Ακολουθήστε μας στο Google news
Με αυτά τα λόγια μας παρουσιάζει την πόλη όπου μεγάλωσε ο Rory Gallagher, στο εξαίρετο documentary «Irish Tour» του 1974, υπό τους ήχους του συναρπαστικού «A Million Miles Away». Πάνε κιόλας 20 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου αναβιωτή των blues, με τα χαρακτηριστικά καρό πουκάμισα, που έκανε το κοινό να παραληρεί με εκείνη τη… λαβωμένη του Stratocaster του ’61. «Ο BB King μπορεί να είχε πολλές Lucille, εγώ όμως έχω τη μία και μοναδική μου Strat» έλεγε ο Rory, ένας άνθρωπος κυριολεκτικά ταγμένος στη μουσική του.
Με αφορμή το live tribute «20 Χρόνια χωρίς τον Rory», που πραγματοποιείται στο Κύτταρο στις 12 Δεκεμβρίου, αφιερώνουμε το παρακάτω κείμενο στη μνήμη του Rory Gallagher, που ήταν ένας σπουδαίος μουσικός και εξαιρετικά αγαπητός στη χώρα μας.
Οι παλιότεροι θα θυμούνται, βέβαια, την εμφάνισή του στην Αθήνα το 1981. Για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν προλάβαμε ζωντανό αυτόν το θρύλο, απέμεινε η Ιστορία. Και η Μουσική για να τη συνοδεύει. Βάλτε, λοιπόν, ένα ποτήρι ιρλανδέζικο ουίσκι (ή ιρλανδέζικο καφέ, ανάλογα με την ώρα που σας… πετυχαίνουμε) και ελάτε να θυμηθούμε μαζί εκείνον τον τύπο, που, όπως είπε ο Bob Geldof, «τον ενδιέφερε η Μουσική κι όχι η Βιομηχανία», που απεχθανόταν τα singles και που υπήρξε πρότυπο για πολλούς και σημαντικούς κιθαρίστες, όπως ο Jonny Marr των Smiths.
Θυμάμαι την πρώτη μου «γνωριμία» με τον Rory Gallagher. Ήταν σε μια μετακόμιση που κάναμε και εγώ ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Έπληττα, μάλλον, φοβερά και έτσι άρχισα να… χαρχαλεύω τους δίσκους του πατέρα μου, ώσπου έπεσε στα χέρια μου το περίφημο «Calling Card». Ναι, αυτό με την τεράστια επιτυχία «Moonchild», στο εξώφυλλο του οποίου φιγουράρει ο Rory, με εκείνο το αξιαγάπητο ύφος του, που είναι αδύνατο να μη νιώσεις τουλάχιστον οικεία όταν το βλέπεις. Πόσο μεγάλη ήταν η απογοήτευσή μου όταν διαπίστωσα ότι από το album μας είχε απομείνει μονάχα το εξώφυλλο… Ρώτησα με αγωνία τον πατέρα μου «πού είναι αυτός ο δίσκος;» κι εκείνος μου απάντησε ότι πιθανότατα του τον είχαν κλέψει σε κάποιο από τα πάρτι της δεκαετίας του ’70, στα οποία συνήθιζε να παίρνει τους δίσκους του. Έτσι, μη μπορώντας να ακούσω τη μουσική εκείνου του συμπαθητικού νεαρού της φωτογραφίας, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να φέρω κάποτε πίσω στη δισκοθήκη του πατέρα μου εκείνο το χαμένο λάφυρο. Χρόνια μετά, οι επισκέψεις μου στα δισκοπωλεία στο Μοναστηράκι με βοήθησαν να εκπληρώσω αυτή την υπόσχεση.
Ο Rory Gallagher υπήρξε εμβληματική μορφή όσον αφορά την αναβίωση των blues στη δεκαετία του ’70: Χαρισματικός κιθαρίστας και συνθέτης, ολοκληρωμένος τραγουδοποιός και ερμηνευτής. Ισορροπούσε στα όρια ανάμεσα στη rock, τη folk και τα blues και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αποκτήσει έναν άκρως γοητευτικό και αναγνωρίσιμο ήχο. Ο Lester Bags σε μια κριτική του στο Rolling Stone το 1970 έγραφε για τον Rory: «Δεν είναι… "φωνακλάς" όταν δεν χρειάζεται να είναι. Μεταχειρίζεται τη φωνή του όπως ακριβώς και τα άλλα μουσικά όργανα, με μια καλλιτεχνική αίσθηση άνεσης και με φροντίδα απέναντι στην εύθραυστη φύση τους». Το άστρο του είχε ήδη αρχίσει να λάμπει από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν με τη μπάντα στην οποία ηγείτο, τους Taste, κατάφερε να κερδίσει την αναγνώριση τόσο του Τύπου όσο και του κοινού, ενώ δεν έλειψε η υποστήριξη από καλλιτέχνες όπως οι Eric Clapton και John Lennon.
Με τους Taste (’66-’70) έπαιξε σε όσο το δυνατόν περισσότερα clubs, μεταξύ των οποίων το εμβληματικό Marquee του Λονδίνου. Οι συνεχείς ζωντανές εμφανίσεις -πριν καλά καλά εξασφαλίσει δισκογραφικό συμβόλαιο- έφεραν τον Rory κοντά σε μεγάλους μουσικούς της εποχής του, π.χ. Cream, Captain Beefheart, Fleetwood Mac κ.ά. Από αυτούς μάθαινε συνεχώς νέα πράγματα σε σχέση με τη μουσική, που μπορούσε αργότερα να δοκιμάσει ο ίδιος. Όπως υποστήριζε, οι ζωντανές εμφανίσεις είναι πολύ σημαντικές «επειδή ο κόσμος ξεχνάει γρήγορα κάτι που διάβασε σε μια εφημερίδα, αλλά σπάνια ξεχνάει μια συναυλία».
Η διάλυση των Taste, που οφείλεται εν πολλοίς στην κακή διαχείριση του manager της μπάντας Eddie Kennedy και λοιπές διαφωνίες, υπήρξε τουλάχιστον τραυματική για τον Rory: Ξεκίνησε αμέσως τη solo καριέρα του, στο πλαίσιο της οποίας δεν έπαιξε ποτέ κάποιο τραγούδι των Taste, παρόλο που πρόκειται αποκλειστικά για δικές του δημιουργίες. Ο Rory ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και εργασιομανής. Οι ικανότητές του είχαν αναγνωριστεί από τους συναδέλφους του, για αυτό και δέχθηκε πολύ δελεαστικές προτάσεις, όπως εκείνη τη θέση στους Rolling Stones, μετά την αποχώρηση του Mick Taylor. Ο Rory τελικά αρνήθηκε και οι απόψεις διίστανται: Είτε θεωρούσε ότι αυτή η θέση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με ένα μάλλον ανεπιθύμητο «ροκσταριλίκι», είτε πίστευε ότι η δημιουργικότητα του θα περιοριζόταν σε μια θέση sideman, ενώ μέχρι τότε είχε τον απόλυτο έλεγχο στη μουσική του, ως συνθέτης και ερμηνευτής.
Ο Rory Gallagher ήταν ένας πολύ προσιτός καλλιτέχνης, πολύ διαφορετικός από τους περισσότερους rock stars, με την κλασική έννοια του όρου. Ο κόσμος τον χαιρετούσε και μιλούσε μαζί του, καθώς μπορούσε εύκολα να τον συναντήσει σε κάποιο μπαρ, πριν ή μετά τις συναυλίες του. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο Melody Maker το 1972 (που και αυτή ακόμη διακόπηκε αμέτρητες φορές από θαυμαστές του που ήθελαν να τον πλησιάσουν): «Δε θα μου άρεσε καθόλου να πρέπει να κάνω μια συναυλία για την οποία θα ήμουν υποχρεωμένος να ορμήσω αμέσως από το αυτοκίνητο στο καμαρίνι. Δεν νομίζω ότι χαλάει την εικόνα σου το να καθίσεις σε ένα μπαρ και να πάρεις ένα ποτό. Κάποιοι θα έλεγαν ότι σε κάνει να είσαι λίγο πιο ανθρώπινος. Τις περισσότερες φορές ο κόσμος έρχεται να σου σφίξει το χέρι και να σου ζητήσει να παίξεις ένα τραγούδι. Έτσι αποκτάς και μια ιδέα για τον πως αντιδρά ο κόσμος στα τραγούδια. Είναι καλύτερα να το ξέρεις από πρώτο χέρι, παρά από όσα θα σου πει ένας manager».
Από την άλλη πλευρά, η σχέση του με τον Τύπο ή καλύτερα το κυνήγι της δημοσιότητας δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο κι αυτό επειδή δεν ήταν ποτέ μέσα στις επιδιώξεις του: «Το να παίζεις μουσική είναι από μόνο του αρκετά δύσκολο, δεν χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία να παίζεις και το παιχνίδι της δημοσιότητας […] Δεν θέλω να είμαι ο Boy George. Δεν θέλω να είμαι ο Bryan Ferry. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Τα είδωλα μου είναι κυρίως άνθρωποι σαν τους Leadbelly,Woody Guthrie και Muddy Waters και περιφρονούσαν κι εκείνοι τη διασημότητα. Κατάφεραν, όμως, να κάνουν αυτό που θα ήθελα κι εγώ να κάνω: Να παίζουν μουσική μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και έφτιαξαν κάτι που είχε σημασία»,
Δυστυχώς για τον ίδιο και για όλους εμάς που αγαπάμε τη μουσική του, ο Rory δεν κατάφερε να ακολουθήσει τα ινδάλματά του στις δημιουργικές τους περιπλανήσεις ως τα βαθιά γεράματα. Πέθανε στα 47 του χρόνια, στις 14 Ιουνίου 1995, εξαιτίας χρόνιας ασθένειας στο ήπαρ. Το ταφικό του μνημείο στο Cork, αποτελεί ομοίωμα του βραβείου «Καλύτερου Κιθαρίστα στον Κόσμο» που απονεμήθηκε στον Rory το 1972. Λέγεται ότι η μία από τις ακτίνες έχει το ακριβές μέγεθος του λαιμού της περίφημης Stratocaster του…
---) Όπως δήλωσε ο αδελφός του Rory, Donal Gallagher, ο μεγάλος blues/rock κιθαρίστας υπήρξε και αυτοδίδακτος σαξοφωνίστας. Μάλιστα συνήθιζε να παίζει σαξόφωνο μέσα στη… ντουλάπα, την περίοδο που διέμενε στο Earls Court του Λονδίνου, προκειμένου να μην ενοχλεί (τόσο πολύ) τους γείτονες.
«Γεννήθηκα στο Donegal, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ιρλανδίας και τώρα ζω στο Cork, στη νότια ακτή. Είναι ένα μέρος στο οποίο όλοι σχεδόν γνωρίζονται μεταξύ τους. Αν θέλεις να συναντήσεις κάποιον, ξέρεις λίγο πολύ πού θα τον βρεις. Και αν δε θες να συναντήσεις κάποιον, μπορείς να πας σε μέρη όπου λίγο πολύ (ξέρεις ότι) δε θα τον συναντήσεις. Έχει κι αυτό την ομορφιά του…»
08 Νοεμβρίου 2015Από την Ιωάννα ΚοροπιώτηΜε αυτά τα λόγια μας παρουσιάζει την πόλη όπου μεγάλωσε ο Rory Gallagher, στο εξαίρετο documentary «Irish Tour» του 1974, υπό τους ήχους του συναρπαστικού «A Million Miles Away». Πάνε κιόλας 20 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου αναβιωτή των blues, με τα χαρακτηριστικά καρό πουκάμισα, που έκανε το κοινό να παραληρεί με εκείνη τη… λαβωμένη του Stratocaster του ’61. «Ο BB King μπορεί να είχε πολλές Lucille, εγώ όμως έχω τη μία και μοναδική μου Strat» έλεγε ο Rory, ένας άνθρωπος κυριολεκτικά ταγμένος στη μουσική του.
Με αφορμή το live tribute «20 Χρόνια χωρίς τον Rory», που πραγματοποιείται στο Κύτταρο στις 12 Δεκεμβρίου, αφιερώνουμε το παρακάτω κείμενο στη μνήμη του Rory Gallagher, που ήταν ένας σπουδαίος μουσικός και εξαιρετικά αγαπητός στη χώρα μας.
Οι παλιότεροι θα θυμούνται, βέβαια, την εμφάνισή του στην Αθήνα το 1981. Για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν προλάβαμε ζωντανό αυτόν το θρύλο, απέμεινε η Ιστορία. Και η Μουσική για να τη συνοδεύει. Βάλτε, λοιπόν, ένα ποτήρι ιρλανδέζικο ουίσκι (ή ιρλανδέζικο καφέ, ανάλογα με την ώρα που σας… πετυχαίνουμε) και ελάτε να θυμηθούμε μαζί εκείνον τον τύπο, που, όπως είπε ο Bob Geldof, «τον ενδιέφερε η Μουσική κι όχι η Βιομηχανία», που απεχθανόταν τα singles και που υπήρξε πρότυπο για πολλούς και σημαντικούς κιθαρίστες, όπως ο Jonny Marr των Smiths.
Θυμάμαι την πρώτη μου «γνωριμία» με τον Rory Gallagher. Ήταν σε μια μετακόμιση που κάναμε και εγώ ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Έπληττα, μάλλον, φοβερά και έτσι άρχισα να… χαρχαλεύω τους δίσκους του πατέρα μου, ώσπου έπεσε στα χέρια μου το περίφημο «Calling Card». Ναι, αυτό με την τεράστια επιτυχία «Moonchild», στο εξώφυλλο του οποίου φιγουράρει ο Rory, με εκείνο το αξιαγάπητο ύφος του, που είναι αδύνατο να μη νιώσεις τουλάχιστον οικεία όταν το βλέπεις. Πόσο μεγάλη ήταν η απογοήτευσή μου όταν διαπίστωσα ότι από το album μας είχε απομείνει μονάχα το εξώφυλλο… Ρώτησα με αγωνία τον πατέρα μου «πού είναι αυτός ο δίσκος;» κι εκείνος μου απάντησε ότι πιθανότατα του τον είχαν κλέψει σε κάποιο από τα πάρτι της δεκαετίας του ’70, στα οποία συνήθιζε να παίρνει τους δίσκους του. Έτσι, μη μπορώντας να ακούσω τη μουσική εκείνου του συμπαθητικού νεαρού της φωτογραφίας, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να φέρω κάποτε πίσω στη δισκοθήκη του πατέρα μου εκείνο το χαμένο λάφυρο. Χρόνια μετά, οι επισκέψεις μου στα δισκοπωλεία στο Μοναστηράκι με βοήθησαν να εκπληρώσω αυτή την υπόσχεση.
«Like the… RORYing sea...»
Ο Rory Gallagher υπήρξε εμβληματική μορφή όσον αφορά την αναβίωση των blues στη δεκαετία του ’70: Χαρισματικός κιθαρίστας και συνθέτης, ολοκληρωμένος τραγουδοποιός και ερμηνευτής. Ισορροπούσε στα όρια ανάμεσα στη rock, τη folk και τα blues και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αποκτήσει έναν άκρως γοητευτικό και αναγνωρίσιμο ήχο. Ο Lester Bags σε μια κριτική του στο Rolling Stone το 1970 έγραφε για τον Rory: «Δεν είναι… "φωνακλάς" όταν δεν χρειάζεται να είναι. Μεταχειρίζεται τη φωνή του όπως ακριβώς και τα άλλα μουσικά όργανα, με μια καλλιτεχνική αίσθηση άνεσης και με φροντίδα απέναντι στην εύθραυστη φύση τους». Το άστρο του είχε ήδη αρχίσει να λάμπει από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν με τη μπάντα στην οποία ηγείτο, τους Taste, κατάφερε να κερδίσει την αναγνώριση τόσο του Τύπου όσο και του κοινού, ενώ δεν έλειψε η υποστήριξη από καλλιτέχνες όπως οι Eric Clapton και John Lennon.
Με τους Taste (’66-’70) έπαιξε σε όσο το δυνατόν περισσότερα clubs, μεταξύ των οποίων το εμβληματικό Marquee του Λονδίνου. Οι συνεχείς ζωντανές εμφανίσεις -πριν καλά καλά εξασφαλίσει δισκογραφικό συμβόλαιο- έφεραν τον Rory κοντά σε μεγάλους μουσικούς της εποχής του, π.χ. Cream, Captain Beefheart, Fleetwood Mac κ.ά. Από αυτούς μάθαινε συνεχώς νέα πράγματα σε σχέση με τη μουσική, που μπορούσε αργότερα να δοκιμάσει ο ίδιος. Όπως υποστήριζε, οι ζωντανές εμφανίσεις είναι πολύ σημαντικές «επειδή ο κόσμος ξεχνάει γρήγορα κάτι που διάβασε σε μια εφημερίδα, αλλά σπάνια ξεχνάει μια συναυλία».
Η διάλυση των Taste, που οφείλεται εν πολλοίς στην κακή διαχείριση του manager της μπάντας Eddie Kennedy και λοιπές διαφωνίες, υπήρξε τουλάχιστον τραυματική για τον Rory: Ξεκίνησε αμέσως τη solo καριέρα του, στο πλαίσιο της οποίας δεν έπαιξε ποτέ κάποιο τραγούδι των Taste, παρόλο που πρόκειται αποκλειστικά για δικές του δημιουργίες. Ο Rory ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και εργασιομανής. Οι ικανότητές του είχαν αναγνωριστεί από τους συναδέλφους του, για αυτό και δέχθηκε πολύ δελεαστικές προτάσεις, όπως εκείνη τη θέση στους Rolling Stones, μετά την αποχώρηση του Mick Taylor. Ο Rory τελικά αρνήθηκε και οι απόψεις διίστανται: Είτε θεωρούσε ότι αυτή η θέση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με ένα μάλλον ανεπιθύμητο «ροκσταριλίκι», είτε πίστευε ότι η δημιουργικότητα του θα περιοριζόταν σε μια θέση sideman, ενώ μέχρι τότε είχε τον απόλυτο έλεγχο στη μουσική του, ως συνθέτης και ερμηνευτής.
Ο Rory Gallagher ήταν ένας πολύ προσιτός καλλιτέχνης, πολύ διαφορετικός από τους περισσότερους rock stars, με την κλασική έννοια του όρου. Ο κόσμος τον χαιρετούσε και μιλούσε μαζί του, καθώς μπορούσε εύκολα να τον συναντήσει σε κάποιο μπαρ, πριν ή μετά τις συναυλίες του. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο Melody Maker το 1972 (που και αυτή ακόμη διακόπηκε αμέτρητες φορές από θαυμαστές του που ήθελαν να τον πλησιάσουν): «Δε θα μου άρεσε καθόλου να πρέπει να κάνω μια συναυλία για την οποία θα ήμουν υποχρεωμένος να ορμήσω αμέσως από το αυτοκίνητο στο καμαρίνι. Δεν νομίζω ότι χαλάει την εικόνα σου το να καθίσεις σε ένα μπαρ και να πάρεις ένα ποτό. Κάποιοι θα έλεγαν ότι σε κάνει να είσαι λίγο πιο ανθρώπινος. Τις περισσότερες φορές ο κόσμος έρχεται να σου σφίξει το χέρι και να σου ζητήσει να παίξεις ένα τραγούδι. Έτσι αποκτάς και μια ιδέα για τον πως αντιδρά ο κόσμος στα τραγούδια. Είναι καλύτερα να το ξέρεις από πρώτο χέρι, παρά από όσα θα σου πει ένας manager».
Από την άλλη πλευρά, η σχέση του με τον Τύπο ή καλύτερα το κυνήγι της δημοσιότητας δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο κι αυτό επειδή δεν ήταν ποτέ μέσα στις επιδιώξεις του: «Το να παίζεις μουσική είναι από μόνο του αρκετά δύσκολο, δεν χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία να παίζεις και το παιχνίδι της δημοσιότητας […] Δεν θέλω να είμαι ο Boy George. Δεν θέλω να είμαι ο Bryan Ferry. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Τα είδωλα μου είναι κυρίως άνθρωποι σαν τους Leadbelly,Woody Guthrie και Muddy Waters και περιφρονούσαν κι εκείνοι τη διασημότητα. Κατάφεραν, όμως, να κάνουν αυτό που θα ήθελα κι εγώ να κάνω: Να παίζουν μουσική μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και έφτιαξαν κάτι που είχε σημασία»,
Δυστυχώς για τον ίδιο και για όλους εμάς που αγαπάμε τη μουσική του, ο Rory δεν κατάφερε να ακολουθήσει τα ινδάλματά του στις δημιουργικές τους περιπλανήσεις ως τα βαθιά γεράματα. Πέθανε στα 47 του χρόνια, στις 14 Ιουνίου 1995, εξαιτίας χρόνιας ασθένειας στο ήπαρ. Το ταφικό του μνημείο στο Cork, αποτελεί ομοίωμα του βραβείου «Καλύτερου Κιθαρίστα στον Κόσμο» που απονεμήθηκε στον Rory το 1972. Λέγεται ότι η μία από τις ακτίνες έχει το ακριβές μέγεθος του λαιμού της περίφημης Stratocaster του…
Trivia
---) Όπως δήλωσε ο αδελφός του Rory, Donal Gallagher, ο μεγάλος blues/rock κιθαρίστας υπήρξε και αυτοδίδακτος σαξοφωνίστας. Μάλιστα συνήθιζε να παίζει σαξόφωνο μέσα στη… ντουλάπα, την περίοδο που διέμενε στο Earls Court του Λονδίνου, προκειμένου να μην ενοχλεί (τόσο πολύ) τους γείτονες.
---) Σε ψηφοφορία που διεξήγαγε το 2012 ο ραδιοφωνικός σταθμός Planet Rock, με ερώτημα «Ποιος rock star θα θέλατε να αναστηθεί;» ο Rory Gallagher κατέλαβε την 7η θέση (πρώτος ο Jimi Hnedrix).
---) Στο Παρίσι υπάρχει η οδός «rue Rory Gallagher»
---) Στη γενέτειρά του έχει στηθεί άγαλμα προς τιμήν του
---) Περισσότερα από 100.000 άτομα έχουν στηρίξει το αίτημα να μετονομαστεί το αεροδρόμιο του Cork σε «Rory Gallagher airport»
Films
«Ghost Blues: The Story of Rory Gallagher» (2010)
«Irish Tour ‘74» (1974)
«Irish Tour ‘74» (1974)
ΣΑΒΒΑΤΟ 12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015: 20 ΧΡΟΝΙΑ χωρίς τον RORY 1995-2015
BAND OF FRIENDS
BARRY BARNES
Special Guest: BRENDAN O’NEILL
BAND OF FRIENDS
BARRY BARNES
Special Guest: BRENDAN O’NEILL
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ
Sirens Records Νικηταρά 14,Αθήνα
Gorilla 11.Θησέως 7, Μαρούσι
Caramelo Café, Αγ.Γεωργιου 27, Χαλάνδρι (έναντι Δημαρχείου) 07.00-19.00
Κύτταρο 10.00-13.00 & μέρες κ ώρες συναυλιών
ΜΟΝΟ για άτομα που θα έρθουν από επαρχία, στείλτε mail στο [email protected]
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: 210 8224134, [email protected] (ΚΥΤΤΑΡΟ)
Sirens Records Νικηταρά 14,Αθήνα
Gorilla 11.Θησέως 7, Μαρούσι
Caramelo Café, Αγ.Γεωργιου 27, Χαλάνδρι (έναντι Δημαρχείου) 07.00-19.00
Κύτταρο 10.00-13.00 & μέρες κ ώρες συναυλιών
ΜΟΝΟ για άτομα που θα έρθουν από επαρχία, στείλτε mail στο [email protected]
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: 210 8224134, [email protected] (ΚΥΤΤΑΡΟ)