«Γιατί έκαναν την επιλογή οι καλλιτεχνικοί διευθυντές;»
26 Μαΐου 2020Μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του φιλόδοξου πιλοτικού προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» και αφού είδαμε προσεκτικά άλλη μια φορά τις προτάσεις των εποπτευόμενων φορέων και συζητήσαμε με ανθρώπους του χώρου, καταγράφουμε τις κύριες ενστάσεις και σχόλια όπως τα ακούσαμε και μας τα είπαν.
«Γιατί έκαναν την επιλογή οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των εποπτευόμενων φορέων;»
1) Στο πρόγραμμα που εφεξής θεσμοθετείται, η Υπουργός Πολιτισμού διευκρίνισε ότι οι επιλογές έγιναν φέτος με συνοπτικές διαδικασίες από τους φορείς ενώ από του χρόνου θα γίνονται από 7μελή επιτροπή στην οποία θα μετέχουν και οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των ίδιων φορέων. Αλλά κατά τον αντίλογο: Α) Δεν μπορούν να ασκούν εθνική πολιτιστική πολιτική οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των εποπτευομένων οργανισμών. Οφείλουν να διοικούν τον οργανισμό που ανέλαβαν, να συνεργάζονται με όλους τους φορείς, να συντονίζουν δράσεις... Όχι να μοιράζουν παραστάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους, βάσει του προσωπικού τους οράματος και της ατζέντας προσώπων που είναι φυσικό να έχουν. Έτσι άλλωστε εξαιρείται όλο το «off Broadway» κομμάτι των τεχνών που είναι και αυτό το οποίο πλήττεται περισσότερο από όλα. Β) Αυτό είναι το τρίτο προνόμιο που αφορά στους καλλιτεχνικούς διευθυντές που έχουν το δικό τους χώρο για να αναπτύσσουν τη δική τους πολιτιστική πολιτική και που έχουν εξασφαλισμένη θέση στο Ελληνικό Φεστιβάλ για τις παραγωγές τους. Διότι ακόμα και φέτος όταν το Φεστιβάλ καλείται να εξαιρέσει αρκετές άλλες παραγωγές, το μόνο που δεν σκέφτεται είναι να εξαιρέσει παραγωγές των εποπτευόμενων φορέων. Θα μπορούσαν να επιλεγούν διαφορετικά οι εκδηλώσεις; Με πραγματική πρόσκληση ενδιαφέροντος και με μία επιτροπή αξιολόγησης; Ναι εάν το ΥΠΠΟ είχε επιδείξει άμεσα αντανακλαστικά στην αρχή της επιδημίας. Όπως ξέρουμε όμως ολιγώρησε αναζητώντας τελικά ασθμαίνον λύσεις.
«Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» ή «Ελληνικό Φεστιβάλ»;
2) Το πρόγραμμα «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» το οποίο αγκαλιάζει εκδηλώσεις δωρεάν με μόνο αντίτιμο το εισιτήριο εισόδου στα αρχαιολογικά μνημεία, εφόσον υπάρχει τέτοιο, «λειτουργεί ευθέως ανταγωνιστικά προς το Ελληνικό Φεστιβάλ που διεξάγεται τη ίδια περίοδο». Όπως μας είπαν χαρακτηριστικά «όταν μπορείς να παρακολουθήσεις δωρεάν ρεσιτάλ (18/7) της κορυφαίας μέτζο σοπράνο Ανίτα Ρατσβελισβίλι, στην Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας, με τη συνοδεία της ορχήστρας της ΕΛΣ υπό τον Λουκά Καρυτινό, γιατί να πάς μ΄ένα εισιτήριο τουλάχιστον 25 ευρώ (το φθηνότερο) στο Ηρώδειο να παρακολουθήσεις άλλη παραγωγή της Λυρικής;» Θα το κάνουν ασφαλώς κάποιοι φιλόμουσοι. Όχι το μεγάλο κοινό.
3) Ως προς το πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ, ήδη εξαιρέθηκε ολόκληρη η Πειραιώς και κάποιες παραγωγές από την Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Οι συντελεστές αρκετών από αυτές δούλευαν και μέσα στην καραντίνα (γνωρίζουμε περιπτώσεις προβών με τηλεδιάσκεψη και πολύ άγχος). Γιατί δεν επελέγησαν και κάποιες από αυτές τις παραγωγές;
Πού είναι η σύγχρονη ελληνική μουσική;
4) Απουσιάζει ηχηρά η σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή, ένα πεδίο με πολύ κόσμο που πλήττεται τρομαχτικά από την κρίση. Αν εξαιρέσει κάποιος το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη, την παρουσία της πολύ καλής Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας Βόλου, το γυναικείο φωνητικό σύνολο Chórεs της Μαρίνα Σάττι και τους Στέφανο Κορκολή-Σοφία Μανουσάκη, Μανώλη Μητσιά-Καρυφιλιά Καραμπέτη, αυτοί σε προγράμματα μελοποιημένης ποίησης που τα έχουν παρουσιάσει σε πολλούς χώρους τα προηγούμενα χρόνια, οι συνθέτες, τραγουδιστές, τραγουδοποιοί και μουσικοί αισθάνονται «ριγμένοι». Και είναι.
Πώς θα πληρωθούν όσοι συμμετέχουν;
5) «Πώς θα πληρωθούν; Με συμβάσεις ορισμένου χρόνου; Μ΄ένα πακέτο για την παραγωγή ανεξαρτήτως του αριθμού παρουσιάσεων; Οι πρόβες θα πληρωθούν;». Επίσης τα 2 εκ.ευρώ που στοιχίζει συνολικά το πρόγραμμα πώς θα διανεμηθούν στους συμμετέχοντες φορείς Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής, Momus, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, αλλά και ΕΜΣΤ, Θέατρο Τέχνης, Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», Λύκειον των Ελληνίδων, ΝΕΟΝ; Πώς θα συνεννοηθούν οι φορείς και τι πλαφόν έχει καθένας τους;
6) Στις τρεις προτεινόμενες παραγωγές από το Εθνικό Θέατρο, η μία αφορά σε δραματοποιημένη, αγγλόφωνη εκδοχή του αριστουργήματος του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» (1883), «σε μία προσπάθεια σύνδεσης του αγγλόφωνου κοινού με τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία». Όμως μία πολύτιμη αρετή του Βιζυηνού είναι η γλώσσα του, περισσότερο ίσως και από την πλοκή του.