Τα
τσιγάρα δεν τα καπνίζαμε μόνον, μιλούσαμε για αυτά, όπως μιλάμε για τις
ποδοσφαιρικές ομάδες ή, κάποτε, για τα φιλμς και τις πολιτικές,
Τότε κυριαρχούσαν μάρκες ελληνικές, με λαϊκό ντιζάιν, σχήμα κυρίως συρταρωτό
κι ήταν τα πολύχρωμα πακέτα τους...
14 Μαΐου 2009
Θυμάμαι τα παλιά τσιγάρα.
Για την ακρίβεια τα παλιά πακέτα τσιγάρων...
Την εποχή εκείνη
Προ internet
Προ κινητών
Προ τηλεόρασης
Τα τσιγάρα δεν τα καπνίζαμε μόνον, μιλούσαμε για αυτά, όπως μιλάμε για τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή, κάποτε, για τα φιλμς και τις πολιτικές,
Τότε κυριαρχούσαν μάρκες ελληνικές, με λαϊκό ντιζάιν, σχήμα κυρίως συρταρωτό
κι ήταν τα πολύχρωμα πακέτα τους
σε έναν κόσμο απέριττο κι άμαθον στο πολύ (στο ο,τιδήποτε πολύ) μια παράξενη πολύχρωμη ζωγραφική.
Στόλιζαν τα κατά τα άλλα φτωχά περίπτερα
και τους έδιναν μια λάμψη σχεδόν κινηματογραφική, ήταν η εποχή που εμφανίζονταν στα σινεμά οι πρώτες έγχρωμες ταινίες
κι έκανε την εμφάνισή του στους δρόμους των πόλεων ο δημόσιος φωτισμός, μια λάμπα εδώ μια λάμπα εκεί.
Είμασταν στην πρώτη μας νιότη και για μας τα τσιγάρα, κλεφτά στην αρχή κι ένα-δυο στη μισή δραχμή (ήγουν το πενηνταράκι), ύστερα πακέτο
ήταν το εισιτήριο για τον θαυμαστόν γενναίο κόσμο των μεγάλων, όπου κυριαρχούσαν τα τσιγάρα, οι εφημερίδες, η πρέφα στο καφενείο και το αυστηρό τους βλέμμα
όταν έβλεπαν στον «έλεγχό» σου απ’ το σχολείο, πού τα είχες κάνει σκατά και πού είχες ακόμα ελπίδες.
Το χρώμα τότε
ήταν λίγο παντού. Μόνον στις σελίδες των κόμικς,
στα φορέματα των γυναικών και στα πακέτα των τσιγάρων.
Ακόμα και τα αυτοκίνητα ήταν θαμπά, σαν λυπημένα
μετά από τόσα χρόνια πόλεμο, κι έπρεπε να φθάσουν οι λαμπερές κούρσες του ‘60
και οι πρώτες ηλεκτρικές επιγραφές στα μαγαζιά – μια-δυο σε κάθε πόλη, για να αποκτήσουν τα ασπρόμαυρα μολύβια κι ένα-δυο χρωματιστά κραγιόν ή μαρκαδόρους δίπλα τους για τη ζωγραφική στην τάξη.
Μεγάλη υπόθεσή λοιπόν τα πακέτα.
Για τα φίλτρα και τα άφιλτρα.
Εγώ κάπνιζα το πρώτον «Ρήγας» - τέτοια
κάπνιζε ο πατέρας μου και για να του μοιάσω λοιπόν, αλλά και για
να μοιάζουν τα πακέτα μας στην περίπτωση που θα γινόταν καμμιά στραβή – «Ρήγας»!
Όρθιο πακέτο
Μαλακό. Λευκό. Με μια κόκκινη φαρδιά μπορντούρα στο τέλειωμα του πακέτου και τη φιγούρα ενός ρήγα της τράπουλας σε κάθε λευκή όψη, θαρρώ, Παπαστράτος Άνοστο τσιγάρο πικρό, αλλά έτοιμο, για μπύρα, ούζο και καφέ, τουλάχιστον για τη δική μου γεύση, τα άλλα παιδιά φούμερναν κυρίως «Καρέλια», το θρυλικό «Καρελάκι» των δέκα τσιγάρων, έξι δραχμές! Άκρως διαδεδομένος ο «Άσσος» - φίλτρο και άφιλτρο, φίνο τσιγάρο και φθηνό το «Νούμερο 5» και τα σέρτικα (αυτά συνήθως σε κούτες, γιια τους θεριακλήδες) – «στούκας» τα λέγαμε οι υπόλοιποι
και τα κάπνιζαν ως επί το πλείστον οι αγρότες,
ήθελαν φθηνά και βαρειά.
Χοντρά χέρια, γλαρά μάτια, απόβραδο στην καντίνα, ούζο, στραγάλι και σέρτικα.
Το «Άρωμα» με τα κομψά καλλιγραφικά γράμματα, (κάπνιζε ο δάσκαλος) τα «Δελφοί» με το ανάγλυφο στα πακέτα, ένα κεφάλι του Απόλλωνα, και τα ακριβά – για μας – «Παλλάς», μια φίρμα σήμα κατατεθέν μιας δεκαετίας, τέλη ’60 – αρχές ’70, όταν άνοιγαν στην επαρχία οι πρώτες καφετέριες, υπερφαλλαγγίζοντας τα καφενεία
ένα πακέτο καλά κρυμμένο στις μέσα τσέπες
κι ενίοτε στην κάλτσα, το ίδιο προφυλαγμένο από
αδιάκριτα μάτια όσο το τεύχος της «Μάσκας» και του «Μυστηρίου».
Αλλά όμως, λίγο μετά το ίδιο πακέτο ελεύθερο θριαμβευτικά απλωμένο πάνω στο τραπεζάκι του ουζερι – στο πατάρι – όταν βρισκόμασταν οι παρέες των μαθητών μαζί, μακριά απ’τον ίσκιο των πατεράδων μας, με συνένοχο τον καφετζή και το γκαρσόνι.
Βεβαίως στο τέλος η αμαρτία γίνονταν γνωστή με όλα τα επίχειρα,
αλλά οι παρέες απτόητες, έβρισκαν τρόπο να ανασυγκροτηθούν, τράκα, μισαδάκι και παρηγοριά.
Στο μεταξύ όλο και νέες μάρκες έβγαιναν στη γύρα, τα πρώτα μπλέντεν, όπως και κάποια απλώς αρωματισμένα που προσπαθούσαν να τα μιμηθούν, πακέτα πλέον όλο και πιο σοφιστικέ, πιο ευρωπαϊκά, το «Άστορ», το «Ολντ Νέϊβυ»
κι όταν είχαμε λεφτά
κανένα πραγματικό αμερικάνικο, τα Παλ Μαλ – βάρδα από κανα μεντόλ κατά λάθος, πολύ αδερφίστικα, αδερφέ μου,
για γυναίκες
κάπνιζε τέτοια η «γαλλίδα» μας, πολύ όμορφη, την είχαμε ερωτευθεί όλοι (πολύ συνηθισμένο, αλλά ευχαρίστως θα το ξαναζούσα χίλιες ακόμα φορές).
Μετά μεγαλώσαμε ξαφνικά, συναντήσαμε τις κόκκινες σημαίες, γέμισε άλλα χρώματα η ζωή μας και μπήκαμε στην εποχή (ίσως και τη χώρα) του «Μάλμπορο».
Και δεν έχω ούτε ένα πακέτο «Ρήγα» ή «Άρωμα» ή «Δελφοί» με το κοντό κίτρινο φίλτρο στο οικογενειακό εικονοστάσι – απ’τα παλιατζίδικα δεν θέλω να αποκτήσω.
Μόνον μια παλιά μου αγάπη μια φορά, μου πρόσφερε «Ρήγα» και χαμογέλασε – το πακέτο ήταν τσίχλες...
(Αχ! Το περιπαιχτικό χαμόγελο της Γοργώς! Ακόμα το ‘χω φυλαχτό, αλλά αυτό είναι πάλι μια άλλη ιστορία, θα στην πω μιαν άλλη φορά, γλυκειά μου σε μια άλλη εκδρομή)...