Στάθης 21.5.09

Στάθης 21.5.09
Ακολουθήστε μας στο Google news

Και προχωράμε. Χρόνια τώρα προχωράμε. Κι αναλόγως της ημέρας χρησιμοποιούμε και το ανάλογο ρήμα. Άλλοτε λέμε:περπατάμε. Κι άλλοτε πάλι: πορευόμαστε. Όμως, όπως κι αν το λέμε, χρόνια τώρα, περπατάμε πορευόμαστε προχωράμε...

21 Μαΐου 2009

Και προχωράμε.
Χρόνια τώρα προχωράμε.
Κι αναλόγως της ημέρας χρησιμοποιούμε και το ανάλογο ρήμα.
Άλλοτε λέμε:περπατάμε. Κι άλλοτε πάλι: πορευόμαστε. Όμως, όπως κι αν το λέμε, χρόνια τώρα, περπατάμε
πορευόμαστε
προχωράμε...


Κι όλο και λιγοστεύουν οι τάξεις μας, κι όλο άλλοι – νέοι – προστίθενται ανάμεσά μας, γνωριζόμαστε, λέμε δυο κουβέντες και συνεχίζουμε να περπατάμε.
Πού και πού κάποιος από μας πέφτει. Τρέχει ο Αίαντας και τρυφερά τον επιδένει, άλλοτε σηκώνεται και συνεχίζει κι άλλοτε μένει εκεί και πεθαίνει.


Πολλές οι πτώσεις,
άλλοι χάνονται στη λήθη
κι άλλοι μπαίνουν φωτογραφίες στα πορτοφόλια μας ή γίνονται κουβέντες για τις νύχτες, όταν διανυχτερεύουμε γύρω απ’τις φωτιές, ξεκουράζοντας τις αμαρτίες και τις σημαίες μας.
Περπατάτε, σύντροφοι, περπατάτε.
Παιδιά με τις σημαίες που τις έλεγαν αλήτες!
Και τί κερδίσαμε, κάθε φορά που βραδυπορήσαμε;
Πενήντα χρόνια χρέη μπροστά και μιαν οθόνη παντού για τις διαφημίσεις. Τέσσερις ώρες παραπάνω δουλειά στα οχτάωρα –
τέτοια κερδίσαμε,
όταν ξεφορτωθήκαμε τους ποιητές και τους αγίους.
Χρέη και πιστωτικές κάρτες κερδίσαμε, όταν πάψαμε να ακούμε τις εκρήξεις τους
για τις εκρήξεις των ποιητών λέω, που αναβλύζουν μύρο.
Ναι, παίδες! Τί κερδίσαμε με τα σκυμένα κεφάλια μας εκτός από μεγαλύτερη επιφάνεια σβέρκου εκτεθειμένου στις βροχές και τις σφαλιάρες;
Τί δουλειά έχουμε μεις με τα καλλικέλαδα γουρούνια;


Ας περπατάμε λοιπόν,
ας περπατάμε μέσα στα όνειρά μας,
ώσπου ένας – ένας να πέφτουμε, όταν έρχεται η ώρα μας
κι όχι από πολύ πριν, τώρα
στα τείχη ανεβαίνουν τα παιδιά μας. Οπλισμένα με τις γραφίδες τους, τον χάρακα, τα πινέλα
και τα μικροσκόπια, τα νυστέρια, τις κιθάρες, και το διαδίκτυο,


εμείς ας συνεχίσουμε να τους ανοίγουμε τον δρόμο, μια εφεδρεία σπασμένων ονείρων, κι ας
περπατάμε κουβαλώντας τις ήττες μας στα φορεία – όμως κι εμείς τρυφεροί όπως ο Αίαντας, να τις φροντίζουμε κάθε φορά που ξαποσταίνουμε
και, με αξιοπρέπεια, να τους λέμε ιστορίες, ώσπου ήσυχες μία – μία να πεθαίνουν στην αγκαλιά μας
είναι η ζωή μας
ένας τελικός που δεν τελειώνει ποτέ.
Δεν ξέρω τίποτα καλύτερο απ’αυτό το πανηγύρι, στην κερκίδα, στο τεραίν και στο σκορ
το τέλειο παιγνίδι – όταν κρατάει μια ζωή, η φανέλα, τα χρώματα, η ιαχή, ο παιάνας, οι σύντροφοι, όλες
αυτές οι σκιές των ονείρων, οι άνθρωποι.
Πού πορεύεσαι μαζί τους
και προχωράς
διαλέγοντας το ρήμα της ημέρας για τον Χριστό ή τον Ιούδα, το φιλί ή το σπαθί – είμαστε, σύντροφοι,


ένα έκτακτο παράρτημα
που εκδίδεται κάθε φορά που έχουμε κάτι να πούμε!

Εμείς και ο Τομ Σώγιερ, εμείς οι λέξεις του Μαγιακόφσκι,
εμείς που ψευδίζουμε υπέροχα  τους δεκαπεντασύλλαβους και τον Όμηρο, εμείς
της ζωής μας οι εκδρομείς.
Εμείς οι ευτυχείς.


Προχωράτε όσοι δεν βλάψατε το αρνί του φτωχού, δικά σας είναι τα σύμπαντα, πορευθείτε όσοι ακούσατε τους κυνικούς να σας λένε χαζούς – πιο ωραία ζωή απ’αυτήν που η πίστη σας σφιχτά σας έζωσε με τα άρματα και τα γράμματα, δεν έχει.
Με τα κόκκινα πέδιλα του αυτοκράτορα στα πόδια σας, ωραία να φαίνεται η αχίλλειος πτέρνα μας για να βρίσκουν σημάδι αυτοί που κρατούν τα σίδερα,
ώστε επιτέλους κάποτε να τα ξοδέψουν και να λευτερωθούν, προχωράτε.
Ξυπόλητοι και ξαρμάτωτοι μόνον
μια φορά.
Όταν τελειώσει – για σένα – το παιχνίδι, και βγεις
απ’τη χρυσή σου ορδή, μόνος πια από ανθρώπους, ανάμεσα στους λύκους της στέπας και των θεών
τότε που τα θηρία θα μυρίσουν τα έργα σου
και θα λάβεις πίσω την απολογία τους,
τότε με γυμνά τα πόδια πάνω στη μάνα γη, θα πληρωθείς, πλήρης πλέον, θα ακούσεις το φως να σε μακαρίζει που το είδες, τότε, επιτέλους νικητής,
ας υψωθείς πάνω απ’το βάδισμά σου, πάνω απ’τα ίχνη σου, τις προσευχές σου, τις αγάπες σου και
τις αγωνίες σου – ήσουν
ό,τι αγάπησες.


Ξέρεις τίποτε πιο ωραίο;