Μια βραδιά στο λούκι: Πάνος Κατσιμίχας και Κίτρινα Ποδήλατα στον Σταυρό του Νότου

Μια βραδιά στο λούκι: Πάνος Κατσιμίχας και Κίτρινα Ποδήλατα στον Σταυρό του Νότου
Ακολουθήστε μας στο Google news

«Πάμε Κατσιμίχα και Κίτρινα Ποδήλατα στον Σταυρό του Νότου;». Δισταγμός. «Έχουμε να τα πούμε και καιρό». «Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω», αποκρίθηκα με τη βεβαιότητα ότι υπάρχουν κάποιες μουσικές που αγαπήσαμε πολύ κάποτε, αλλά ίσως πρέπει να τις «θάβουμε» από ένα σημείο κι έπειτα. «Πάμε», είπα, τελικά, προετοιμασμένη για «χλιαρές» καταστάσεις.

06 Δεκεμβρίου 2015
Της Δέσποινας Παπαγεωργίου
 
Θα διαψευδόμουν, σύντομα, παταγωδώς. «Πήραμε» εξαρχής «φόρα», με τα Κίτρινα Ποδήλατα στη σκηνή, για να πιούμε έπειτα το ένα μετά το άλλο «ζεστά ποτά», σε μια μουσική παράσταση που μόνο «μέτρια» δεν ήταν. Γιατί, εκεί, στην κατάμεστη από κόσμο (κυρίως άνω των 30, όπως ήταν αναμενόμενο) κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου (και τι δεν έχουμε ακούσει σε αυτό το μαγαζί) μπερδευτήκαμε σε «κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα», σ’ αυτά που «συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε», σε ακούσματα που δεν είναι πια τραγούδια, αλλά βιώματα. Τα χείλη ανοιγόκλειναν ανταποκρινόμενα μηχανικά σε κάθε νότα, με τη μνήμη ακέραια σε στίχους τόσο γνώριμους. Ακροβατήσαμε στην άκρη των συναισθημάτων μας, των συναισθημάτων μιας πληγωμένης πόλης φοβισμένων ανθρώπων («φταίω εγώ έτσι όπως είχα ξεχαστεί, βαθιά στον εαυτό μου, και είχα πια ξεχάσει ν’ αγαπιέμαι και είχα πια ξεχάσει ν’ αγαπώ»), και αναψηλαφήσαμε ρυμουλκώντας, παρ’ όλη την αντίσταση, από το πλέον ναρκοθετημένο καταφύγιο αναμνήσεων, «ανόητες αγάπες, ανόητα φιλιά και λόγια, λόγια, λόγια, λόγια, λόγια ψεύτικα».
 
Ντυμένος –κλασικά, πολύ κλασικά- στα μαύρα, ο Πάνος Κατσιμίχας με φωνή θαυμαστά αναλλοίωτη στον χρόνο («είναι σαν να ακούς το CD»), και –κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον- δίχως μια άσπρη τρίχα στην ψυχή του, όπως θα έλεγε και ο Μαγιακόφκσι, μας χάρισε μια βραδιά που γεννιόταν αδιάκοπα, κάθε λεπτό, στο παρόν. 
 
Ο Πάνος Κατσιμίχας, που αναφέρθηκε επανειλημμένα στον αδελφό του, Χάρη, με την μπάντα του, που περιλάμβανε τουλάχιστον δύο από τους παλιούς του συνοδοιπόρους, μας έκανε να ζήσουμε «μια βραδιά στο λούκι», μην παραλείποντας φυσικά να πει και το ομώνυμο τραγούδι (κι έγινε χαμός), το βαθύ «αχ» ενός σύγχρονου Σιρανό ντε Μπερζεράκ, που «κοντεύει να φλιπάρει» για έναν όχι μόνο ανεκπλήρωτο, αλλά και ανομολόγητο έρωτα («αχ, να ‘μουν αεράκι, καπνός από τσιγάρο, στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει»).
 
Σουλατσάραμε επί τέσσερις ολόκληρες ώρες εντελώς ροκ, με το μυαλό μας καλοκαιρινό αντίσκηνο, ενώ τα Κίτρινα Ποδήλατα μας υπενθύμιζαν ότι «ακόμα ελπίζουμε σε κάτι» και ότι «κάπου υπάρχει αγάπη». Ερμήνευσαν και τραγούδια του Πάνου και του Χάρη, τόσο επιτυχημένα που δεν σε έκαναν να λες «ήθελα να τ’ ακούσω αυτό απ’ τους Κατσιμίχα». Κι ήταν αυτοί που έκλεισαν τη βραδιά με το «The Wall» των Pink Floyd.
 
Για κάποιο λόγο, αδημονούσα εξαρχής για το «Ρίτα, Ριτάκι». Τον πόναγα πάντα εκείνον τον τύπο, που ομολογούσε, αποδιώχνοντας κάθε εγωισμό «μου τό ’χες πει πολλές φορές ότι δεν μ’ αγαπούσες, συγγνώμη, δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες». Περνώντας τα χρόνια, τον αγάπησα περισσότερο. Γιατί δεν μάσησε στο «προκάτ» πλαίσιο, γιατί έπεσε με τα μούτρα, γιατί –τελικά- δεν ζούσε ζωή δανεική. Και γιατί όλοι κάποτε «δεν καταλάβαμε ότι το εννοούσε». Και την είπε τη Ρίτα, «και τώρα ένα πορνό τραγούδι». Προτελευταίο.
 
Εκεί, λοιπόν, «μες στο κλειστό δωμάτιο», με την κάπνα των τσιγάρων να προστατεύει αυτή τη συνάθροιση από ρομαντικούς συνωμότες, που σκαλίζουν ενίοτε στη χαρτοπετσέτα σκαριφήματα μιας ψυχικής εξέγερσης, μαζί με τον Πάνο Κατσιμίχα και τα «Κίτρινα Ποδήλατα», διαπιστώσαμε, τελικά, ότι «συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα». Όμως, όχι, «δεν είναι αυτό για να σ’ ανησυχεί, είναι μια ψιλομετάλλαξη, don’t worry, be happy».
Κι όπως είπαν, καληνυχτίζοντας, τα Κίτρινα Ποδήλατα: «Μην το βάζετε κάτω».