Μία κουβέντα με τον Πέτρο Μάλαμα...
03 Ιανουαρίου 2019Τον πρώτο του δίσκο τον άκουσα για να δω αν ο γιος του Σωκράτη λέει τίποτα ή είναι απλά ο γιος του Σωκράτη. Αλλά αγόρασα την «Καναδέζα» επειδή μου αρέσει να έχω δίσκους που ακούγονται ολόκληροι. Και έτσι ακούω το δίσκο μέχρι σήμερα. Δεν ξεχωρίζω τα τραγούδια, ούτε τα ακούω μεμονωμένα. Και το να κάνεις ένα καλό δίσκο είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ το να κάνεις ένα πολύ καλό τραγούδι. Όταν έμαθα ότι έπεσαν στα χέρια του τα συγκεκριμένα στιχάκια του Αλκαίου, των οποίων τα ίχνη είχαν χαθεί για περίπου 35 χρόνια, είχα μεγάλη περιέργεια να ακούσω το τελικό αποτέλεσμα.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από μία συνέντευξη με τον Πέτρο Μάλαμα που μεταδόθηκε στον Underground, το ραδιόφωνο των φοιτητών της Ξάνθης.
Πως προέκυψε η μελοποίηση των στίχων του Άλκη Αλκαίου;
Τυχαία. Στην πραγματικότητα κάτι άλλο έψαχνα σε ένα τετράδιο και διαβάζοντας τα με χτύπησαν κατακούτελα. Αυτό συνέβη 4 χρόνια πριν. Και ακριβώς επειδή συνέβη με τέτοιο τρόπο με πλήγωσαν και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο τα κρατούσα μαζί μου για τόσο καιρό. Χωρίς να ξέρω αν θέλω να τα τραγουδήσω απαραίτητα. Κι απλώς μετά από κάποιο καιρό μου τραγουδήθηκαν.
Στα χέρια σου πως βρέθηκαν αυτά τα ποιήματα;
Αυτά τα ποιήματα υπήρχαν σε μια ποιητική συλλογή του Άλκη, αλλά επειδή είναι μια πολύ παλιά συλλογή, κάποια είχαν ήδη μελοποιηθεί. Εγώ λοιπόν έψαχνα κάτι για τον μπαμπά μου με αφορμή μια συζήτηση που είχαμε για τους στίχους γενικότερα και κάπου εκεί με πέτυχαν. Του τα έδειξα πιστεύοντας ότι είναι αυτό που έψαχνε εκείνη την περίοδο, αλλά αυτός δεν έδειξε την ίδια ζέση με εμένα. Στη συνέχεια ζήτησα από την οικογένεια του Άλκη την άδεια να τα έχω μαζί μου για ένα διάστημα και αν προκύψει κάτι να το ακούσουν για να μου δώσουν την έγκρισή τους. Όπως και έγινε. Είναι τα τυχερά αυτά, με την έννοια ότι κάτι άλλο έψαχνα και τελικά κάτι άλλο βρήκα.
Η στάση σου θα ήταν διαφορετική απέναντί στους συγκεκριμένους στίχους αν δεν ήταν στίχοι του Άλκη;
Αυτό φυσικά συμβαίνει αλλά στο κοινό και έχει να κάνει και με ένα εμπορικό αντίκτυπο. Και ίσως έχει να κάνει και με τα ραδιόφωνα. Με άλλη προτεραιότητα θα βάλει στη λίστα ακρόασής του ένας ραδιοφωνικός παραγωγός ένα δίσκο που έχει γράψει ο τάδε και αλλιώς ένα δίσκο που είναι του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Μάνου Χατζιδάκι, κάποιου δηλαδή για τον οποίο γνωρίζουμε πράγματα και επομένως θα είναι και μία πιο εντυπωσιακή επικεφαλίδα. Αλλά με τα αισθήματα δε νομίζω πως συμβαίνει γιατί έχω την τύχη να μεγαλώνω σε μια καλλιτεχνική οικογένεια που οι άνθρωποι οι οποίοι για τους άλλους είναι απλά διάσημοι καλλιτέχνες για μένα είναι φίλοι και μέρος της οικογένειας. Δεν θα με συγκινούσαν παραπάνω επειδή είναι του Άλκη και αν ήταν κάποιου άλλου λιγότερο.
Δεν το αναφέρω ως το brand name «Άλκης Αλκαίος» αλλά λόγω της σχέσης που υπάρχει και με την οικογένειά σου…
Σίγουρα υπάρχει μια παραπάνω ταραχή, μία απαίτηση από το εαυτό μου διότι με τέτοια πράγματα καταπιάνεσαι όταν πραγματικά έχεις κάτι να πεις. Ενώ το να φτιάξω εγώ ένα στίχο είναι μια έκφραση. Το έφτιαξα και το παρουσιάζω. Και είτε αρέσει είτε όχι. Δεν επιδέχεται κάποιας περαιτέρω κριτικής. Ενώ αν πάω να μελοποιήσω, ας πούμε, Νίκο Γκάτσο είναι υψηλότερη η θερμοκρασία της ευθύνης. Θα είναι πιο αυστηρός και ο κόσμος απέναντί σου. Δηλαδή ξαφνικά από εκεί που φτιάχνεις τραγούδια για να εκφραστείς, δημιουργούνται κάποιες απαιτήσεις. Αλλά εκ των υστέρων. Η φάση που κρατάς κάποια τραγούδια μαζί σου και μετά τα τραγουδάς είναι πολύ προσωπική. Στη συνέχεια που πρέπει να κυκλοφορήσουν σίγουρα υπάρχει ένα πιο μικτό κόσκινο.
Όταν στάθηκες απέναντι στο υλικό πως αισθάνθηκες; Υπήρχε ένα δέος ή σκέφτηκες πως πρέπει να το φέρεις στα μέτρα σου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν σκεφτόμουν καν ότι θα το φτιάξω. Τα ποιήματα αυτά είχαν μία επίδραση επάνω μου και γι' αυτό τα κρατούσα μαζί μου. Δεν ήξερα ακριβώς γιατί λειτουργούν πάνω μου με αυτό τον τρόπο.
Δεν σε φόβισε δηλαδή…
Φυσικά και με φόβισε. Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος λειτουργεί και σαν κινητήριος δύναμη. Δηλαδή όταν φοβάσαι για κάτι, αυτό σημαίνει ότι για κάποιο λόγο σου είναι σημαντικό. Οπότε αυτό είναι μια εξήγηση. Γι’ αυτό και τα κουβαλούσα πάνω μου τόσο καιρό.
(φωτογραφία: Κορνηλία Σιδηρά)