς δρόμους.
Παρά τα παραδείγματα τέτοιας ικανότητας και δράσης της αριστεράς στη Λατινική Αμερική, η ευρωπαϊκή αριστερά ακόμα βραδυπορεί και παραμένει μισοαιχμάλωτη της εποχής όπου κυρίως την απασχολούσε από πού πέρδεται ο Ντεριντά κι αν ο μεταμοντερνισμός κάνει καλό στις κάμπιες την άνοιξη.
Προσωπικώς βεβαίως και παρά ταύτα δεν έχω τι άλλο να ψηφίσω στις Ευρωεκλογές παρά τους ευρωσκεπτικιστές της αριστεράς.
Είναι για την ώρα η μόνη ελπίς ότι κάτι μπορεί να γίνει στο μέλλον, και βλέπουμε…