Mε κοίταζαν, όλοι, κατάματα. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Χαμογελαστοί και ξέγνοιαστοι, σαν το φως του καλοκαιριού.
24 Ιουνίου 2018Πολλοί φορούσαν το άβολο φαρδύ σακάκι ή το εμπριμέ φουστάνι του σχολικού λευκώματος. Άλλοι απαθανάτιζαν στιγμές οικογενειακές, σε κάποια ζεστή αμμουδιά ή κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μερικοί πόζαραν υπερήφανοι, λίγο μαγκωμένοι όπως είναι πάντοτε οι ένστολοι, κάτω από το πηλίκιο του αστυνομικού ή μέσα από την κάσκα του πυροσβέστη.
Ένας κρατούσε αγκαλιά το νεογέννητο παιδί του. Ένας άλλος ήταν ο ίδιος νεογέννητο παιδί.
Κάποιος κύριος με κοστούμι, μία κυρία με ταγιέρ, δύο φίλοι με τη φόρμα του εργάτη, μία κοπέλα με την τήβεννο της αποφοίτησης, ένα αγόρι με φορεσιά του φούτμπολ, ένα κορίτσι με το σκυλάκι της, ένας παππούς με τα εγγονάκια του. Πολλοί μαύροι, μερικοί λατίνοι, αρκετοί ανατολίτες, ένας Άραβας με τελετουργική κελεμπία, μία καλλονή με μαντήλα, τουλάχιστον τριάντα με ελληνικά ονόματα.
Όλοι τους, ανέμελοι. Όλοι τους, νεκροί.
Δεν χρειάζονταν παχιά λόγια, για να αγγίξει την ψυχή του επισκέπτη το πολύχρωμο προσκλητήριο μαρτύρων. Ούτε βιογραφικά σημειώματα, ούτε προσωπικά αντικείμενα των αθώων θυμάτων. Έφτανε ένα γιγάντιο κολάζ με φωτογραφίες, μέσα στο σεμνό μουσείο που στήθηκε εις μνήμη. Πένθιμα πορτρέτα της μίας στιγμής, της μίας ματιάς, αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Όπως τα πτώματα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, πάνω στο σκονισμένο από φονική τέφρα πεζοδρόμιο.
Ονοματεπώνυμο, ηλικία, τίποτε άλλο. Ο μάταιος θάνατος έχει τον τρόπο του να εξισώνει, και να μετατρέπει τις ζωές σε αριθμούς. Τα γελαστά ενσταντανέ, τα φαντάσματα του τοίχου, εντυπώθηκαν στο εσωτερικό του κρανίου μου και με κοίταζαν επίμονα επί μήνες. Έκλεινα τα μάτια, αλλά αυτά δεν έσβηναν. Αν ήταν και ασπρόμαυρα, αν έδειχναν ανθρώπους αποστεωμένους και βασανισμένους, θα μου θύμιζαν το τείχος των στεγνών δακρύων στο Άουσβιτς.
Αλλά το χρώμα της 11ης Σεπτεμβρίου δεν είναι το μαύρο ούτε το γκρίζο ούτε το πυκνό άσπρο της αδιαπέραστης σκόνης. Το χρώμα της 11ης Σεπτεμβρίου είναι το μπλε, το απέραντο γαλάζιο του άδειου ουρανού, πάνω από το Μανχάταν. «Τhe sky is still the same unbelievable blue».
Σήκωσα το βλέμμα και είδα να περνάει ένα αεροπλάνο, χιλιόμετρα μακριά από το Σημείο Μηδέν, στους άδειους αιθέρες. Αναρωτήθηκα πόσες φορές κινδύνευσα στον αέρα χωρίς να το ξέρω, πόσες πτήσεις μου πέρασαν παράλληλα από την πορεία επίδοξων αεροπειρατών, πόσες νύχτες οι δικοί μου άνθρωποι φοβήθηκαν ότι μέχρι το πρωί θα έχω γίνει άδεια ζακέτα ξεχασμένη στην καρέκλα, χαμογελαστό πορτρέτο στον παγερό τοίχο κάποιου Μουσείου Μνήμης.
Από το μυαλό μου πέρασαν εικόνες τις οποίες έσπευσα να διώξω κακήν κακώς πριν ζωντανέψουν, από εκείνες που «συμβαίνουν μόνο στους άλλους», μέχρι να συμβούν και σε εμάς. Μία σύζυγος, να κλαίει τις νύχτες απαρηγόρητη. Παιδιά να μεγαλώνουν με μία αόριστη ανάμνηση για πατέρα. Μία μάνα να βυθίζεται απελπισμένη μέσα στο μνήμα. Και ο ουρανός, να μη λέει να αλλάξει χρώμα για να συμμεριστεί τον θρήνο. Να παραμένει, πεισματικά, το ίδιο απερίγραπτο, απίστευτο γαλάζιο.
Ξανάβαλα στα ακουστικά μου το The Rising και αναρωτήθηκα πώς κατόρθωσε ο Bruce Springsteen να πιάσει τον σφυγμό ενός έθνους που βαρυπενθούσε, χωρίς κούφια συνθηματολογία, χωρίς ύπουλη πατριδολαγνεία και χωρίς φτηνό συναισθηματισμό.
Λίγο πριν φτάσω στην έξοδο, πρόσεξα σε μία προθήκη τα τσουρουφλισμένα σύνεργα και τον ασύρματο ενός ηρωικού πυροσβέστη, με μία χαμηλόφωνη προσευχή για καντήλι. «Μακάρι να μας δώσει δύναμη η δύναμή σας, μακάρι να μας δώσει ελπίδα η ελπίδα σας. Mακάρι να μας δώσει πίστη, η πίστη σας». Από το Into The Fire. Του ιδίου, συγκινητικά μετρημένου, απροσμέτρητα συγκινημένου, Μπρους.
«Μία μέρα θα πάμε να τον ακούσουμε ζωντανά, έστω κι αν παίξει στην άκρη του κόσμου». Ο ουρανός θα συνεχίσει να είναι γαλάζιος. Εκείνο το απίστευτο μπλε. Ακόμα και όταν έχει σύννεφα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Νίκου Παπαδογιάννη, «Ο Νίκος Λείπει», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books. Ενα από τα 73 κεφάλαια του βιβλίου.