Τα γενέθλια μιας μεγάλης απουσίας

Τα γενέθλια μιας μεγάλης απουσίας
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ήταν 18 Οκτωβρίου 1920 όταν γεννιόταν η Μελίνα Μερκούρη, μετέπειτα ηθοποιός και πολιτικός, η – όπως τη χαρακτήρισαν – τελευταία Ελληνίδα θεά και γυναίκα-φλόγα

19 Οκτωβρίου 2009Ήταν 18 Οκτωβρίου 1920 όταν γεννιόταν η Μελίνα Μερκούρη, μετέπειτα ηθοποιός και πολιτικός, η – όπως τη χαρακτήρισαν – τελευταία Ελληνίδα θεά και γυναίκα-φλόγα

Η αλήθεια είναι πως όποιο χαρακτηρισμό κι αν της προσδώσεις, θα έχεις αφήσει απέξω άλλους τόσους, για την ακρίβεια, όλους τους υπόλοιπους. Ό,τι κι αν γράψεις για τη ζωή της, θα έχεις παραλείψει όσα είδε εκείνη με το καθάριο βλέμμα της. Όταν της είχα πάρει συνέντευξη για εφημερίδα στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, τη ρώτησα τι σκέφτεται όταν κάνει αναδρομή στη ζωή της. Μου είχε απαντήσει χωρίς να σκεφτεί καθόλου ότι φέρνει στο μυαλό της «όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες».

Η Αμαλία-Μαρία, όπως τη βάφτισαν, ήταν εκείνη η πολύμορφη προσωπικότητα που έζησε σε μια ζωή αυτά που περιέγραψε μόνη της, με 4 λέξεις, όσα περικλείονται μέσα σε αυτές: κορυφαία Αγωνίστρια, σπουδαία Ηθοποιός, Πολιτικός που αγάπησαν και οι πολιτικοί της αντίπαλοι και απόλυτη Γυναίκα. Η Μελίνα ήταν το πάθος για ό,τι έκανε, ήταν η πίστη της ότι «ο πολιτισμός της Ελλάδας είναι η βαριά βιομηχανία μας», είναι οι έρωτές της, είναι ο «Γάμος ετελέσθη» με τον Πάνο Χαροκόπο κι ας χώρισαν. Η Μελίνα είναι η «Στέλλα» του Κακογιάννη που επαινέθηκε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956 κι ας μην πήρε το βραβείο. Η επιβράβευσή της ήταν η γνωριμία της με τον Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου. Είναι και οι υπόλοιπες 18 ταινίες που πρωταγωνίστησε, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ποτέ την Κυριακή», η «Φαίδρα», το «Τοπκαπί», το «γλυκό πουλί της νιότης» του Κουν, το Μπρόντγουέι της Νέας Υόρκης, τι να θυμηθείς, τι να ξεχάσεις;

Η Μελίνα ήταν τα δάκρυα εκείνα τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, που της τηλεφώνησε ο  Μάνος Χατζιδάκις για να της πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα, ήταν οι δηλώσεις της στις κάμερες των αμερικανικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου», λέει κλαίγοντας και η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Η Μελίνα ήταν η γυναίκα που μιλούσε όπως έπρεπε, όταν έπρεπε: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα». Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού, στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας, γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς – ευτυχώς - θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.

Η Μελίνα ήταν η συμμετοχή της στο ΠΑΣΟΚ, σε όλες τις κυβερνήσεις, ήταν οι μάχες που έδωσε στη Βουλή, ήταν οι μάχες που έδωσε για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Έθεσε το θέμα επίσημα - για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού - τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται (και) γι’ αυτό, μέχρι το θάνατό της, «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα για μας. Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως, ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ…». Η Μελίνα συνέλαβε την ιδέα του νέου Μουσείου Ακροπόλεως, συνέλαβε την ιδέα για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, ξεκίνησε τον θεσμό των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης.

Παίρνω μια ανάσα στο θυμικό μου, όσα και να γράψω δεν θα σταματήσω ποτέ. Ναι, η Μελίνα είναι όλα όσα έγραψα κι ακόμα παραπάνω. Και γιατί γράφω «Η Μελίνα ήταν…»; Αν και η ίδια απεχθανόταν τα κλισέ, είναι και θα είναι εδώ. Γιατί μπορεί να έφυγε στις 6 Μαρτίου 1994 - στο νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης – και να κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού, αλλά είναι εδώ. Μου το είχε πει και η ίδια - και όχι για τον εαυτό της - σ’ εκείνη τη συνέντευξη που σας έλεγα στην αρχή του κειμένου: «Οι καλές ψυχές γυρίζουν γύρω μας, δεν πεθαίνουν ποτέ. Μας βλέπουν και νιώθουν ό,τι νιώθουμε». Αυτά τα λόγια τα θυμήθηκα την ημέρα της κηδείας της, όταν – υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία – τη συνόδευα ως μέρος του αγήματος στην τελευταία της κατοικία. Εκείνη τη στιγμή ήμουν βέβαιος ότι βρισκόταν δίπλα μου, μου έκλεινε το μάτι. Και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, το ίδιο νιώθω ότι συμβαίνει. Κάθεται στον καναπέ μου, οι βλεφαρίδες της πνίγονται από τον καπνό του τσιγάρου που μόλις έχει ανάψει, μου μιλάει γελώντας, «είσαι στην αρχή της δημοσιογραφίας, αλλά να θυμάσαι τούτο: ό,τι κι αν γράφεις να βγαίνει απ’ την ψυχούλα σου, μικρέ. Θα το θυμάσαι, ρε;».

Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, δεν το ξεχνάω ποτέ, Μελίνα μου, άλλωστε πάντα θα νιώθω ότι είμαι ακόμη στην αρχή. Και είδες; Όπως ήθελες, τότε που εγώ έτρεμα μπροστά σου, άρχισα να σου μιλάω στον ενικό…