Μια Παρασκευή από τους Beatles στον Παύλο

Μια Παρασκευή από τους Beatles στον Παύλο
Ακολουθήστε μας στο Google news

Η περασμένη Παρασκευή ήταν αναμφίβολα πολυπολιτισμική και πολιτιστική. Και εξηγούμαι: παλαιότερα, συχνά – πυκνά βγαίναμε τα βράδια και κάναμε διάφορες και διαφορετικές στάσεις σε μαγαζιά παντός τύπου. Ένα live, ένα μπαρ, άλλο live. 

01 Φεβρουαρίου 2015
Του Γιώργου Μυζάλη
 
Αυτή τη συνήθεια, που εξασθενεί στους περισσότερους ανθρώπους με την ηλικία (ή την ωριμότητα – αν προτιμάτε), έχω επαναφέρει στο προσκήνιο (ειδικά τώρα που δεν τρέχω). Και κάπως έτσι οι μέρες χαρακτηρίζονται με τα προαναφερθέντα επίθετα. Αρκετά, όμως, με τις θεωρίες. 
 
Την περασμένη Παρασκευή, λοιπόν, βγήκα από το σπίτι μου το πρωί στις εφτά για να επιστρέψω σε αυτό, σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα. Το μέρος του προγράμματός μου που αφορά στο παρόν σημείωμα ξεκίνησε στις 20:30 στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί, η Καμεράτα, με την ενορχήστρωση και διεύθυνση του Νίκου Πλατύρραχου, παρουσίασε ένα καλοδουλεμένο αφιέρωμα στους Beatles με μερικά από εκείνα τα τραγούδια που έχουν «θρονιαστεί» στις καρδιές όλων των μουσικόφιλων. Η σχεδόν κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου απόλαυσε τις ερμηνείες των Δώρου Δημοσθένους (εξαιρετικός σε ό,τι τραγούδησε, ιδιαίτερα, δε, στο Don’t let me down), Βασίλη Γισδάκη, Κώστα Βασιλιάγκου, Steve Κόκκα, αλλά κι εκείνες του συγκροτήματος των Μελισσών. Ακούγοντας τα τραγούδια των Beatles, από αυτές τις ομολογουμένως προσεγμένες ενορχηστρώσεις και ερμηνείες, σκεφτόμουν ότι σε πολλά χρόνια από σήμερα το ρεπερτόριο των «Σκαθαριών» θα είναι... παραδοσιακό. Θα είναι domaine publique στην κυριολεξία. Κάτι σαν τη δική μας την «Ιτιά», ή το «Μήλο μου κόκκινο», με τη μόνη διαφορά ότι θα είναι παραδοσιακό για όλη την υδρόγειο. Και μετά από αυτό, σκέφτηκα εκείνη τη φράση της αγαπημένης μου φίλης, της Βίβιαν: «είμαστε τυχεροί που ζήσαμε πάνω στον πλανήτη μαζί με το Lennon και το McCartney». 
 
Οι Beatles και τα τραγούδια τους, που τελείωσαν και σχετικά νωρίς (λίγο πριν τις 11), αποτέλεσαν την καταλληλότερη «προθέρμανση» για αυτό που ακολούθησε. Και αυτό που ακολούθησε ήταν ο Παύλος Παυλίδης με τη μπάντα του στην τελευταία τους βραδιά στο Σταυρό του Νότου (και, ελπίζω, όχι στην τελευταία τους βραδιά για φέτος – μακάρι να εμφανιστούν και κάπου αλλού). Μια μπάντα καθιστή, αλλά γεμάτη ενέργεια. Όχι από εκείνη τη «φωνακλάδικη», από εκείνη που σε υποτάσσει με την έντασή της, αλλά μια ενέργεια εσωτερική, μια ενέργεια που ερεθίζει τη συγκίνηση και την ανάμνηση του παρόντος και προκαλεί τη σύνδεση με τα τραγούδια και το δημιουργό τους. Το δημιουργό τους, που στέκει μπροστά σου, σε κοντινή απόσταση, και τραγουδάει χαμηλόφωνα, αλλά σπαρακτικά. Το δημιουργό τους, που νιώθεις ότι του «χρωστάς» πολλά: καλοκαιρινές στιγμές με υπόκρουση το «Ατλαντίς», στιγμές προσωπικές συνδεδεμένες με τους «Θεριστές» (σε μια εκπληκτική εκτέλεση την Παρασκευή το βράδυ), αναμνήσεις παιδικής ηλικίας που βρήκαν καταφύγιο στο «Βροχοποιό», πρόσωπα αγαπημένα που δεν είναι πια εδώ και θυμάσαι κάθε φορά που ακούς το «Σαν εσένα», έναν παλιό έρωτα που σε έκανε να παίζεις το «Βράχο» στο repeat, έναν αγώνα δρόμου που βρήκε tempo και ανάσες στην «Ελλάδα». Ναι, αυτές είναι δικές μου αναφορές, δικές μου συγκινήσεις, δικά μου βιώματα, αλλά είμαι βέβαιος ότι όλοι οι ακροατές του Παυλίδη έχουν αντίστοιχες και κατανοούν αυτό που γράφω. Αυτή είναι και η ουσιαστική δύναμη της μουσικής, άλλωστε.
 
Το έχω ξαναγράψει: ο Παυλίδης είναι ο αγαπημένος μου τραγουδοποιός. Ίσως και γιατί μοιάζει με δρομέα. Δρομέα της τραγουδοποιίας, που διανύει τα χιλιόμετρα μοναχικός, αλλά όχι μόνος, και απολαμβάνει τη διαδικασία περισσότερο από τους θαυμαστές/οπαδούς /θεατές του. 
 
Θα ήθελα πολύ να ξανανταμώσω με την καθιστή αυτή μπάντα και να ταξιδέψουμε παρέα ένα βράδυ. Έτσι, με τα μάτια κλειστά, να σιγοτραγουδάμε συγκινημένοι, ελπιδοφόροι και ονειροπόλοι: «... θα ‘ρθει».