Θοδωρής Αμπαζής: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει ζωή χωρίς παραμύθι»

Θοδωρής Αμπαζής: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει ζωή χωρίς παραμύθι»
Ακολουθήστε μας στο Google news

«Η Βασίλισσα του Χιονιού είναι μια ιστορία που έχει να κάνει με κάτι που μας ενδιέφερε πάρα πολύ και ήταν και motto μας τότε στην περιφέρεια: την πίστη. Πως όταν έχεις πίστη σε κάτι, όταν πιστεύεις σε κάτι, μπορείς να τα καταφέρεις». Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη και συνθέτη του έργου, Θοδωρή Αμπαζή.

16 Δεκεμβρίου 2015
Από την Ιωάννα Κοροπιώτη
 
Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών φιλοξενεί την παράσταση «Η Βασίλισσα του Χιονιού» από τις 22 έως τις 30 Δεκεμβρίου 2015. Πρόκειται για μια παιδική όπερα, βασισμένη στο ομώνυμο κλασικό παραμύθι που όλοι αγαπάμε. Τη σκηνοθεσία και την πρωτότυπη μουσική του έργου υπογράφει ο Θοδωρής Αμπαζής, με τον οποίο είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε, όχι μόνο για το ίδιο το έργο, αλλά και για τη σημασία επένδυσης στο θεατρικό μέλλον της χώρας. 
 
«Η Βασίλισσα του Χιονιού» σημείωσε μεγάλη επιτυχία την περασμένη σεζόν στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, όπου ανέβηκε για πρώτη φορά, την περίοδο που ο Θοδωρής Αμπαζής εκτελούσε εκεί χρέη Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Σήμερα κατέχει τη θέση του Αναπληρωτή Καλλιτεχνικού Διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο. Μας υποδέχθηκε, λοιπόν, στο γραφείο του, όπου «κυκλοφορούσαν» μεταξύ άλλων διάφορα παραμύθια και μας μίλησε για τη σχέση της παραμυθίας με την τέχνη και τον έρωτα. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε άλλα, πιο… ρεαλιστικά ζητήματα, που αφορούν την λειτουργία του θεάτρου –όχι μόνον του Εθνικού- και τους λόγους για τους οποίους πρέπει κανείς να βλέπει μακριά, να έχει όραμα και να επιδιώκει να δημιουργεί ορίζοντα, ακόμη κι εκεί που φαίνεται πως δεν υπάρχει…

 
Πρόκειται για μια παιδική όπερα, βασισμένη στο ομώνυμο κλασικό παραμύθι του Άντερσεν. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο; Ποια στοιχεία του σας ενέπνευσαν περισσότερο; 
  Ο στόχος πάντα είναι αυτός που ορίζει τι θα κάνεις. Δηλαδή εδώ θέλαμε να κάνουμε μια όπερα για παιδιά. Η παράσταση ξεκίνησε στην Πάτρα όπου είχαμε ιδρύσει το Studio Οpera, δηλαδή ένα εργαστήρι ουσιαστικά για λυρικούς τραγουδιστές που ήθελαν να ασκηθούν στη σκηνική μουσική, να έχουν χρόνο στη σκηνή. Πήραμε νέα παιδιά, ταλαντούχα παιδιά, τα εκπαιδεύσαμε και κάποια στιγμή είπα ότι είναι καιρός να κάνουμε κάτι για την παιδική σκηνή. Ήταν και μια συμβολική πράξη, να κάνει κάτι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής στην παιδική σκηνή και μάλιστα όπερα. Τότε μάλιστα όλοι είπανε πω πω τι θα γίνει! Θα πάμε χάλια! Δε θα ‘ρθει κανένα παιδάκι, θα γίνει χαμός, ποιος θα θέλει να δει παιδική όπερα… Ειδικά στην περιφέρεια, που τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά δεν έχουν πάει καν σε θέατρο, όχι να πάνε να δούνε όπερα…
  Αυτό σου λέει τι θα κάνεις. Εφόσον θέλαμε δηλαδή να κάνουμε μια παιδική όπερα έπρεπε να βρούμε ένα παραμύθι ή κάποια ιστορία η οποία να είναι αρκετά περιπετειώδης, να έχει εναλλαγή σκηνών, να μη μένει στην ίδια σκηνή πάρα πολύ ώρα, επειδή ο βαθμός συγκέντρωσης των παιδιών σ’ αυτή την ηλικία είναι χαμηλός, περίπου τρία με τέσσερα λεπτά. Μετά πρέπει να συμβεί κάτι καινούριο, που θα ανανεώσει τη συγκέντρωσή τους, είτε οπτικά είτε μουσικά είτε σε επίπεδο πλοκής.
  Άρα έπρεπε να είναι μια ιστορία τέτοια. Η Βασίλισσα του Χιονιού είναι μια ιστορία που έχει να κάνει με κάτι που μας ενδιέφερε πάρα πολύ και ήταν και motto μας τότε στην περιφέρεια: την πίστη. Ότι όταν έχεις πίστη σε κάτι, όταν πιστεύεις σε κάτι, μπορείς να τα καταφέρεις. Και αυτό που κατορθώνει η Γκρέτα, που φτάνει να «ξεπαγώσει» τον φίλο της που έχει παγώσει η καρδιά του από τη Βασίλισσα του Χιονιού, το κατορθώνει χάρη στην πίστη της. Και το λέει συνέχεια και μέσα στα τραγούδια που τραγουδάει και μέσα στις συζητήσεις που κάνει, ότι η πίστη είναι αυτή που μπορεί να σε οδηγήσει να φτάσεις μέχρι το τέλος. Χάρη σε αυτήν μπορεί να περάσει ακόμη και το παγόβουνο, που τη σταματάει κάποια στιγμή να μπει μέσα στο παλάτι –μια πολύ ωραία και δραματική σκηνή για την όπερα. Υπάρχουν χιλιάδες παραμύθια και μπορείς να διαλέξεις τα πάντα. Μας άρεσε φυσικά και σε εμένα και στη Σοφιάννα Θεοφάνους που έκανε το λιμπρέτο. 
 
Για να έχετε καταπιαστεί και καλλιτεχνικά με ένα παραμύθι, αυτό προφανώς σημαίνει ότι ακόμα και σήμερα τα παραμύθια σάς γοητεύουν. Τι είδους παραμύθια κέρδισαν το ενδιαφέρον σας στην παιδική και στην ενήλικη ζωή σας;
     Ακόμα και σήμερα διαβάζω παραμύθια. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ζωή χωρίς παραμύθι. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα παραμύθι το χρειαζόμαστε, είτε είναι γραπτό είτε το έχουμε φτιάξει μόνοι μας είτε συμμετέχουμε σ’ αυτό μαζί με κάποιους άλλους, σχεδόν με μυστική συμφωνία. Άρα τα παραμύθια μας χρειάζονται, πόσο μάλλον όταν είσαι καλλιτέχνης. Είναι δυνατόν να είσαι καλλιτέχνης και να μη σου αρέσουν τα παραμύθια; Δεν μπορείς να κάνεις τέχνη, γιατί η τέχνη έχει να κάνει με το υπερβατικό, με αυτό που δεν βλέπουμε, με αυτό που δεν διαβάζουμε, που το λογικό αδυνατεί να το συγκρατήσει. Με το παραμύθι συνδιαλεγόμαστε με μια άλλη πλευρά της ζωής, που δεν είναι απολύτως ορατή και επιστημονικώς αποδεδειγμένη. Αυτό είναι τέχνη. Έτσι είναι κι ο έρωτας, που συνδέεται απόλυτα με την τέχνη. Χωρίς έρωτα δεν μπορείς να έχεις τέχνη. Και ο έρωτας δεν είναι κάτι αποδεδειγμένο κι όμως υπάρχει. Δεν μπορούμε να σκιτσάρουμε ακριβώς τι είναι, δεν μπορούσε να τον καταγράψουμε. Ξέρουμε ότι αλλοιώνει την αίσθησή μας για τον χρόνο, για τον χώρο, για τα πάντα. Όλα όσα αντιλαμβανόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή ως απτά, τα κάνει κάτι άλλο. Όταν είμαστε ερωτευμένοι, όταν μπαίνουμε σε μια τέτοια κατάσταση, που εγώ την ονομάζω ποιητική, γινόμαστε ποιητές. Άρα, θέλω να πω, μπαίνουμε σε έναν άλλον κόσμο. Κι ο κόσμος του παραμυθιού είναι εκεί μέσα.
     Για αυτό, λοιπόν, μ’ αρέσουν τα παραμύθια, μ’ αρέσει να λέω ιστορίες, να φτιάχνω ιστορίες, να αφηγούμαι. Πολλές φορές κάθομαι είτε με παιδιά είτε με μεγάλους, σε στιγμές χαλάρωσης ή βλακείας, όπως θέλετε πείτε το, και λέμε ιστορίες και φτιάχνω ιστορίες. Ο Τομ Σόγιερ π.χ. ήταν από τις ιστορίες που μου άρεσαν πολύ. Αγαπημένο μου παραμύθι είναι ο Πινόκιο. Πολλά μου αρέσουν. Να κι εδώ στο γραφείο αν δεις υπάρχουν μερικά… Να, ο «Μικρός δράκος Καρύδας και οι περιπέτειές του» κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο… 


 
Πιστεύετε στον διαχωρισμό «παιδικού» και «ενήλικου» κοινού;  Ποιους «κώδικες» είναι καλό να ακολουθήσει κανείς, αν θέλει να φέρει κοντά τα δύο ακροατήρια, ώστε μια παράσταση να είναι εξίσου απολαυστική, τόσο για τα ίδια τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες που τα συνοδεύουν, γονείς ή δασκάλους κλπ; 
         Κι εγώ το πίστευα παλιά, αλλά νομίζω ότι είναι μια έπαρση των καλλιτεχνών μερικές φορές να λένε ότι ένα καλό έργο δεν έχει να κάνει με το αν το κοινό είναι παιδικό. Παρ’ όλα αυτά, όταν απευθύνεσαι σε μια ηλικία συγκεκριμένη, η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει π.χ. λεκτικά αστεία ή αστεία που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένες αναφορές, ισχύουν άλλοι κανόνες. Ένα παιδάκι, δηλαδή, που είναι στην ηλικία των 7-8 χρονών δεν μπορεί να έχει τέτοιες αναφορές, για να πιάσει ένα αστείο ή μια ιστορία. Δεν μπορείς σε μια παιδική παράσταση για 8 λεπτά να κάνεις αφήγηση, όσο καλή κι αν είναι. Εκτός και αν έχεις βάλει το παιδί από την αρχή στο παιχνίδι ότι τώρα είναι η γιαγιά και αφηγείται. Αυτό είναι κάτι άλλο. Αλλά το παιδί δεν έχει τέτοιο βαθμό συγκέντρωσης να κάθεται τόση ώρα και δεν έχει την υπομονή. Απαιτούνται μικρές φόρμες, είναι διαφορετικές από αυτές που απευθύνονται στους μεγάλους.
         Όταν έκανα τη Βασίλισσα του Χιονιού σκεφτόμουν συνέχεια πόσο μπορεί να αντέξει το παιδάκι, που πρέπει να πάω, πως πρέπει να έρθει η άρια, ποια στοιχεία δε θα τα τρομάξει. Να μη φτάσουν δηλαδή στο σημείο να πουν «Βοήθεια! Τι είναι αυτό; Κλασική μουσική; Φωνές;…». Τα περισσότερα παιδάκια που έχω ρωτήσει τι είναι η όπερα μου απαντούσαν «Εκεί που φωνάζουν». Κάτι βαρετό, με μια χοντρή κυρία που φωνάζει… Όταν είδαν, λοιπόν, στη σκηνή νέα παιδιά να παίζουνε, να ευχαριστιούνται, να γελάνε και όλο αυτό συνέχεια να είναι μέσα ή έξω απ’ την όπερα. Σίγουρα είναι αλλιώς πάντως. Διαφορετικά θα μπορούσαν τα παιδιά να πάνε σε μια παράσταση για μεγάλους και να την κατανοήσουν το ίδιο καλά. Αυτό που κάποιοι λένε ότι τις καλές παραστάσεις τις βλέπουν και τα παιδιά, δεν ισχύει. Τα παιδάκια μπορεί να είδαν την παράσταση και να πήρανε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που θα έπρεπε να πάρουν από την παράσταση.
             Κάθε φορά που έγραφα μια ενότητα μεγάλη από τη Βασίλισσα του Χιονιού, μάζευα μερικά παιδάκια, τους έπαιζα πιάνο, τραγούδαγα όλους τους ρόλους και μου λέγανε τη γνώμη τους. Αν βαρέθηκαν, αν τους άρεσε. Για να δω πως αντιδρούν τα παιδιά. Και κάτι ακόμα πολύ χρήσιμο: Την περίοδο που έγραφα τη Βασίλισσα του Χιονιού άρχισα να βλέπω παιδικά cartoons, ταινίες, σειρές που βλέπουν τα σημερινά παιδιά. Αυτό το έκανα για να καταλάβω το κοινό μας, να ξέρω με ποιους θέλω να συνομιλήσω. Ποια είναι οι πραγματικότητα αυτών των παιδιών στα οποία απευθύνομαι; Σίγουρα και η Σοφιάννα Θεοφάνους και όλοι οι συντελεστές έχουμε φτιάξει κάτι πολύ όμορφο, που μου αρέσει πάρα πολύ και περνάω πάρα πολύ ωραία, αλλά ήθελα να ξέρω ποια είναι η αισθητική αυτών των παιδιών, τι μπορεί να τους φαίνεται βαρετό ή παλιομοδίτικο. 

Η «Βασίλισσα του Χιονιού» είναι κατά βάση μια παράσταση όπερας, έχει όμως και ορισμένα στοιχεία μιούζικαλ κλπ. Ποια θα λέγατε πως είναι τα δυνατά σημεία του έργου, αυτά που συνέβαλαν και στη μεγάλη του επιτυχία στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας; 
       Όλα! (γέλια) Το σημαντικό νομίζω είναι ότι οι άνθρωποι που δούλεψαν εκεί, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές, οι μουσικοί, προέρχονται όλοι απ’ τα σπλάχνα μιας διαδικασίας studio-εργαστηρίου, που εκπαιδεύτηκαν δύο χρόνια πριν και ήρθαν στην παράσταση. Είχαμε, λοιπόν, συνεργαστεί και στο παρελθόν. Είμαστε λίγο σαν οικογένεια, δεν είναι ότι ήρθε ένας συνθέτης και έκανε μια ακρόαση για να βρει π.χ. μια σοπράνο κλπ. Αυτό είναι και η δύναμη αυτής της παράστασης και επίσης ότι την αγαπάμε όλοι παρά πολύ και δουλέψαμε σκληρά επειδή μας άρεσε πάρα πολύ αυτό που κάναμε. Θέλαμε να βάλουμε το καλύτερο κοστούμι μας. Σαν Πάτρα και σαν Καλλιτεχνικός Διευθυντής ήθελα αυτή η παράσταση να είναι η καλύτερη που έχουμε κάνει ποτέ. Άρα δεν κάναμε εκπτώσεις, ούτε αισθητικές ούτε σε εργατοώρες. Μπήκαμε με τα μπούνια να κάνουμε μια πάρα πολύ καλή παράσταση. Χωρίς να παίζεις βέβαια με τους όρους των υπερπαραγωγών της Αμερικής ή της Αγγλίας. Αλλά πολύς κόσμος ήρθε και μας είπε ότι αυτή η παράσταση θα μπορούσε να είχε ανέβει στο Λονδίνο και την είδε στην Πάτρα.
         Είναι μια παράσταση που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και την οποία φέρατε μαζί σας στην Αθήνα. Έχουμε, λοιπόν, την ευτυχή συγκυρία ένα έργο από την περιφέρεια να έρχεται στην Αθήνα, αποδεικνύοντας έτσι ότι συμβαίνουν σπουδαία και όμορφα πράγματα και έξω από τα όρια της πρωτεύουσας. Ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες ώστε να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Η εισαγωγή πολιτισμού στο κέντρο από την περιφέρεια.
          Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Και δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που γίνεται αυτό. Πάντα έλεγα ότι πρέπει να φροντίσουμε να κάνουμε παραγωγές που να μην αφορούν μόνο μία τοπική κατάσταση. Και αυτές χρειάζονται, αλλά χρειάζονται και παραγωγές που θα μπορούν να έχουν μια εξωστρέφεια και θα μπορούν να σταθούν όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Να φτιάξουμε, δηλαδή, θέατρα που να αντέχουν στο σημερινό γίγνεσθαι του θεάτρου στον κόσμο. Γιατί ποιο είναι το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει; Δυστυχώς, ελλείψει χρημάτων και κατά τη γνώμη μου ελλείψει πολιτιστικής πολιτικής του Υπουργείου Πολιτισμού σε σχέση με την περιφέρεια, μένουμε σε μικρές παραγωγές, που οι περισσότερες γίνονται για να γίνονται στα διάφορα ΔΗΠΕΘΕ.
             Αλλά, ουσιαστικά ένα θέατρο που δεν ανοίγεται προς τα έξω, είτε λέγεται ΔΗΠΕΘΕ είτε λέγεται Εθνικό είτε οτιδήποτε, δεν μπορεί να επιβιώσει στο μέλλον. Δεν μπορείς να τρως συνεχώς απ’ τη σάρκα σου, με ομφαλοσκόπηση δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να βγεις προς τα έξω, να ψάξεις για συνεργασίες, για εξαγωγή προϊόντος στο εξωτερικό. Άρα πρέπει το προϊόν σου να είναι ανταγωνιστικό και υψηλού επιπέδου. Συγγνώμη που λέω προϊόν για την τέχνη. Δεν το λέω με την έννοια της εμπορικότητας, για να μη συμβεί κάποια παρεξήγηση. Αλλά αυτό που παράγεις θα πρέπει να είναι πολύ υψηλού επιπέδου, για να μπορείς να σταθείς και έξω. Πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε ένα εξαγώγιμο προϊόν υψηλού επιπέδου. Μπορούμε να το φτιάξουμε, να το βελτιώσουμε, αρκεί να βλέπουμε προς τα εκεί και όχι να κάνουμε πράγματα απλά για να τα κάνουμε. Αν δεν έχεις ορίζοντα δεν μπορείς εξελιχθείς. Αν δεν έχεις ορίζοντα δεν μπορείς να ορθώσεις τη σπονδυλική σου στήλη, κοιτάς προς τα κάτω. Σιγά σιγά θα αρχίσει να σκεβρώνει και το σώμα σου. Ο ορίζοντας σε κάνει να μεγαλώνει το σώμα σου, να αναπνέεις καλύτερα. Σε πάει μακριά. 


 
Μέσα στη χρονιά που σιγά σιγά φτάνει στο τέλος της αναλάβατε τη θέση του Αναπληρωτή Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Έχοντας διατελέσει Καλλιτεχνικός Διευθυντής και στα ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και Πάτρας, γνωρίζετε καλά τον χώρο του Θεάτρου και τις ανάγκες του. Σε μα συνέντευξή σας είχατε πει: “Δεν μου αρέσει να μας χαϊδεύουν το κεφάλι και να μας λένε «τι ωραία που τα καταφέρνετε χωρίς λεφτά...” Πως μπορεί η πολιτεία να σταθεί αρωγός στη θεατρική παραγωγή, στη δύσκολη αυτή συγκυρία; Με άλλα λόγια, τι θα μπορούσε να κάνει ή να μην κάνει το κράτος, προκειμένου να στηρίξει το Θέατρο;  
        Το Εθνικό Θέατρο είναι η πρώτη σκηνή της χώρας. Είναι η βιτρίνα μας κατά κάποιο τρόπο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Προφανώς έχει τρομερά μεγάλη σημασία να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει αυτό σε σχέση με τη διαχείριση των χρημάτων που έχει. Δηλαδή, λες, γιατί χρειάζεται να ενισχύσω το Εθνικό Θέατρο; Για λόγους που αφορούν το να κάνουμε παραγωγές υψηλού επιπέδου και να επενδύουμε έτσι στο μέλλον αυτής της χώρας. Στο θεατρικό μέλλον, αλλά και γενικότερα του πολιτισμού της χώρας.
        Τον πολιτισμό στην Ελλάδα ποτέ δεν τον είδαμε σαν ένα εργαλείο ανάπτυξης και έτσι δεν αξιοποιήθηκε. Μιλάμε για τον πολιτισμό μας αλλά ποτέ δεν έγινε μια σοβαρή οργάνωση για το πώς θα αξιοποιήσουμε αυτό το περίφημο αγαθό του πολιτισμού. Ποιοι είναι οι τρόποι, πως θα έχουμε την επόμενη δεκαετία τους πρώτους, τους καλύτερους καλλιτέχνες, τους καινούργιους που θα είναι ενεργοί. Όλα αυτά τα παιδιά προσπαθούνε τώρα μόνα τους στην Ευρώπη για να κάνουν συνεργίες, να φέρουνε κόσμο και να εξάγουν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό ο οποίος μας αφορά εδώ. Γιατί εδώ δεν είμαστε ένα μουσείο, στο Εθνικό Θέατρο, δεν διατηρούμε κάτι. Δεν το λέω με την κακή έννοια. Σωστά είναι και τα μουσεία και καλά είναι και μαθαίνουμε και από αυτά. Αλλά εδώ ο στόχος μας είναι να προωθήσουμε και να προβάλουμε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για το μέλλον.
          Άρα, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου εδώ δεν υπάρχει κάτι να συζητήσουμε με την πολιτεία. Αυτονοήτως, αν δεν επενδύσει η πολιτεία στο Εθνικό της Θέατρο ή τα Εθνικά της Κέντρα, όποια κι αν είναι αυτά, δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει, μετά το… κλείνουμε τελείως… Όταν κόψανε τα χρήματα στον πολιτισμό στην Ευρώπη, διαπιστώθηκε μέσα από έρευνα ότι οι ιδέες των νέων επιχειρηματιών άρχισαν να μειώνονται. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ακόμα και για όλους εκείνους που συζητάνε για την οικονομία, το να μπορέσει κανείς να δίνει τη δυνατότητα στον πολίτη του να βλέπει θέατρο, να ακούει μουσική, να βλέπει χορό, κινηματογράφο, δίνει επίσης τη δυνατότητα στον πολίτη να ανοίγει η σκέψη του, η φαντασία του και ουσιαστικά να βρίσκει λύσεις σε πράγματα που θεωρούνται… άλυτα.
           Ο απλός πολίτης που καλείται στη σημερινή δύσκολη συγκυρία να ελιχθεί, να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του και τον τρόπο ζωής του, να σκεφτεί νέες, ίσως παράδοξες διαδρομές, για να μπορέσει να επιβιώσει, από κάπου πρέπει να θρέψει τη σκέψη και τη φαντασία του. Και δεν μπορεί να τη θρέψει ούτε από την τηλεόραση, ούτε από τους λογαριασμούς που του ‘ρχονται κάθε μέρα, δε θα τα βγάλει πέρα. Άρα πρέπει να τον βοηθήσουμε σ’ αυτό –αυτό που σας είπα για ορίζοντα και ψηλά το κεφάλι και βλέπω μακριά. Και η τέχνη είναι αυτή που μπορεί να κάνει αυτό το πράγμα, να του δείξει ότι η πραγματικότητα δεν είναι μόνο άσπρο-μαύρο, τότε αρχίζει και ανοίγει η φαντασία του. Τα παραμύθια μας χρειάζονται πάρα πολύ, γιατί μας βοηθάνε να ανοίξουμε τη φαντασία μας και να σκεφτούμε πράγματα. Δε λέω, βέβαια, δώστε όλα τα λεφτά στην τέχνη και αφήστε τους ανθρώπους να πεινάνε στο δρόμο. Παρ’ όλα αυτά, αν δε θέλουμε να έχουμε ανθρώπους να πεινάνε στον δρόμο σε άλλα είκοσι χρόνια, ας βρούμε τον τρόπο να τους βοηθήσουμε να σκεφτούν διαφορετικά, να έχουν ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον. 
 
Η Βασίλισσα του Χιονιού ανεβαίνει μέσα στις γιορτές, ποια είναι η ευχή  σας για το νέο έτος που έρχεται, τουλάχιστον όσον αφορά το θέατρο και τον πολιτισμό γενικότερα. 
   Τι ευχή να κάνω; Εσύ τι θα ευχόσουν;
Περισσότερους νέους στο θέατρο. Περισσότερους νέους ανθρώπους στο κοινό του θεάτρου, ενεργούς στο πολιτιστικό γίγνεσθαι γενικότερα… Όχι ότι δεν πάνε, αλλά τρελαίνομαι όταν βλέπω ισχυρή παρουσία της νεολαίας στο θέατρο. Ειδικά στην όπερα…
    Εγώ θα έλεγα περισσότερα παραμύθια. Και με την καλή έννοια το λέω… Περισσότερα ταξίδια φαντασίας, περισσότερη ανάγκη ανταλλαγής, περισσότερο όνειρο. Ξέρεις, έχουμε γίνει τόσο φτηνοί, έχουμε γίνει τόσο πεζοί, τόσο κυνικοί. Ασχολούμαστε τέσσερα χρόνια τώρα μόνο με νούμερα και ακρωνύμια.  




ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία & Πρωτότυπη μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Λιμπρέτο: Σοφιάννα Θεοφάνους
Σκηνικά & Κοστούμια: Kenny MacLellan
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Χορογραφία: Όλγα Σπυράκη
Ειδικές κατασκευές: Βασιλική Κασπίρη
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ειρήνη Γκότση, Σόνια Ράπτη
Βοηθός σκηνογράφου: Κωνσταντίνα Περλέγκα (στη Στέγη)
Βοηθός ενορχήστρωσης: Φώτης Παπαντωνίου
Ερμηνεύουν: Αγγελική Ζωή Καραγκούνη, Μαρία Κατριβέση, Ειρήνη Τζανετουλάκου, Σπύρος Παπαδάτος, Βασίλης Δημακόπουλος, Όλγα Σπυράκη (συμμετέχει στις ομαδικές σκηνές)
Μουσικοί: Μαριλένα Σουρή (πιάνο & μουσική διδασκαλία), Νίκος Μαυρίδης (βιολί), Φώτης Παπαντωνίου (βιόλα),Vilen Karapetyan (κοντραμπάσο), Maxim Mankovskiy (κρουστά), Βάγια Ζεπάτου (μαντολίνο)
Κατασκευή σκηνικού: Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Ειδικές κατασκευές - Πατίνες: Κώστας Ματθαίου, Γιώργος Σάρρας
Κατασκευή κοστουμιών: Αθηνά Μακρυγιάννη, Αλεξάνδρα Στρατοπούλου
Φροντιστήριο: Τάκης Βούτος
Οργάνωση-Εκτέλεση Παραγωγής: Τίνα Γιοβάνη
 
Σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας
 
Τρίτη 22 Δεκεμβρίου | 20:00
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου | 20:00
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου | 20:00
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου | 12:00 και 20:00
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου | 12:00 και 20:00
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου | 17:00* και 20:00
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου | 20:00
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου | 20:00
 
*Τα έσοδα της παράστασης της 28ης Δεκεμβρίου στις 17:00 θα διατεθούν στην ΕΛΕΠΑΠ.
 
Κεντρική Σκηνή
1 ώρα και 20 λεπτά
Κατάλληλο για θεατές 4+
EARLY BIRD έως 23 NOE:
13 – 20 €
Κανονικό: 15 – 18 – 28 €
Μειωμένο ή Μικρή Παρέα
(5-9 άτομα): 11 – 14 – 22 €
Μεγάλη Παρέα (10+ άτομα):
9 – 12 – 20 €
ΑΜΕΑ & Άνεργοι: 5 €
Συνοδός ΑΜΕΑ: 10 €