ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Ο ΠΑΥΛΟΣ

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Ο ΠΑΥΛΟΣ
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ήταν του Αγίου Νικολάου, 6 Δεκεμβρίου 1990, όταν έφυγε ο Παύλος, ο Σιδηρόπουλος, ο δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, ο Φυσικομαθηματικός, ο άγιος κι ο αλήτης, ο πρίγκιπας του ροκ με το μοναχικό του μπλουζ, ο τελευταίος ήρωας, ο ασυμβίβαστος, τα πάντα, φίλε μου, είναι φλου... Σήμερα, εδώ στο e-tetRadio.gr, φίλοι και γνωστοί, θαυμαστές κι ακροατές, γράφουμε για εκείνον

06 Δεκεμβρίου 2009
Ήταν του Αγίου Νικολάου, 6 Δεκεμβρίου 1990, όταν έφυγε ο Παύλος, ο Σιδηρόπουλος, ο δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, ο Φυσικομαθηματικός, ο άγιος κι ο αλήτης, ο πρίγκιπας του ροκ με το μοναχικό του μπλουζ, ο τελευταίος ήρωας, ο ασυμβίβαστος, τα πάντα, φίλε μου, είναι φλου...

Κλείνω στόμα και μύτη
τους βαρέθηκα πια
να με λένε αλήτη
και, γελώντας, μαλλιά…


Θυμάμαι την κηδεία του στον Κόκκινο Μύλο, την κηδεία της ψυχής μας, όπως είχα πει τότε στον ΗΧΩ FM. Αυτό που πάντα θα θυμάμαι είναι ότι ο Παυλίτο τραγουδούσε σαν να 'ταν η τελευταία φορά και πετούσε τα βράδια - όταν οι άλλοι είχαν κοιμισμένα τα κορμιά, τα μυαλά και τις συνειδήσεις τους - πάνω από την Κυψέλη και τα Εξάρχεια.
Ρε Παύλο, πού να γυρίζεις;

Σήμερα, εδώ στο e-tetRadio.gr, φίλοι και γνωστοί, θαυμαστές κι ακροατές, γράφουμε για εκείνον. Έτσι, για να μην ξεχάσουμε ότι τον θυμόμαστε, σαν ένα κεράκι που πάντα θα καίει στη θύμησή του…

Οδυσσέας Ιωάννου, στιχουργός, μουσικός παραγωγός
Μελωδία 99.2
Άτυπο Χρονολόγιο
-Χειμώνας του 1986, Ροντέο.  Κουβεντιάζουμε στο καμαρίνι. Εγώ στα δέκα οχτώ μου, συντάκτης του περιοδικού "Μουσική". Πήγα πολλές φορές. Με ρώτησε πόσα παίρνω. Ενάμισυ χιλιάρικο τη σελίδα, του είπα. "Μαλακίες, θα πάρω τον Κυριαζίδη να του πω να σου δώσει περισσότερα, δεν είναι λεφτά αυτά..." Δεν ξέρω αν τον πήρε ποτέ.

- Αρχές 1990. Τραγουδάει με το δεξί χέρι μπαταρισμένο. "Τι τρέχει;", τον ρώτησα. "Πλάκωσα το χέρι μου στον ύπνο και κάτι έπαθαν κάποια αγγεία". Οι φίλοι μου, μου έλεγαν πως με δουλεύει, έχει κάψει το χέρι από την πρέζα. Τον Παύλο πιστεύω.

- Καλοκαίρι του 1990. Μου τηλεφωνεί στον σταθμό (902 Αριστερά στα fm)  να με ρωτήσει τι λεφτά να ζητήσει για μία συναυλία που του είχαν προτείνει σε κάποια επαρχιακή πόλη. Δεν είχα ιδέα.

- 6 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Το μεσημέρι μαθαίνουμε για τον θάνατό του. Αφιέρωμα στην εκπομπή με τραγούδια του. Από το τηλεφωνικό κέντρο μου λένε πως θέλουν να μου μιλήσουν από την οικογένεια του Σιδηρόπουλου. Παγώνω. σκέφτομαι πως κάποια βλακεία θα έχω πει στον αέρα. Είναι ο Θανάσης, ο άντρας της αδερφής του Παύλου, της Μελίνας. "Είμαστε μαζεμένοι όλοι σπίτι και σε ακούμε".

- Κάποια χρόνια μετά, δεν θυμάμαι. Τηλεφώνημα από τη Μελίνα. "Θέλουν να πετάξουν τον Παύλο έξω από το νεκροταφείο". Μεσολαβούμε κάποιοι άνθρωποι στον Δήμαρχο Νέας Φιλαδελφείας.

- 6 Δεκεμβρίου 2009. Παρών. Του χρωστάμε όλοι το πάντρεμα της ελληνική γλώσσας με τη rock φόρμα. Αξεπέραστος στιχουργός σε αυτό που έκανε. Γλυκός και όμορφος. Ωραίος μύθος.


Αναστάσιος Οικονόμου, συγγραφέας, δημοσιογράφος
Kathimerini.gr
Ένα απόγευμα, 6 Δεκεμβρίου ήταν, το 1990,  ο Παύλος έφυγε. Δεκαεννιά χρόνια πριν από σήμερα και είκοσι χρόνια μετά το ξεκίνημά του. Στα χρόνια της Χούντας, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τον Παντελή Δεληγιαννίδη γίνονται «Δάμων και Φιντίας» και συνθέτουν μουσική στα όρια της ύπαρξης και της λογοκρισίας. Εκεί θα συνεχίσει να κινείται και στη μεταπολίτευση, με τη «Σπυριδούλα». Κυκλοφορούν το «Φλου» και ο Παύλος δεν θέλει χρήματα από αυτή τη δουλειά. Από το 1980 και μετά γίνεται ένας από τους «Απροσάρμοστους» και δημιουργούν το μύθο του συγκροτήματος, καθώς και ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού ροκ.
Ο αντίκτυπος του ονόματός του είναι τέτοιος που ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς δίσκους του κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του. Ακόμη και σήμερα, ο μουσικός του λόγος παραμένει επίκαιρος, μεταδοτικός, όπως η αμφισβήτηση. Ο χρόνος και ο θάνατος δεν μπόρεσαν να στηρίξουν τη λογοκρισία και να σταματήσουν τα μπλουζ του πρίγκιπα.  


Κώστας Λημναίος, δημοσιογράφος
Περιοδικά CAR, Τηλέραμα
«Είσαι σίγουρος ότι πέθανε;»
Η ελαφρώς «μασημένη» κασέτα (μια TDK 60άρα, που πρέπει ακόμα να υπάρχει κάπου...), γλίστρησε στο κόκκινο Sanyo, που αποτελούσε κάτι σαν το... σακίδιο εκστρατείας. Ήδη, εκείνη την εποχή, το κασετόφωνο αυτό, ήταν απροσδιορίστου ηλικίας, αλλά ορίτζιναλ γιαπωνέζικο. Με μια ελαφριά σφαλιάρα, κάτι σαν το κέρμα στο jukebox, δεν με πρόδωσε ποτέ!
Άρχισε να παίζει το «R & R στο κρεβάτι», που ήταν - και είναι - ένας από τους... εθνικούς μου ύμνους. Απ’ το πρωί εκείνης της ημέρας ζούσαμε στιγμές ανάτασης, που αμφιβάλλω αν θα ζήσουμε ξανά στη ζωή μας. Είχαμε σπάσει τα λουκέτα στο σχολείο και είχαμε προχωρήσει στις καταλήψεις, τις μεγαλύτερες της μεταπολιτευτικής περιόδου, που κορυφώθηκαν, ένα μήνα αργότερα, με τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα.
Η βραχνή φωνή του Βίκτωρα έκοψε το παρτάκι, στην αίθουσα... «Ρε, πέθανε ο Παύλος! Το άκουσα στο ράδιο». Πάτησα το στοπ. Μια μελαχρινή κοπέλα, με όμορφα μάτια, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά της, άρχισε να κλαίει. Οι κοπέλες ερωτεύονται, κιόλας, τους ροκ ήρωες, εμείς, απλά, θέλαμε να τους μοιάσουμε. Ο Ανδρέας άρπαξε μια κιθάρα, με σπασμένες χορδές κι άρχισε να παίζει κομμάτια απ’ τον «Ασυμβίβαστο». Η ειρωνεία είναι ότι το πρωί της ίδιας ημέρας, η συντονιστική των καταλήψεων στου Ζωγράφου, είχε αποφασίσει να καλέσει τον Σιδηρόπουλο για συναυλία. Θα ερχόταν, έστω και μ’ ένα χέρι, αφού το δεξί είχε παραλύσει απ' τις παρενέργειες της ηρωίνης.
Τον είχα δει ένα μήνα πριν, το Νοέμβριο του ‘90, στο θρυλικό «Αν», στα Εξάρχεια, στην τελευταία του παράσταση. Στην εφηβεία, δύσκολα πιστεύεις ότι οι ήρωές σου είναι τρωτοί, ακόμα κι αν δεν μπορούν να κουνήσουν το χέρι τους. Είναι από τις περιπτώσεις όπου ο θάνατος δεν καθιερώνει, αλλά «σελιδοποιεί» τον μύθο!
Για τον Παύλο μιλούν, πλέον, οι χιλιάδες γνωστοί και φίλοι του, οι πολλοί... άγνωστοι που φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του, αλλά πάνω απ’ όλα η μουσική του. Τον συναντάς στις live σκηνές της Αθήνας, όπου οι παλιοί του συνεργάτες στους «Απροσάρμοστους» και τη «Σπυριδούλα», ο κολλητός του, Δημήτρης Πουλικάκος, αλλά και πολλά σύγχρονα γκρουπάκια, τιμούν τον ιεροκήρυκα της ελληνικής ροκ σκηνής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την 6η Δεκεμβρίου του 1990.
«Ρε Βίκτωρ, είσαι σίγουρος ότι πέθανε;»…  


Άκης Καπράνος, μουσικός - κριτικός κινηματογράφου
Η πρώτη φορά που άκουσα Παύλο Σιδηρόπουλο ήταν μάλλον ανορθόδοξη: το συγκρότημα του ξάδερφου μου έκανε πρόβα κι εγώ, 13 χρονών τότε, παρακολουθούσα αμίλητος. Έπαιζαν το Rock & Roll Στο Κρεββάτι. Και... δε μου άρεσε. Θες επειδή το «σκότωναν» το καημένο, θες επειδή τα αυτιά μου ήταν συνηθισμένα στους στίχους των Beatles, όπως και να’χει, η στιγμή ήταν ατυχής. Έτσι, όταν ήρθε η εποχή των ανακαλύψεων και τα βινύλια άρχισαν να στοιβάζονται στο δωμάτιο μου, τον Σιδηρόπουλο δεν τον πλησίασα. Τον έμαθα όπως τον έμαθαν οι περισσότεροι της γενιάς μου. Ακούγοντας τα κομμάτια του σε ροκ μαγαζιά – εγώ συγκεκριμένα στην Town Pump και στο Διαχρονικό – κλασσικά Πειραιώτικα μαγαζιά. Αν ήσουν πιστός θαμώνας, μέσα σε ένα περίπου χρόνο είχες ακούσει τουλάχιστον δυο δίσκους. Κομμάτι-κομμάτι. Γιατί, όπως θα μάθαινα αργότερα, στους δίσκους του δεν υπάρχαν αυτά που στη γλώσσα της μουσικής βιομηχανίας ονομάζονται “fillers”. Κομμάτια δηλαδή που σκοπό έχουν να ενώνουν τα κενά ανάμεσα στα hit-άκια ενός άλμπουμ. Ο Σιδηρόπουλος (είτε παρέα με την Σπυριδούλα, είτε με τους Απροσάρμοστους) δεν είχε τέτοια. Κάθε τραγούδι μετρούσε και έτσι, όλα «έπαιζαν». Τίποτα δεν ήταν για πέταμα - για την ακρίβεια, ή άκουγες (και λάτρευες) ολόκληρο τον δίσκο, ή τον απέρριπτες εξ’ αρχής. Και σύντομα ήλθε και αυτό το γνώριμο feel. Τα πίνατε παρέα πλέον. Τα λέγατε... Ύστερα, διάβαζες και κείμενα του. «Το ροκ πιστεύει στην αναγκαιότητα της τέχνης, πιστεύει στο συναίσθημα με σίγμα κεφαλαίο, πιστεύει στο υποσυνείδητο, στην Ειρήνη με έψιλον κεφαλαίο, στην πίπα της Ειρήνης με έψιλον κεφαλαίο. Τί άλλο θέλεις να σου πω για να ξυπνήσεις επιτέλους;». Και τότε έλεγες, «βρήκα που ανήκω». Ο Σιδηρόπουλος (και όχι ο «Παύλος») όμως δεν ανηκε πουθενά. Κι όμως ήταν πιο πολιτικός από ολάκερο τον συρφετό που, μετά την μεταπολίτευση βγήκε να δηλώσει "αντιστασιακός". Και με κάτι cohones "να" με το συμπάθιο. Όχι επειδή τα έβγαζε έξω και τα έδειχνε. Επειδή είχε το θάρρος να είναι ο εαυτός του σε μια γαμωχώρα όπου είσαι ότι δηλώσεις. Γι αυτό χάθηκε μόνος. Δίχως θριαμβευτικές συναυλίες τύπου Poll, δίχως φανταχτερές δηλώσεις κι εμφανίσεις. Περίπου όμως εμφανίστηκε. Για δες όμως που δεν ξεχνιέται. Ευτυχώς, δεν ξεχνιέται.


Γιάννης Καφάτος, δημοσιογράφος
www.u-hoo.gr/gianniskafatos
Δυο κουβέντες για ένα «νεταρισμένο» πρόσωπο σε μια «φλου» χώρα
"Γιάννη, μπορείς να γράψεις δύο κουβέντες για τον Παύλο Σιδηρόπουλο;" με προσκάλεσε ο Σπύρος. Στις 6 Δεκεμβρίου, το απόγευμα, το 1990 πέθανε. OD!
'Ευχαριστώ, μπορώ", είπα. Και μετά σκέφτηκα: ρε, μπας κι απλώς η ψωνάρα μου είπε "ναι"? Τι ξέρω εγώ για τον Παύλο Σιδηρόπουλο?
Ξέρω τα βασικά, έχω ακούσει τα τραγούδια του, αλλά δεν "την άκουσα μαζί του".
Ξέρω ότι ελληνική ροκ σκηνή προσπαθεί να τον ξεπεράσει στα μάτια των "γκουρού" που έχουν καταστρέψει τη μουσική και το ραδιόφωνο.
Είναι το είδωλο που χρειαζόμασταν, τότε... ως γενιά, που να μιλάει ελληνικά. Η ελληνική ροκ σκηνή ήθελε ένα δικό της Μόρισον, έναν Χέντριξ. Ήθελε ένα ωραίο αγόρι που ήταν ποιητής και φυσικά ... «καταραμένος».
Και αυτός ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, έφυγε όμως και κατέβηκε στην Αθήνα αφήνοντας την πόλη-φετίχ για τους Αθηναίους στη σκυλάδική της παράδοση. Είναι από τους καλλιτέχνες που δεν πρόλαβα να γνωρίσω ως δημοσιογράφος – γι’ αυτό άλλωστε έγινα δημοσιογράφος: για να γνωρίζω «μούρες» - και λυπάμαι πολύ.
Είναι η «μούρη»! Το πρόσωπο, η εικόνα η απολύτως... net, της ελληνικής ροκ σκηνής, που θα μπορούσε να είναι κι άλλα πράματα απ’ αυτά που τελικά αντέχει η flou Ελλάδα.


Γιώργος Χατζηπαύλου, μουσικός παραγωγός
Freedom 88,9
8 Δεκεμβρίου 1990. Εκτελώ το καθημερινό καθήκον μου απέναντι στην οικογενειακή ενημέρωση. Αγορά εφημερίδας. Ξεφυλλίζοντάς τη, βλέπω μία συνέντευξη του Μαρκ Τσάπμαν. «Άφεση αμαρτιών ζητά ο δολοφόνος του Λένον». Τη διαβάζω με την οργή ενός πιτσιρικά που μετρά 2 χρόνια σχέση με το ροκ και πρώτο έρωτα τους Beatles.
Στην ίδια σελίδα όμως υπάρχει ένα ακόμη κείμενο.
«Ο θάνατος δεν ήταν φλου». Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε φύγει 2 μέρες πριν. Έτσι τον γνώρισα. Στο τέλος.
Όμως, για μένα, ήταν η αρχή. Για να αγαπήσω τον ελληνικό στίχο. Την ειλικρίνεια στη χαρά και στον πόνο μέσα από λέξεις και μουσική. Το πάθος να λες δυνατά ό,τι σε ευχαριστεί ή σε τρομάζει.
Να ακούσω τα τραγούδια του και να ανακαλύψω ότι είναι μικρές διαδρομές σε σκέψεις και συναισθήματα.
Κρατάω ακόμα εκείνη τη σελίδα σαν ενθύμιο μιας γνωριμίας, όχι μόνο με έναν καλλιτέχνη, αλλά με έναν κόσμο γεμάτο από τα χρώματα της ψυχής.