Ένα κείμενο του Δημήτρη Σούλτα για την κατάσταση στα εγχώρια FM, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου.
13 Φεβρουαρίου 2019Παγκόσμια ημέρα ραδιοφώνου σήμερα κι αυτά που διαβάζω είναι κυρίως νοσταλγικά, αν και το ζητούμενο είναι πάντα τι συμβαίνει σήμερα. Αξεπέραστο το Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι, καλός ο Πετρίδης, καλή η χρυσή εποχή του κρατικού ραδιοφώνου, καλή η πρώτη εποχή της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, αλλά το παρόν του ελληνικού ραδιοφώνου, δεν είναι καν ακριβώς ραδιόφωνο. Προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που και το αγαπούν και ξέρουν να το κάνουν, αλλά η γενική εικόνα είναι τραγική.
Πρώτ' απ' όλα το πρόβλημα είναι διοικητικό. Έχουν αναλάβει κατά καιρούς τα ηνία ραδιοφωνικών σταθμών άνθρωποι, που εκτός από ακατάλληλοι ήταν ο ορισμός της φαιδρότητας. Έχω ζήσει ραδιοφωνικό σταθμό να τον διοικεί... πιλότος, που την ώρα που έκανες εκπομπή, έμπαινε με το κατσαβίδι και άρχιζε να ανοίγει την κονσόλα, έχω ζήσει διευθυντή ειδήσεων να οργίζεται γιατί έβλεπε να κόβουν με ξυράφι την ταινία (έτσι γινόταν το μοντάζ στην προψηφιακή εποχή), έχω δει διευθυντή να μιλά στον αέρα και να φεύγει μονίμως από το μικρόφωνο και να χάνεται η φωνή στο «πηγάδι», έχω ακούσει διευθυντή προγράμματος μουσικού σταθμού να λέει ότι δεν γνωρίζει κάποια κομμάτια γιατί εκείνη την περίοδο... ήταν φαντάρος. Έχω δει ενημερωτικό σταθμό να στήνεται χωρίς να έχει ούτε έναν ρεπόρτερ στο ελεύθερο ρεπορτάζ, έχω ακούσει ιδιοκτήτη να λέει «τι τους χρειαζόμαστε τους ηχολήπτες», έχω απολυθεί από ραδιόφωνο γιατί ήμουν «πολύ δημοσιογράφος», ήρθα σε ρήξη γιατί ήμουν πολύ «μουσικός» για ενημερωτικό σταθμό, έχω ακούσει ξένο μάντατζερ να μου λέει ότι κόβεται η εκπομπή, την οποία δεν είχε ακούσει γιατί δεν ήξερε ελληνικά, αλλά μπορούσε να την αξιολογήσει από το... mood, έχω ζήσει χιλιάδες στιγμές απίστευτου σουρεαλισμού.
Έχουν πλέον διαμορφωθεί δύο είδη ραδιοφώνων: Το «μουσικό» που κατά κανόνα είναι ο ορισμός της μέρας της μαρμότας, με σφιχτά playlist και προσωπικό καμιά δεκαριά άτομα όλο κι όλο (παραγωγοί και τεχνικοί) και το «ενημερωτικό», το οποίο έχει αποψιλωθεί από το ρεπορτάζ και χρίζεται «παρεμβατικό» με τηλεφωνικές -κυρίως με πολιτικούς- των 30 λεπτών, που στο τέλος πλήττει ακόμα και η μάνα του συνεντευξιαζόμενου. Προχειρότητα, ευκολίες, διευκολύνσεις, απουσία φαντασίας και δημιουργικότητας, άγνοια βασικών κανόνων του μέσου, ασχετοσύνη σε βαθμό κακουργήματος.
Αν θέλουμε λοιπόν να τιμήσουμε το ραδιόφωνο, ας του δώσουμε ξανά πνοή, όχι βασισμένη στη νοσταλγία, αλλά γιατί θα ακούσουμε την εποχή και θα κάνουμε ραδιόφωνο γι αυτήν. Και αν επιμένουμε στη νοσταλγία, ας κάνουμε επιτέλους κάτι που θα έχουν λόγο να το νοσταλγούν οι επόμενοι.