Ακολουθήστε μας στο Google news
- Ανεξάρτητα με τον αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, η Άννα Βλαβιανού το έπιασε ακροθιγώς το θέμα «Πιτσιρίκος» και η αναφορά της στις τακτικές του ως παραγωγού είναι απολύτως εύστοχες και κατά τη γνώμη μου μπορεί να ερμηνευτούν διττά.
- Το ζήτημα των χιουμοριστικών / σατιρικών εκπομπών στο ραδιόφωνο είναι μεγάλο. Η χώρα μας θεωρητικά έχει παράδοση σε κάτι τέτοιο, αφού μεγάλοι ευθυμογράφοι του παρελθόντος (Ψαθάς, Τσιφόρος κλπ) έχουν περάσει και από αυτό το μέσο. Έχει όμως και ένα μεγάλο κενό και σίγουρα δεν έχει την παράδοση της Βρετανίας ή της Αμερικής όπου το καθαρό comedy radio (όπως και η αντίστοιχη τηλεόραση) αποτελεί σημαντικό κομμάτι του ραδιοφώνου τους και της κουλτούρας τους κατ’ επέκταση.
- Στις περισσότερες περιπτώσεις –μέχρι και σήμερα- το σατιρικό ραδιόφωνο ταυτίστηκε με τις τηλεφωνικές φάρσες είτε σε επωνύμους, είτε σε ακροατές. Είναι το είδος που η Ελληνοφρένεια «αντέστρεψε» στήνοντας τον φαρσέρ στην αναμονή και περιμένοντας τον ακροατή να «πέσει» πάνω του. Είναι το είδος που συνεχίζουν εντελώς ανέπνευστα και στερεότυπα οι Αρναούτογλου- Βισκαδουράκης στο Θέμα 98,9. Και φυσικά το είδος που έκανε διάσημους (και όχι μόνο) τα Κακά Παιδιά. Φάρσες έκανε και ο Μητσικώστας από το ραδιόφωνο. Περισσότερες φάρσες και λιγότερη comedy με την αμερικάνικη έννοια του όρου, όπως θα έπρεπε.
- Στα τέλη των 80s μέχρι τις αρχές των 90s το Ράδιο Θεσσαλονίκη κυριολεκτικά «πάγωνε» την κίνηση της πόλης τα μεσημέρια με την εκπομπή «Με Γεια το Κράνος», που σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να παραλληλιστεί και με ραδιοφωνικό αντίστοιχο της πρώτης περιόδου των Άγαμων Θυτών σε μορφή επικαιρότητας. Μια καλή εκπομπή σχολιασμού και σάτυρας έκαναν κάποτε και οι Μιχάλης Λεάνης και Στέφανος Τσιτσόπουλος στον Ant1 Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος έχει κατέβει στην Αθήνα και το έριξε στα αθλητικά, ο δεύτερος μόλις αποχώρησε από τον Republic λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όχι τόσο ένδοξα όσο ανέλαβε τον σταθμό πάντως. Ο Τσιτσόπουλος κάποια τσιτάτα και χαρακτήρες από εκείνη την περίοδο τα έχει περάσει και στις μετέπειτα εκπομπές του.
- Το σατιρικό ραδιόφωνο για να πιάσει στην Ελλάδα –πιστεύω ότι- κατά βάση πρέπει να είναι «λαϊκό». Φλεγματικό χιούμορ δεν έχουμε ως λαός όπως και να το δεις, ενώ το κοινό του αείμνηστου Κακαουνάκη και του ζώντος και βασιλεύοντος Τράγκα είναι αυτό που κατόπιν θα ακούσει και την σατιρική εκπομπή. Η Γκίζα ας πούμε , παρότι τους περισσότερους μας ενοχλεί το στυλ της φωνής που έχει υιοθετήσει, ενώ μας τραβάνε τα όσα λέει, πιστεύω ότι θα είχε πολύ χαμηλότερη απήχηση αν δεν υποδύονταν αυτή την ακραία ηχητικά περσόνα, που «μιλάει» άμεσα στο λαϊκό αισθητήριο. Πόσοι θα κάθονταν να ασχοληθούν με την αισθητική της έννοιας «ο γκουρού των φανατικών της απόλαυσης»….
- Κατά τούτο θεωρώ ότι ήταν a priori ακατόρθωτο το εγχείρημα του Πιτσιρίκου για μεταφορά σε ζωντανό ραδιοφωνικό χρόνο, της ιδιότυπης και κατά βάση φλεγματικής γραφής του, της οποίας την αυταξία ας μην την ξεχνάμε λόγω της ραδιοφωνικής αδυναμίας που προέκυψε στην πορεία.
- Όταν άκουσα για πρώτη φορά την εκπομπή του (χωρίς να ξέρω ποιος είναι…) πάνω στο δεκάλεπτο είχα εκνευριστεί. Ήταν και αρχή και το όλο πράγμα έβγαινε σαν παιδάκι της Δευτέρας Δημοτικού που έμαθε το μισό ποίημα και αυτό κουτσά στραβά. Έκτοτε υπάρχει σαφής πρόοδος με κυριότερη την απόφαση του ίδιου να παρατήσει κατ’ ουσία την προσπάθεια μεταφοράς του γραπτού του λόγου σε προφορικό και να διευρύνει το περιεχόμενο της εκπομπής του. Ως προς αυτό θεωρώ ότι θα έπρεπε να μετακινηθεί και από τη σατιρική ζώνη του σταθμού σε κάποια λιγότερο «στιγματισμένη».
- Κάπου διάβασα και το σχόλιο –ερώτημα ενός αναγνώστη περί του «πόσες ώρες στον αέρα μετράνε όσοι γράφουν εδώ μέσα για ραδιόφωνο». Παρότι κάποιοι όντως μετράνε ώρες και μάλιστα πολλές, συνεχίζω να απορώ για πόσο ακόμη θα προβάλλουν αυτό το φύσει αστήριχτο επιχείρημα προς όσους ασκούν κριτική σε κάτι, είτε αυτό είναι μουσική, είτε κινηματογράφος, είτε ραδιόφωνο, λογοτεχνία κ.λ.π.
- Το να κρίνουν τους κρινόμενους οι του συναφιού τους και μόνον, ως ιδέα και μόνο, είναι από ανόητο έως απομονωτικό. Μου θυμίζει τις Ε.Δ.Ε. του δημοσίου τομέα. Παίρνει φακελλάκι ο γιατρός; Περνάει από Ε.Δ.Ε. και τον βγάζουν καθαρό οι συνάδελφοι του. Δέρνει κρατούμενους ο αστυνομικός; Μία από τα ίδια! Ε, αν είναι δυνατόν να αποζητούμε κάτι τέτοιο και στο ζήτημα της ελεύθερης κριτικής. Να υπάρχει γνώση, πάθος και ενασχόληση γενικότερη με το αντικείμενο ασφαλώς και επιβάλλεται. Αλλά το να αναζητούνται πιστοποιητικά προϋπηρεσίας και ένσημα βαρέα ή μη είναι κάτι που ουσιαστικά αποζητά την αφαίρεση του δικαιώματος για ελεύθερη κρίση.
- Βλέπω ότι στον Σταυρό του Νότου αυτή και την επόμενη εβδομάδα υπάρχει ένα indie festival (τις Τετάρτες 13 και 20/1) με ονόματα όπως The Boy, Felizol, Film κ.α. Ο χώρος αυτός που ταυτίστηκε έντονα με τον σκληρό πυρήνα του έντεχνου ήδη εδώ και καιρό έχει ανοίξει και προς άλλα ονόματα. Κωνσταντίνος Β., Παυλίδης κ.α. Πρόσφατα ο Κανελλόπουλος ήθελε να με τραβήξει στον Παυλίδη, αλλά αρνήθηκα σεβόμενος το δικαίωμα του να πάει και να «αφουγκραστεί».
- Δεν θέλω να πω πώς είναι κακό κάτι τέτοιο, ίσα-ίσα, και οι συναυλιακοί χώροι γίνονται περισσότεροι και ο ανταγωνισμός μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει στην αναβάθμιση των περισσότερων εξ αυτών (που την έχουν μεγάλη ανάγκη…).
- Από την άλλη όμως , ως ακροατής με εμμονές και ιδιαιτερότητες, πάντοτε είχα προτίμηση στα «στιγματισμένα μέρη». Τα στέκια συγκεκριμένης μουσικής. Εκεί που πας για να ακούσει indie σχήματα, εκεί που πας για πανκ, για electronica κ.λ.π. Δύο τέτοια μέρη στην Αθήνα ας πούμε (με εντελώς διαφορετική αφετηρία και προσανατολισμό) είναι το Αν και το Bios. Το ΑΝ με όλο το θρύλο που κουβαλάει και με όλες τις τροπικές θερμοκρασίες του ακόμη και μες στον βαρύ χειμώνα. Το Bios από την άλλη έχει καταφέρει κάτι που ποτέ δεν το κατάφερε συναυλιακός χώρος εντός συνόρων (στη δική μας γενιά τουλάχιστον). Να πηγαίνει ο κόσμος όταν υπάρχει κάποιο live ή κάποιο set, απλά γιατί γουστάρει και εμπιστεύεται την αισθητική του χώρου και των εκδηλώσεων του, ακόμη και όταν δεν γνωρίζει ποιος ή ποιοι εμφανίζονται . Αυτό είναι κλειδί για να δημιουργηθεί μουσικός πυρήνας σε μία πόλη, για να αρχίζουν οι συναυλίες να πηγαίνουν «από μόνες τους» χωρίς την ανάγκη του ονόματος κράχτη. Προϋποθέτει συνέπεια και καλές επιλογές, αλλά και χαμηλές τιμές, ούτως ώστε να μην καθίσταται το live είδος πολυτελείας.
- Το Degree Zero παλιά στη Θεσσαλονίκη ήταν ένα τέτοιο ωραίο live-άδικο με πανκ ροκ και μέταλ εμμονές. Πέρναγες από έξω, έμπαινες και όποιος και να ήταν πάνω στη σκηνή πέρναγες καλά. Στη Νέα Υόρκη πετύχαμε σε αυτή τη φάση το Rodeo Live Bar, το πιο American bar της πόλης, με καθημερινά live από ονόματα της country, ροκανίδι στο πάτωμα και τόνους από φυστίκια στα τραπέζια και τα μπαρ. Με τη live μουσική να θεωρείται απαραίτητο συστατικό του μαγαζιού και να αποτελεί στοίχημα για την μπάντα το να κερδίσει την προσοχή των θαμώνων και να μην ασχολούνται μόνο με το burger τους. Και σίγουρα πολύ πιο ευρύχωρο και με καλύτερη ορατότητα από το δικό μας το Rodeo…
- Αυτά το λοιπόν!
Πριν από όλα αυτά όμως να ξεκαθαρίσω ότι αν κίναγα το πρωί να πάω στη δουλειά μου, με συνοθύλευμα πρωινών νεύρων, βαρεμάρας και άγχους στο κεφάλι μου και είχα τον Κανελλόπουλο να τριγυρνάει πάνω από το κεφάλι μου για να «αφουγκραστεί», «να πιάσει το κλίμα», «να κάνει ουσιαστικές συζητήσεις», θα τον διαολόστελνα με τη μία. Οπότε εκφράζω την συμπαράσταση μου στους παραγωγούς και το λοιπό προσωπικό των ραδιοφωνικών σταθμών που πρόκειται να επισκεφτεί. Δείξτε του κατανόηση!
12 Ιανουαρίου 2010- Πριν από όλα αυτά όμως να ξεκαθαρίσω ότι αν κίναγα το πρωί να πάω στη δουλειά μου, με συνονθύλευμα πρωινών νεύρων, βαρεμάρας και άγχους στο κεφάλι μου και είχα τον Κανελλόπουλο να τριγυρνάει πάνω από το κεφάλι μου για να «αφουγκραστεί», «να πιάσει το κλίμα», «να κάνει ουσιαστικές συζητήσεις», θα τον διαολόστελνα με τη μία. Οπότε εκφράζω την συμπαράσταση μου στους παραγωγούς και το λοιπό προσωπικό των ραδιοφωνικών σταθμών που πρόκειται να επισκεφτεί. Δείξτε του κατανόηση!- Ανεξάρτητα με τον αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, η Άννα Βλαβιανού το έπιασε ακροθιγώς το θέμα «Πιτσιρίκος» και η αναφορά της στις τακτικές του ως παραγωγού είναι απολύτως εύστοχες και κατά τη γνώμη μου μπορεί να ερμηνευτούν διττά.
- Το ζήτημα των χιουμοριστικών / σατιρικών εκπομπών στο ραδιόφωνο είναι μεγάλο. Η χώρα μας θεωρητικά έχει παράδοση σε κάτι τέτοιο, αφού μεγάλοι ευθυμογράφοι του παρελθόντος (Ψαθάς, Τσιφόρος κλπ) έχουν περάσει και από αυτό το μέσο. Έχει όμως και ένα μεγάλο κενό και σίγουρα δεν έχει την παράδοση της Βρετανίας ή της Αμερικής όπου το καθαρό comedy radio (όπως και η αντίστοιχη τηλεόραση) αποτελεί σημαντικό κομμάτι του ραδιοφώνου τους και της κουλτούρας τους κατ’ επέκταση.
- Στις περισσότερες περιπτώσεις –μέχρι και σήμερα- το σατιρικό ραδιόφωνο ταυτίστηκε με τις τηλεφωνικές φάρσες είτε σε επωνύμους, είτε σε ακροατές. Είναι το είδος που η Ελληνοφρένεια «αντέστρεψε» στήνοντας τον φαρσέρ στην αναμονή και περιμένοντας τον ακροατή να «πέσει» πάνω του. Είναι το είδος που συνεχίζουν εντελώς ανέπνευστα και στερεότυπα οι Αρναούτογλου- Βισκαδουράκης στο Θέμα 98,9. Και φυσικά το είδος που έκανε διάσημους (και όχι μόνο) τα Κακά Παιδιά. Φάρσες έκανε και ο Μητσικώστας από το ραδιόφωνο. Περισσότερες φάρσες και λιγότερη comedy με την αμερικάνικη έννοια του όρου, όπως θα έπρεπε.
- Στα τέλη των 80s μέχρι τις αρχές των 90s το Ράδιο Θεσσαλονίκη κυριολεκτικά «πάγωνε» την κίνηση της πόλης τα μεσημέρια με την εκπομπή «Με Γεια το Κράνος», που σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να παραλληλιστεί και με ραδιοφωνικό αντίστοιχο της πρώτης περιόδου των Άγαμων Θυτών σε μορφή επικαιρότητας. Μια καλή εκπομπή σχολιασμού και σάτυρας έκαναν κάποτε και οι Μιχάλης Λεάνης και Στέφανος Τσιτσόπουλος στον Ant1 Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος έχει κατέβει στην Αθήνα και το έριξε στα αθλητικά, ο δεύτερος μόλις αποχώρησε από τον Republic λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όχι τόσο ένδοξα όσο ανέλαβε τον σταθμό πάντως. Ο Τσιτσόπουλος κάποια τσιτάτα και χαρακτήρες από εκείνη την περίοδο τα έχει περάσει και στις μετέπειτα εκπομπές του.
- Το σατιρικό ραδιόφωνο για να πιάσει στην Ελλάδα –πιστεύω ότι- κατά βάση πρέπει να είναι «λαϊκό». Φλεγματικό χιούμορ δεν έχουμε ως λαός όπως και να το δεις, ενώ το κοινό του αείμνηστου Κακαουνάκη και του ζώντος και βασιλεύοντος Τράγκα είναι αυτό που κατόπιν θα ακούσει και την σατιρική εκπομπή. Η Γκίζα ας πούμε , παρότι τους περισσότερους μας ενοχλεί το στυλ της φωνής που έχει υιοθετήσει, ενώ μας τραβάνε τα όσα λέει, πιστεύω ότι θα είχε πολύ χαμηλότερη απήχηση αν δεν υποδύονταν αυτή την ακραία ηχητικά περσόνα, που «μιλάει» άμεσα στο λαϊκό αισθητήριο. Πόσοι θα κάθονταν να ασχοληθούν με την αισθητική της έννοιας «ο γκουρού των φανατικών της απόλαυσης»….
- Κατά τούτο θεωρώ ότι ήταν a priori ακατόρθωτο το εγχείρημα του Πιτσιρίκου για μεταφορά σε ζωντανό ραδιοφωνικό χρόνο, της ιδιότυπης και κατά βάση φλεγματικής γραφής του, της οποίας την αυταξία ας μην την ξεχνάμε λόγω της ραδιοφωνικής αδυναμίας που προέκυψε στην πορεία.
- Όταν άκουσα για πρώτη φορά την εκπομπή του (χωρίς να ξέρω ποιος είναι…) πάνω στο δεκάλεπτο είχα εκνευριστεί. Ήταν και αρχή και το όλο πράγμα έβγαινε σαν παιδάκι της Δευτέρας Δημοτικού που έμαθε το μισό ποίημα και αυτό κουτσά στραβά. Έκτοτε υπάρχει σαφής πρόοδος με κυριότερη την απόφαση του ίδιου να παρατήσει κατ’ ουσία την προσπάθεια μεταφοράς του γραπτού του λόγου σε προφορικό και να διευρύνει το περιεχόμενο της εκπομπής του. Ως προς αυτό θεωρώ ότι θα έπρεπε να μετακινηθεί και από τη σατιρική ζώνη του σταθμού σε κάποια λιγότερο «στιγματισμένη».
- Κάπου διάβασα και το σχόλιο –ερώτημα ενός αναγνώστη περί του «πόσες ώρες στον αέρα μετράνε όσοι γράφουν εδώ μέσα για ραδιόφωνο». Παρότι κάποιοι όντως μετράνε ώρες και μάλιστα πολλές, συνεχίζω να απορώ για πόσο ακόμη θα προβάλλουν αυτό το φύσει αστήριχτο επιχείρημα προς όσους ασκούν κριτική σε κάτι, είτε αυτό είναι μουσική, είτε κινηματογράφος, είτε ραδιόφωνο, λογοτεχνία κ.λ.π.
- Το να κρίνουν τους κρινόμενους οι του συναφιού τους και μόνον, ως ιδέα και μόνο, είναι από ανόητο έως απομονωτικό. Μου θυμίζει τις Ε.Δ.Ε. του δημοσίου τομέα. Παίρνει φακελλάκι ο γιατρός; Περνάει από Ε.Δ.Ε. και τον βγάζουν καθαρό οι συνάδελφοι του. Δέρνει κρατούμενους ο αστυνομικός; Μία από τα ίδια! Ε, αν είναι δυνατόν να αποζητούμε κάτι τέτοιο και στο ζήτημα της ελεύθερης κριτικής. Να υπάρχει γνώση, πάθος και ενασχόληση γενικότερη με το αντικείμενο ασφαλώς και επιβάλλεται. Αλλά το να αναζητούνται πιστοποιητικά προϋπηρεσίας και ένσημα βαρέα ή μη είναι κάτι που ουσιαστικά αποζητά την αφαίρεση του δικαιώματος για ελεύθερη κρίση.
- Βλέπω ότι στον Σταυρό του Νότου αυτή και την επόμενη εβδομάδα υπάρχει ένα indie festival (τις Τετάρτες 13 και 20/1) με ονόματα όπως The Boy, Felizol, Film κ.α. Ο χώρος αυτός που ταυτίστηκε έντονα με τον σκληρό πυρήνα του έντεχνου ήδη εδώ και καιρό έχει ανοίξει και προς άλλα ονόματα. Κωνσταντίνος Β., Παυλίδης κ.α. Πρόσφατα ο Κανελλόπουλος ήθελε να με τραβήξει στον Παυλίδη, αλλά αρνήθηκα σεβόμενος το δικαίωμα του να πάει και να «αφουγκραστεί».
- Δεν θέλω να πω πώς είναι κακό κάτι τέτοιο, ίσα-ίσα, και οι συναυλιακοί χώροι γίνονται περισσότεροι και ο ανταγωνισμός μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει στην αναβάθμιση των περισσότερων εξ αυτών (που την έχουν μεγάλη ανάγκη…).
- Από την άλλη όμως , ως ακροατής με εμμονές και ιδιαιτερότητες, πάντοτε είχα προτίμηση στα «στιγματισμένα μέρη». Τα στέκια συγκεκριμένης μουσικής. Εκεί που πας για να ακούσει indie σχήματα, εκεί που πας για πανκ, για electronica κ.λ.π. Δύο τέτοια μέρη στην Αθήνα ας πούμε (με εντελώς διαφορετική αφετηρία και προσανατολισμό) είναι το Αν και το Bios. Το ΑΝ με όλο το θρύλο που κουβαλάει και με όλες τις τροπικές θερμοκρασίες του ακόμη και μες στον βαρύ χειμώνα. Το Bios από την άλλη έχει καταφέρει κάτι που ποτέ δεν το κατάφερε συναυλιακός χώρος εντός συνόρων (στη δική μας γενιά τουλάχιστον). Να πηγαίνει ο κόσμος όταν υπάρχει κάποιο live ή κάποιο set, απλά γιατί γουστάρει και εμπιστεύεται την αισθητική του χώρου και των εκδηλώσεων του, ακόμη και όταν δεν γνωρίζει ποιος ή ποιοι εμφανίζονται . Αυτό είναι κλειδί για να δημιουργηθεί μουσικός πυρήνας σε μία πόλη, για να αρχίζουν οι συναυλίες να πηγαίνουν «από μόνες τους» χωρίς την ανάγκη του ονόματος κράχτη. Προϋποθέτει συνέπεια και καλές επιλογές, αλλά και χαμηλές τιμές, ούτως ώστε να μην καθίσταται το live είδος πολυτελείας.
- Το Degree Zero παλιά στη Θεσσαλονίκη ήταν ένα τέτοιο ωραίο live-άδικο με πανκ ροκ και μέταλ εμμονές. Πέρναγες από έξω, έμπαινες και όποιος και να ήταν πάνω στη σκηνή πέρναγες καλά. Στη Νέα Υόρκη πετύχαμε σε αυτή τη φάση το Rodeo Live Bar, το πιο American bar της πόλης, με καθημερινά live από ονόματα της country, ροκανίδι στο πάτωμα και τόνους από φυστίκια στα τραπέζια και τα μπαρ. Με τη live μουσική να θεωρείται απαραίτητο συστατικό του μαγαζιού και να αποτελεί στοίχημα για την μπάντα το να κερδίσει την προσοχή των θαμώνων και να μην ασχολούνται μόνο με το burger τους. Και σίγουρα πολύ πιο ευρύχωρο και με καλύτερη ορατότητα από το δικό μας το Rodeo…
- Αυτά το λοιπόν!