Βρισκόμαστε στο 1978. Τέσσερα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας.
08 Αυγούστου 2018Στην Ελλάδα κυριαρχεί μία μουσική. Αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ‘78 μονάχα κυκλοφόρησε τέσσερις ολοκληρωμένους δίσκους, ενώ το ‘74, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος, κυκλοφόρησαν 11 δίσκοι του! Αν και κανείς -ή μάλλον σχεδόν κανείς- δεν θα εύχονταν να προκύψουν ξανά οι συνθήκες ώστε η ποίηση να γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας όπως τότε, παρόλα αυτά το γεγονός ότι τα αντανακλαστικά μας ήταν αυτά που ήταν έχει τη δική του σημασία και δεν αναιρείται. Φυσικά το έντεχνο -η μελοποιημένη ποίηση δηλαδή- προυπήρχε της δικτατορίας. Όμως μέσα στην επταετία, και με δεδομένη την απαγόρευση της μουσικής του Μίκη αλλά και με τις συλλήψεις και τις εξορίες του, ο συνθέτης ηρωοποιήθηκε και τα τραγούδια του έγιναν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Κι ακόμα κι αν ήταν πέρα απ’ τις προθέσεις του, ο Μίκης και μόδα έγινε και εμπορευματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Και φυσικό είναι η επόμενη -από το Θεοδωράκη- γενιά να είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον τρόπο του. Το δυσκολότερο -και ίσως και το πιο άδικο σ’ αυτές τις περιπτώσεις- είναι πως οι νεότεροι βρήκαν τοποθετημένο τον πήχη πολύ ψηλά. Μέσα σ’ όλα αυτά βέβαια αρκετοί θεώρησαν λανθασμένα πως αυτή καθεαυτή η μελοποίηση ενός σημαντικού ποιητή εγγυάται και ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο όχι μόνο δεν ισχύει, το αντίθετο μάλιστα. Θέλει πολύ κόπο ώστε να αποδείξει κάποιος ότι δεν είναι ελέφαντας. Ακόμα και ο Μίκης. Φυσικό είναι λοιπόν να προκύψουν πολλά έργα που αν και είχαν μία σημαντική πρώτη ύλη αποτύγχαναν να συγκινήσουν. Γι’ αυτό και σιγά σιγά οι νέοι άνθρωποι άρχισαν να αντιδρούν στο λόγιο τραγούδι. Πρώτος κύριος μουσικός εκφραστής αυτής της εναντίωσης είναι ένας δίσκος του Νίκου Ξυδάκη και του Μανώλη Ρασούλη. «Η εκδίκηση της γυφτιάς».
«Ο Μανώλης (σ.σ. Ρασούλης) και ο Νίκος (σ.σ. Ξυδάκης) κοιμόντουσαν. Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογίες και απ’ όλα, να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό. ...Καλημερούδια. Πώς σας φαίνεται για τίτλος η εκδίκηση της γυφτιάς;. Ήταν αγουροξυπνημένοι και το δέχτηκαν....». Με αυτά τα λόγια ο Διονύσης Σαββόπουλος κλείνει το εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου. Ένας τίτλος που δεν προερχόταν -όπως συνήθως- από κάποιο στίχο, αλλά περιέγραφε όχι μόνο το αίσθημα του δίσκου αλλά και το αίσθημα μιας γενιάς τραγουδιών που είχαν παραγκωνιστεί πλήρως από τα μέσα της εποχής εκείνης. Όχι πως «η εκδίκηση της γυφτιάς» άλλαξε με μιας το σκηνικό. Απλώς εξέθεσε ακόμα περισσότερο την τότε δημόσια τηλεόραση και ραδιοφωνία. Η αιτιολογία που προέταξε μάλιστα η τότε διοίκηση είναι πως ο δίσκος «προσβάλλει την αισθητική των Ελλήνων» και για αυτό και δεν θα μεταδοθεί. Νωρίτερα παρόμοια αντιμετώπιση υπήρξε και από τις εταιρείες στις οποίες παρουσιάστηκε το υλικό. Η δική τους αιτιολογία ήταν πως τα τραγούδια ήταν για διανοούμενους. Ακόμα και ο Αλέκος Πατσιφάς, η εταιρεία του οποίου τελικά εξέδωσε το δίσκο, είχε ενστάσεις για το υλικό. Όμως η διαμεσολάβηση του Διονύση Σαββόπουλου, που ενθουσιάστηκε από τα τραγούδια και ανέλαβε και την παραγωγή του δίσκου αλλά και τις ενορχηστρώσεις, διευκόλυνε αρκετά τα πράγματα. Ο ίδιος πρότεινε και τον Νίκο Παπάζογλου, με τον οποίο γνωρίζονταν από παιδιά, για να ερμηνεύσει τα κομμάτια του δίσκου. Η ηχογράφηση μάλιστα του δίσκου έγινε στο στούντιο «Αγροτικόν» που διατηρούσε ο Νίκος Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη. Σε δύο τραγούδια συμμετείχε και ο Δημήτρης Κοντογιάννης ο οποίος είχε πρωτοτραγουδήσει τα ντέμο του δίσκου ενώ ακόμα συμμετείχε και η Σοφία Διαμαντή.
Ιδιαίτερη αξία έχει να σταθεί κάποιος στη διαδικασία της δημιουργίας των κομματιών. Οι δυο τους - Ξυδάκης και Ρασούλης- συγκατοικούσαν εκείνη την περίοδο. Με αφορμή λοιπόν μια μελωδία που μετέπειτα έγινε η μουσική από την «Τρελή κι αδέσποτη» ξεκίνησε να γράφεται ένα υλικό που μαζί με δύο τραγούδια σε μουσική του Νίκου Παπάζογλου αποτέλεσαν τα τραγούδια «της εκδίκησης της γυφτιάς». Μάλιστα αυτή η μελωδία αποτελεί κι ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του Ξυδάκη όχι μόνο απέναντι στο Ρασούλη, που θεωρούσε τις μουσικές καταβολές του Ξυδάκη κάθε άλλο παρά λαϊκές, αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό που βέβαια ο Ρασούλης θεωρούσε μειονέκτημα τελικά λειτούργησε προσθετικά διότι συνδυάζοντας τις λαϊκές μουσικές της Αιγύπτου, με τις οποίες μεγάλωσε, και την «αστική» καταγωγή, που όπως λέει ο Ρασούλης κουβαλούσε ο συνθέτης, προέκυψε ένα εντελώς φρέσκο τραγούδι. Ο συνθέτης μάλιστα σε συνέντευξη του αναφέρει πως αρχικά ο Ρασούλης του είχε ζητήσει το «Τρελή κι αδέσποτη» για δικό του δισκο πράγμα το οποίο τελικά δε συνέβη αφού οι δυο τους, παρασυρόμενοι από ένα δημιουργικό πυρετό, έγραψαν μέσα σε τέσσερις μέρες όχι μόνο τα τραγούδια του δίσκου αυτού αλλά και τα μισά τραγούδια από τον επόμενο τους δίσκο με τίτλο «Τα δήθεν». Μάλιστα το γνωστό σε όλους «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» που είχε ξεχωρίσει και ο Μάνος Χατζιδάκις για τα χαρακτηριστικά του μέτρα, αν και δε μπήκε στην Εκδίκηση της γυφτιάς άνηκε κι αυτό στην πρώτη ομάδα τραγουδιών έγραψε το δημιουργικό δίδυμο Ξυδάκης-Ρασούλης. Να σημειώσουμε πως με τον τίτλο «Τα δήθεν» οι δημιουργοί θέλησαν να απαντήσουν σε όσους επέκριναν τη «γυφτιά» ως δήθεν λαϊκό δίσκο. Το τραγούδι που μαζί με την «Αδέσποτη» ακούγεται μέχρι σήμερα είναι ένα τραγούδι σε λόγια του Τάκη Σιμώτα και μουσική του ίδιου του Νίκου Παπάζογλου. Το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» ή αλλιώς το «μπαγλαμαδάκι», τους στίχους του οποίου είχε δώσει χρόνια πριν στον Παπάζογλου ο Σιμώτας έμεινε καιρό στο συρτάρι του συνθέτη μέχρι να μελοποιηθεί. Εν τελει αν και με αρκετή καθυστέρηση, ο Παπάζογλου ετοίμασε το τραγούδι και το έκανε δώρο στο Σιμώτα τη μέρα του γάμου του. Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο δίσκο μετά από παραίνεση του Σαββόπουλου ο οποίος γνώριζε από καιρό την ύπαρξή του. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω στο δίσκο περιλαμβάνεται ένα ακόμη τραγούδι σε μουσική του Νίκου Παπάζογλου. Το τραγούδι λεγόταν «Κυρ διευθυντά των δίσκων». Ο Μανώλης Ρασούλης στο βιβλίο του με τίτλο «Εδώ είναι του Ρασούλη» γράφει γι’ αυτό το τραγούδι: «Είχαμε με τον Ξυδάκη σχεδόν τελειώσει τα τραγούδια, ώσπου ήρθε μια μέρα ο Παπάζογλου: "Τι κάνετε εδώ ρε σεις;" "Να, γράφουμε κάτι τραγούδια", του λέμε. "Δώσ’μου και μένα κανένα", λέει ο Παπάζης, απευθυνόμενος σε μένα. Μα τι λέει; αναρωτήθηκα. Από πού κι ως πού; Όμως μου περίσσευαν και του ’έδωσα το παρόν. Μετά μια εβδομάδα μου το έστειλε μελοποιημένο, ήταν καλό κι έκπληξη».
Ο δίσκος φυσικά στην αρχή δεν πούλησε. Πως να πουλήσει άλλωστε δεδομένου του εμπάργκο που είχε γίνει από τα τότε μέσα; Όμως, οι τότε φοιτητές μετέδωσαν την είδηση της κυκλοφορίας του δίσκου στόμα με στόμα και πλέον, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έχει σύμφωνα με εκτιμήσεις πουλήσει παραπάνω από 200.000 αντίτυπα. Δεν είναι όμως μονάχα οι πωλήσεις. Ο δίσκος άνοιξε νέα μουσικά μονοπάτια διασώζοντας μια για πάντα την τιμή μιας ολόκληρης γενιάς περιθωριοποιημένων τραγουδιών. Και φυσικά οι δημιουργοί του και ο Παπάζογλου θα πρέπει να αισθάνονταν ευγνώμονες στο Σαββόπουλο που με αίσθημα ευθύνης στήριξε την προσπάθειά τους, αλλά ευγνώμονες πρέπει να είμαστε και όλοι εμείς διότι στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» και στα «Δήθεν» πάτησε μία ολόκληρη σκηνή τραγουδοποιών. Η λεγόμενη «σχολή της Θεσσαλονίκης». Να θυμίσουμε μόνο πως ο Σωκράτης Μάλαμας πρωτοσυστήθηκε στο κοινό ως κιθαρίστας του Νίκου Παπάζογλου. Σε αυτές τις συναυλίες παίχτηκαν και για πρώτη φορά οι Λάσπες και η Στέλλα από τις «Ασπρόμαυρες Ιστορίες» που με πρωτοβουλία του Νίκου Παπάζογλου ηχογραφήθηκαν και μάλιστα στο δικό του στούνιο. Ακόμα ο Παπάζογλου πρωτοτραγούδησε το «Φεύγω» του Ορφέα Περίδη όπως και τραγούδια του Γιώργου Ζήκα. Επί της ουσίας μιλάμε για μία γενιά που τη δεδομένη στιγμή πρωτοστατεί στα ελληνικά μουσικά δρώμενα με κύριους εκφραστές της τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Σωκράτη Μάλαμα. Μία γενιά που οφείλει την ύπαρξη της στην «Εκδίκηση της γυφτιάς».
Κλείνοντας θέλω να επισημάνω κάτι. Κατανοώ απόλυτα τον αποκλεισμό που βίωσαν οι δημιουργοί του δίσκου εκείνα τα χρόνια αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί υπήρξε η ανάγκη να δημιουργηθούν δύο όχθες στο ελληνικό τραγούδι. Λες και έπρεπε η κόντρα του Σαββόπουλου με τον Μικρούτσικο να περάσει και στην επόμενη γενιά. Το ότι οι τότε διοικήσεις έκοψαν τα τραγούδια είναι άλλη υπόθεση. Ο Χατζιδάκις ας πούμε στο Γ’ Πρόγραμμα δεν είχε απαγορεύσει τα τραγούδια του δίσκου. Προσωπικά αγαπώ και τη σχολή Σαββόπουλου αλλά και το λεγόμενο έντεχνο. Αλλά βασικά αντιλαμβάνομαι απόλυτα την ανάγκη του οποιουδήποτε να εκφραστεί όπως αυτός θέλει. Ο λόγος για τον οποίο ένα κείμενο κατά τη γνώμη μου έχει παραπάνω κρυμμένα νοήματα από ένα άλλο δεν είναι για να εντυπωσιάσει. Απλώς ο καθένας έχει ναι μεν την ανάγκη να επικοινωνήσει, γι’ αυτό και γράφει άλλωστε, αλλά έχει μεγαλύτερη ανάγκη να το κάνει με τις δικές του προϋποθέσεις. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν επιθυμεί να επικοινωνήσει με όλους. Ακόμα κι αν αυτό περιθωριοποιεί ακόμα κι εμένα ως κοινό. Για μένα είναι απόλυτα σεβαστό. Και φυσικά είναι προς τιμήν του Ξυδάκη που κόντρα στις καταβολές του και φυσικά κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα έβγαλε αυτά τα τραγούδια. Μόλις πριν μερικούς μήνες κυκλοφόρησε ο δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου που περιείχε τη μελοποίηση του ποιήματος του Τάσου Λειβαδίτη. Ευτυχώς η γενιά του ‘90 φαίνεται να μην έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Άσε που το ελληνικό τραγούδι δεν αφορά πια όσο αφορούσε. Θα ήταν και κάπως γραφικό να βλέπαμε μέχρι σήμερα τέτοιου είδους κόντρες.
Αυτή ήταν η «Εκδίκηση της γυφτιάς».