ΝΙΚΟΣ ΠΛΑΤΙΑΣ

ΝΙΚΟΣ ΠΛΑΤΙΑΣ
Ακολουθήστε μας στο Google news

http://www.myspace.com/platiasnikos
Ο νέος τραγουδοποιός Νίκος Πλατιάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά.Από το 2004 μέχρι σήμερα,συνεργάζεται σταθερά με την θεατρική ομάδα των Άνω Αμπελοκήπων "Άπλετοι Κήποι".

05 Ιανουαρίου 2010http://www.myspace.com/platiasnikos
Ο νέος τραγουδοποιός Νίκος Πλατιάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά.Από το 2004 μέχρι σήμερα,συνεργάζεται σταθερά με την θεατρική ομάδα των Άνω Αμπελοκήπων "Άπλετοι Κήποι". Το 2007 σε συνεργασία με τον πολιτιστικό σύλλογο Άνω Αμπελοκήπων διευθύνει την οργάνωση και παραγωγή της πρώτης καλλιτεχνικής συνάντησης νέων δημιουργών με τίτλο 'τραγουδάκια έξω', με συμμετοχή της Δανάης Παναγιωτοπούλου, του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, της Παυλίνας Κωνσταντοπούλου, του Ηλία Βαμβακούση και του Ορέστη Ντάντου. Ιδρυτικό μέλος και φωνή του πειραματικού σχήματος Tango Lab,ενώ παράλληλα βρίσκεται στη διαδικασία προετοιμασίας για την παραγωγή της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς.

Μίλησέ μας για τη σχέση σου με το θέατρο και τη συμμετοχή σου στα τραγουδάκια έξω.
Πριν τη γνωριμία μου με την θεατρική ομάδα άνω Aμπελοκήπων «άπλετοι κήποι», η σχέση μου με το θέατρο ήταν αρκετά ελλειμματική θα έλεγα. Μέσα από τη συνεργασία μου και τη φιλία μου με τα μέλη της ομάδας αυτής κατάφερα να αποκτήσω μια πιο εμπεριστατωμένη και βαθιά προσέγγιση της τέχνης του θεάτρου. Άρχισα να ψηλαφώ τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική. Τόσο οι μεν όσο και οι δε, φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες στην δική μου προσέγγιση του ύφους και των ερμηνευτικών μέσων που θα ήθελα να χρησιμοποιήσω στην απόδοση του νοήματος με το οποίο καταπιάνομαι σε κάθε τραγούδι, κάτι για το οποίο είμαι ιδιαιτέρως ευγνώμων και περήφανος για την σχέση αυτή. Άλλωστε όπως έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη, το θέατρο αποτελεί την δραματοποίηση και οπτικοποίηση των ίδιων νοημάτων, εικόνων και αφηρημένων εννοιών τα οποία προσπαθεί να μεταφέρει ένα τραγούδι. Τα «τραγουδάκια έξω», τίτλος που επινοήθηκε εύστοχα από τον εγνωσμένης αξίας πια, τραγουδοποιό Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, ήταν πιστεύω η κορύφωση της σχέσης μου με τους «άπλετους», τόσο για την προτροπή τους όσο και την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια που παρείχαν για την υλοποίηση αυτής της ιδέας. Οφείλω να πω σ’ αυτό το σημείο πως η συνάντηση αυτή των νέων δημιουργών ήταν ίσως η πρώτη καλλιτεχνική συνάντηση που στήθηκε εξολοκλήρου από τους ίδιους τους δημιουργούς που εμφανίστηκαν. Και παρά τον ερασιτεχνισμό που ήταν αναπόφευκτος λόγω του πενιχρού των διαθέσιμων πόρων για την υλοποίηση της, με την στήριξη όλων των μελών της ομάδας, των μουσικών και φυσικά την άμισθη συμβολή των ίδιων των δημιουργών, καταφέραμε να παρουσιάσουμε ένα αρκετά αξιόλογο ακρόαμα με ανέλπιστα ικανοποιητική προσέλευση κόσμου.

Τι πιστεύεις πως είναι αυτό που ενώνει τη λεγόμενη "νέα γενιά καλλιτεχνών" στο ελληνικό τραγούδι;
Αποφεύγοντας τις όποιες συγκρίσεις με το παρελθόν, νομίζω πως αυτή η γενιά, και μιλώ ως «φανατικός» ακροατής της, είναι η απόδειξη πως το ελληνικό τραγούδι εξελίσσεται έτσι ακριβώς όπως θα του άξιζε. Ανάμεσα στους δημιουργούς και τους ερμηνευτές αυτής της γενιάς του τραγουδιού που θα μπορούσα να σκεφτώ, μπορεί κάποιος να βρει με αξιοσημείωτη ευκολία αριστουργήματα ικανά να πείσουν και τον πλέον δύσπιστο πως αξίζουν κάθε προσοχή και στήριξη οι νέοι καλλιτέχνες. Και γνωρίζοντας την δική σας συμβολή σε αυτό, θα διακινδύνευα δίχως δεύτερη σκέψη να υποστηρίξω πως, με το έργο που μας έχει καταθέσει και που πρόκειται να δούμε στην συνέχεια από αυτήν τη γενιά, εάν η «εθνική Ελλάδος» του τραγουδιού όπως είχε αναφέρει πριν χρόνια ο Οδυσσέας Ιωάννου τα κατάφερε άψογα στην αποστολή του, νομίζω πως το ίδιο και καλύτερα μπορεί και πρέπει να τα καταφέρει η «εθνική ελπίδων». Είμαι πεπεισμένος πια, πως η όποια αισιοδοξία για το ελληνικό τραγούδι, οφείλεται καθαρά στο έργο και την προσπάθεια αυτής της γενιάς εν μέσω εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών.

Στο myspace σου συναντάμε ένα τραγούδι γραμμένο από εσένα, το οποίο ερμηνεύει η Ελισάβετ Καρατζόλη. Μίλησέ μας για τη συνεργασία σου με την ερμηνεύτρια.
Δεν μπορώ να μιλήσω για το συγκεκριμένο τραγούδι δίχως να αναφέρω την ευγνωμοσύνη μου για την γνωριμία μου με την κατά κοινή ομολογία πολύ μεγάλη ερμηνεύτρια Ελισάβετ Καρατζόλη. Εκτός από δασκάλα φωνητικής, στάθηκε για μένα «καλλιτεχνική μητέρα» όπως συχνά της αναφέρω. Όταν λοιπόν γράφτηκε το τραγούδι «Θα περπατήσω πλάι σου», εκτός από το γεγονός ότι ανακάλυψα πως έχω στα χέρια μου ένα μάλλον γυναικείο τραγούδι ή αν θες, πιο κοντινό σε αυτό που συχνά αναφέρεται ως «γυναικεία ψυχοσύνθεση», στη σκέψη είχα αυτόματα την φωνή αυτής της ερμηνεύτριας. Στη συνέχεια, πειραματιζόμενος με την ενορχήστρωση του κομματιού η οποία υπάρχει στην ιστοσελίδα, το παρουσίασα στην Ελισάβετ και είναι προς τιμήν της το γεγονός ότι το αγκάλιασε με περισσή αγάπη από την πρώτη στιγμή, αποδίδοντας κατά την γνώμη μου μια εξαιρετική ερμηνεία και δίνοντας στο κομμάτι μια δυναμική άγνωστη σε μένα μέχρι τότε. Επίσης προς τιμήν της, από τότε δεν έχει λείψει ποτέ από τις λιγοστές κατά τ’ άλλα εμφανίσεις μου αποδεικνύοντας μου στην πράξη την συμπαράστασή της και την φιλία της για την οποία είμαι παραπάνω από υπόχρεος.

Πώς το βλέπεις σήμερα το ελληνικό τραγούδι; Πάμε καλά;
Όπως προανέφερα, το ελληνικό τραγούδι δεν έχει το παραμικρό να φοβηθεί χάρη κυρίως σε αυτή τη γενιά των νέων δημιουργών. Κατά τη γνώμη μου, πάει περίφημα! Ίσως οφείλεται στο γεγονός πως η δυστοκία των δισκογραφικών εταιριών να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του και η δικαιολογημένη έλλειψη απαραίτητων πόρων έχει μειώσει την οποιαδήποτε παρέμβαση στο έργο των δημιουργών, γεγονός στο οποίο θα περίμενε  κανείς μια έκπτωση στο αισθητικό αποτέλεσμα, εντούτοις με μεγάλη μου χαρά διαπιστώνω πως το ύφος, το περιεχόμενο και η αισθητική των έργων που παρουσιάζουν διαρκώς νέοι δημιουργοί, αποδεικνύει στην πράξη πως έχουμε να κάνουμε με μια νέα άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού που δυστυχώς, έπεται να ανακαλυφθεί από τα μέσα και κυρίως το ραδιόφωνο που είναι και ο φυσικός χώρος της μουσικής. Τόσο οι νέοι δημιουργοί που ήδη μας έχουν συστηθεί μέσω δισκογραφίας όσο και οι δημιουργοί που βρίσκονται «προ των πυλών», δείχνουν μια αξιέπαινα ώριμη αντιμετώπιση στην υπόθεση που λέγεται ελληνικό τραγούδι, πατώντας γερά τόσο στην παρακαταθήκη της προηγούμενης και  καταξιωμένης γενιάς, όσο και στην διαρκώς εξελισσόμενη πορεία της ίδιας της μουσικής παγκοσμίως, σε τεχνικά μέσα και μουσικές φόρμες. Ο πειραματισμός γίνεται πια στοχευμένα, με σαφήνεια και με γνώση του αντικειμένου. Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψη, δεν θα μπορούσα παρά να είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος για αυτά που πρόκειται να ακούσουμε στο μέλλον και περήφανος για τους νέους δημιουργούς που ήδη γνωρίζω το έργο τους.

Πιστεύεις στις ταμπέλες; Υπάρχει το έντεχνο;
Θέλοντας να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, νομίζω πως πρέπει να γίνει ένας σαφής επαναπροσδιορισμός για τον ρόλο που καλούνται να παίξουν οι όποιες διαχωριστικές γραμμές στην μουσική. Ως δημιουργός δεν ενδιαφέρομαι καθόλου να υπηρετήσω καμιά μουσική ταμπέλα. Οι μάλλον διακριτές διαφορές ανάμεσα στα πολλά είδη της ίδιας της ελληνικής μουσικής, πίστευα και πιστεύω, πως αφορούν σε ένα ζήτημα καθαρά υποκειμενικό. Και αυτό διότι βασίζονται στην προσωπική αισθητική του καθενός από μας, στις μουσικές καταβολές, στο ύφος, το περιεχόμενο, καθώς και στα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούνται. Δεν θεωρώ πως δικαιούμαι ως δημιουργός να κρίνω το έργο των υπολοίπων και να περιχαρακωθώ σε μια υπο- ομάδα λειτουργώντας με μια κακής ποιότητας αυταρέσκεια που θα υποδήλωνε μια προβληματική και λανθάνουσα σχέση με την ίδια τη μουσική χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως έτσι λειτουργεί το «έντεχνο», τουλάχιστον έτσι όπως εγώ το γνώρισα και ταυτίστηκα με τους εκφραστές του. Νομίζω πως ο ρόλος ενός δημιουργού περιορίζεται στο να καταθέτει απλώς την άποψή του για το ελληνικό τραγούδι μονάχα μέσα από τα έργα του. Και αυτό αν θες, συνιστά μια ιδιαίτερη ευθύνη ως προς το τι υλικό καταθέτει προς ακρόαση ο καθένας μας. Νομίζω πως είναι πολύ πιο χρήσιμο και παραγωγικό να αποφεύγεται η οποιαδήποτε αγκύλωση σε ταμπέλες και χαρακτηρισμούς που είναι χρήσιμοι για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους. Το ίδιο το νόημα της λέξης «έντεχνο» περικλείει μέσα του όλους τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να είμαστε ιδιαιτέρως προσεχτικοί στην χρήση της. Δεν θα ήθελα να δώσω προσωπικό ορισμό. Λειτουργώντας κυρίως ως ακροατής, θα μπορούσα να πω πως είναι ευρύτατα γνωστή στο κοινό η σημασία της λέξης, κυρίως από τους ίδιους τους εκφραστές αυτού του μουσικού «ιδιώματος». Όσον αφορά στην ισχύ του λεγόμενου «έντεχνου», ένα υλικό το οποίο σέβεται τη γνώση και την αισθητική του κοινού στο οποίο απευθύνεται νομίζω πως δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Επιχειρώντας να προβοκάρω συνειδητά το ερώτημα, θεωρώ πως είναι μια συζήτηση που ελάχιστα αφορά τους δημιουργούς αλλά ως επί το πλείστον απευθύνεται στους ανθρώπους του χώρου που δείχνουν να έχουν ανάγκη τις διαχωριστικές γραμμές ώστε να μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται επαγγελματικά, κάτι που υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι και θεμιτό, αν και δεν μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής η συντεχνιακή προσέγγιση της τέχνης. Η ταυτότητα ενός καλλιτέχνη ήταν και παραμένει μονάχα το ίδιο του το έργο και αυτό δεν έχει την ανάγκη ταμπέλας. Το αν φυσικά η «πλειοψηφία» του κόσμου, δείχνει να προτιμά πιο «ελαφριά» πολιτιστικά «προϊόντα» (εξακολουθεί να παραμένει μαγική εικόνα το ποσοστό αυτού του κόσμου), η ευθύνη βαραίνει τους ίδιους τους ακροατές. Είναι ωστόσο ένα κοινωνικό φαινόμενο στο οποίο, οι όποιες «εκπτώσεις» διαπιστώνονται στην μουσική είναι απλώς το αποτέλεσμα και σε καμιά περίπτωση η αιτία. Φυσικά σε αυτό μεγάλο ρόλο παίζει και η ίδια η πρόθεση των μέσων να παρουσιάσουν και να μας συστήσουν έργα νέων καλλιτεχνών, και εκεί διαπιστώνω πως υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στην διάθεση των ανθρώπων που ασχολούνται με το αντικείμενο, να ανακαλύψουν «μόνοι» τους ότι καλό παράγεται. Ελπίζω, αυτή η προσπάθεια που κάνετε να ευοδωθεί, να βρει άξιους μιμητές  και να σταθεί η αφορμή ώστε να συμπληρωθούν τα κενά που υπάρχουν στα ίδια τα μέσα.

Από σχέδια πώς τα πάμε;
Αυτή την περίοδο, συγκεντρώνω το υλικό που κατά τη γνώμη μου θα άξιζε ίσως να δισκογραφηθεί (από το ένα συρτάρι στο άλλο δηλ.) και ετοιμάζομαι να ξεκινήσω τη διαδικασία ενορχήστρωσης και ηχογράφησής του, μαζί με τους συνεργάτες μου μουσικούς, όπως είναι ο Θάνος Κολοκυθάς, ο Θανάσης Αρχανιώτης, ο Χρήστος Τόλης και αισίως ο Γιάννης Μπούρας, που έχουν σταθεί μέχρι στιγμής πολύτιμοι αρωγοί σε αυτή την προσπάθεια. Παράλληλα με αυτό, συνεχίζεται πυρετωδώς η «στελέχωση» της ορχήστρας των TangoLab, ενός φιλόδοξου πειράματος με βάση την μουσική και την αισθητική του tango, ένα project για το οποίο ελπίζουμε να δοθεί από το αποτέλεσμα στο οποίο στοχεύουμε, ένας αρκετός λόγος για να συζητηθεί εκτενώς στο μέλλον αυτή η προσέγγιση που επιχειρείται, σε ένα είδος μουσικής που φαίνεται πως αποκτά αυξανόμενη απήχηση στο κοινό.