Ακολουθήστε μας στο Google news
To βράδυ του περασμένου Σαββάτου ξεκίνησα να κατευθυνθώ προς το Fuzz με νοσταλγία. Η βραδιά ήταν από αυτές που σε γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω, όταν τα πράγματα ήταν πιο λαμπερά και πιο εύκολα, πιο pop τέλος πάντων, όπως άλλωστε και οι μουσικές των Saint Etienne.
10 Φεβρουαρίου 2015
Κείμενο: Τίνα Παππά
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κατσαρού
Παρά το ότι οι Βρετανοί υπήρξαν κάποτε μια από τις αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού, με τα τραγούδια τους να έχουν παιχτεί άπειρες φορές στο ραδιόφωνο και τα μπαράκια της πόλης, ο κόσμος ήταν λιγότερος απ’ ό,τι άρμοζε σε ένα τέτοιο live. Ανάλογη εικόνα και την προηγούμενη μέρα στη Θεσσαλονίκη, απ’ ό,τι μάθαμε από συνεργάτες της διοργανώτριας εταιρίας. Ας πούμε λοιπόν ότι ήμασταν λίγοι –σε σχέση με το αναμενόμενο- αλλά καλοί. Αρκετοί φίλοι από τους «συνήθεις υπόπτους» που συναντά κανείς όταν πηγαίνει επί χρόνια σε συναυλίες, πάνω-κάτω όλοι στην ίδια ηλικία, 40 somethings δηλαδή… (γκούχου γκούχου). Απ’ ό,τι φάνηκε και στην πράξη, όμως, έλειπαν οι νεότεροι. Το φρέσκο κοινό, οι μικρότερες ηλικίες που θα έκαναν την συναυλία επιτυχημένη, το ραντεβού των Βρετανών με αυτόν τον κόσμο δεν έχει ανανεωθεί τα χρόνια που μεσολάβησαν από το τελευταίο τους gig στα μέρη μας, 10 χρόνια πίσω, αν δεν με απατά η μνήμη μου…
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κατσαρού
Παρά το ότι οι Βρετανοί υπήρξαν κάποτε μια από τις αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού, με τα τραγούδια τους να έχουν παιχτεί άπειρες φορές στο ραδιόφωνο και τα μπαράκια της πόλης, ο κόσμος ήταν λιγότερος απ’ ό,τι άρμοζε σε ένα τέτοιο live. Ανάλογη εικόνα και την προηγούμενη μέρα στη Θεσσαλονίκη, απ’ ό,τι μάθαμε από συνεργάτες της διοργανώτριας εταιρίας. Ας πούμε λοιπόν ότι ήμασταν λίγοι –σε σχέση με το αναμενόμενο- αλλά καλοί. Αρκετοί φίλοι από τους «συνήθεις υπόπτους» που συναντά κανείς όταν πηγαίνει επί χρόνια σε συναυλίες, πάνω-κάτω όλοι στην ίδια ηλικία, 40 somethings δηλαδή… (γκούχου γκούχου). Απ’ ό,τι φάνηκε και στην πράξη, όμως, έλειπαν οι νεότεροι. Το φρέσκο κοινό, οι μικρότερες ηλικίες που θα έκαναν την συναυλία επιτυχημένη, το ραντεβού των Βρετανών με αυτόν τον κόσμο δεν έχει ανανεωθεί τα χρόνια που μεσολάβησαν από το τελευταίο τους gig στα μέρη μας, 10 χρόνια πίσω, αν δεν με απατά η μνήμη μου…
Και αυτή τη φορά έρχονταν με concept show, και μάλιστα καλαίσθητο, όπως θα περίμενε κανείς από μια μπάντα αν μη τι άλλο «κομψή»: Στο α’ μέρος της βραδιάς, και για περίπου 70’, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «How we used to live», προϊόν της συνεργασίας του γκρουπ με τον κινηματογραφιστή Paul Kelly (για 4η φορά στη σειρά), και που παρουσιάζει το post-war Λονδίνο, εικόνες και πληροφορίες που δύσκολα θα βρεις συγκεντρωμένες αλλού, για την πόλη που στοίχειωσε τα μουσικά όνειρα της εφηβείας μας, τουλάχιστον της δικής μου γενιάς. Το soundtrack εκτέλεσε live η 9μελής ορχήστρα που είχε στηθεί για το εν λόγω project. Από το λίγο που προλάβαμε να ακούσουμε (φτάσαμε καθυστερημένοι), ήταν πολύ κοντά στους synth pop ήχους των SE, αλλά «πειραγμένο» προς το πιο ατμοσφαιρικό, μουσική που κάλλιστα θα μπορούσες να απολαύσεις ιδανικά σ’ έναν χώρο στημένο για καθήμενους και με αντίστοιχη ακουστική, παρ’ όλα αυτά λειτούργησε μια χαρά και στο Fuzz. H παραγωγή ήταν προσεγμένη.
Αμέσως μετά, στο Β’ μέρος, είχαν ετοιμάσει ένα μίνι greatest hits show, με μερικά από τα πιο αγαπημένα μας, αν και αυτά που δεν ακούστηκαν ήταν περισσότερα: Nothing can stop us, You’re in a bad way, Only love can break your heart, He’s on the phone, Hobart Paving κλπ. Η Sarah Cracknell, επικοινωνιακή, αιθέρια όπως παλιά, και με τη φωνή της να στέκει στο ύψος των περιστάσεων, παρά τα χρόνια. Και ευχήθηκε και καλή τύχη στη νέα μας κυβέρνηση.
Ναι, ήταν μια ωραία βραδιά. Και ας έφυγα με παράπονο, γιατί το παραδέχομαι… Το β’ μέρος ήταν αυτό που με αφορούσε και περίμενα περισσότερο. Κι ας έπαιζαν οι Saint Etienne 2 ώρες συνολικά. Πιο πολύ γιατί ήξερα ότι μετά από την όχι και τόσο ικανοποιητική προσέλευση, ίσως αυτή να ήταν και η τελευταία φορά που τους βλέπω live στο μικρό μας χωριό…