Ακολουθήστε μας στο Google news
Των ορφανών και των αφανών οι ποιητές
21 Ιανουαρίου 2010Των ορφανών και των αφανών οι ποιητές
και οι ζωγράφοι, είναι αφανείς κι
ορφανοί
και οι ίδιοι
Των Δυνατών και των μισθοφόρων τους οι
ποιητές και οι ζωγράφοι είναι οι δολοφόνοι
των ορφανών και των αφανών.
Τέχνη πληρωμένη με επιδοτήσεις και χορηγίες,
όχι ακριβώς πουτάνα, κάτι χειρότερο: κωλ γκερλ,
μια χορτασμένη λεφτά Μέδουσα αχόρταγη
για ψυχές - έτσι βγάζει το μεροκάματό της,
μιλάει σαν κινητό τηλέφωνο
όλο και πολύ, όλο και πιο δυνατά, για να μη λέει
τίποτα, αλλά μόνον και μόνον για να σκεπάζει
με τον θόρυβό της
με τη διαφήμιση για τον θόρυβό της, τη
φωνή των αφανών - άφωνων έτσι κι αλλοιώς
κι ορφανών.
Έρχεται εφιάλτης.
Τα ποιήματα με το παπιγιόν δεν θα τον αντέξουν.
Οι αφανείς και οι ορφανοί, πουλάνε την εργασία τους για 30 ευρώ μια βρισιά και δυο απειλές.Οι άνεργοι τρίζουν δόντια από οργή
και συχνά τους δαγκώνει η πείνα.
Οι ορφανοί και οι αφανείς πωλούν το σώμα τους, τα όργανά τους, την ψήφο τους, τους κλέβουν τα παιδιά τους
ήρθε πάλι ο καιρός του λαθραίου τσιγάρου και των νεκρών γυναικών από βίζιτα και ζωή στη λάσπη που μυρίζει αλκοόλ.
Με έναν λυγμό που κράτησε αιώνες έσβησε η "Ρώμη" - κράτα και συ λογαριασμό, ορφανέ: ποιος ρήτορας ανεβαίνει στο βήμα και τί λέει. Πόσος χρυσός κρέμεται απ' τα λόγια του και πού πάει. Σε ποιες τσέπες, ποια στόματα;
Κράτα λογαριασμό, αφανή, αποδείξεις! Τρία ευρώ για ψωμί και τέσσερις ντομάτες, δυο ευρώ και κάτι για τσιγάρα, τρία ευρώ στο παιδί για το σχολείο - και θύμωνε!
Θύμωνε κρυφά!
Το ταξικό μίσος είναι, ήταν πάντα, παράνομο.
Όμως, θύμωνε! Μην κάνεις το λάθος που έκανε ο Έκτορας όταν κότεψε "δεν δείλιασες ο ίδιος" - τον παραμύθιασε ο Απόλλων -" εγώ σου έβαλα τον φόβο στην καρδιά και γύρισες την πλάτη για να σωθείς και έτσι να πολεμήσεις μιαν άλλη μέρα".
Λόγια.
Εις μάτην ωφέλεια.
Ήρθε η "άλλη μέρα" και ο ευγενικός Έκτορας έπεσε...
Χιονιάς απόψε. Ανάβει τη φωτιά ο Πρίγκηπας και ευωχείται. Καίει τις λέξεις στην πυρά και μουγγή ανεβαίνει η τσίκνα στους θεούς -
τέτοιες σπονδές είναι ύβρις. Όμως χιονιάς και ο Πρίγκηπας με τους μισθοφόρους του και τους παπαγάλους ραψωδούς γύρω του, ευτυχής ευωχείται.
Και συ ορφανέ και αφανή άφωνε, κράτα λογαριασμό: ένα ευρώ οι τρεις πατάτες και μισό ευρώ το ξινό κρασί. Και κοίτα, βλέπε, μην ξεχνάς: ποιος ρήτορας ανεβαίνει στο Βήμα και σε ταπεινώνει.
Κράτα ζεστό του παλιανθρώπου το όνομα μεσ'την καρδιά σου - μην ξεχάσεις πάλι...
Όχι αυτήν τη φορά...
Στάθης Σ.
Των ορφανών και των αφανών οι ποιητές
και οι ζωγράφοι, είναι αφανείς κι
ορφανοί
και οι ίδιοι
21 Ιανουαρίου 2010Των ορφανών και των αφανών οι ποιητέςκαι οι ζωγράφοι, είναι αφανείς κι
ορφανοί
και οι ίδιοι
Των Δυνατών και των μισθοφόρων τους οι
ποιητές και οι ζωγράφοι είναι οι δολοφόνοι
των ορφανών και των αφανών.
Τέχνη πληρωμένη με επιδοτήσεις και χορηγίες,
όχι ακριβώς πουτάνα, κάτι χειρότερο: κωλ γκερλ,
μια χορτασμένη λεφτά Μέδουσα αχόρταγη
για ψυχές - έτσι βγάζει το μεροκάματό της,
μιλάει σαν κινητό τηλέφωνο
όλο και πολύ, όλο και πιο δυνατά, για να μη λέει
τίποτα, αλλά μόνον και μόνον για να σκεπάζει
με τον θόρυβό της
με τη διαφήμιση για τον θόρυβό της, τη
φωνή των αφανών - άφωνων έτσι κι αλλοιώς
κι ορφανών.
Έρχεται εφιάλτης.
Τα ποιήματα με το παπιγιόν δεν θα τον αντέξουν.
Οι αφανείς και οι ορφανοί, πουλάνε την εργασία τους για 30 ευρώ μια βρισιά και δυο απειλές.Οι άνεργοι τρίζουν δόντια από οργή
και συχνά τους δαγκώνει η πείνα.
Οι ορφανοί και οι αφανείς πωλούν το σώμα τους, τα όργανά τους, την ψήφο τους, τους κλέβουν τα παιδιά τους
ήρθε πάλι ο καιρός του λαθραίου τσιγάρου και των νεκρών γυναικών από βίζιτα και ζωή στη λάσπη που μυρίζει αλκοόλ.
Με έναν λυγμό που κράτησε αιώνες έσβησε η "Ρώμη" - κράτα και συ λογαριασμό, ορφανέ: ποιος ρήτορας ανεβαίνει στο βήμα και τί λέει. Πόσος χρυσός κρέμεται απ' τα λόγια του και πού πάει. Σε ποιες τσέπες, ποια στόματα;
Κράτα λογαριασμό, αφανή, αποδείξεις! Τρία ευρώ για ψωμί και τέσσερις ντομάτες, δυο ευρώ και κάτι για τσιγάρα, τρία ευρώ στο παιδί για το σχολείο - και θύμωνε!
Θύμωνε κρυφά!
Το ταξικό μίσος είναι, ήταν πάντα, παράνομο.
Όμως, θύμωνε! Μην κάνεις το λάθος που έκανε ο Έκτορας όταν κότεψε "δεν δείλιασες ο ίδιος" - τον παραμύθιασε ο Απόλλων -" εγώ σου έβαλα τον φόβο στην καρδιά και γύρισες την πλάτη για να σωθείς και έτσι να πολεμήσεις μιαν άλλη μέρα".
Λόγια.
Εις μάτην ωφέλεια.
Ήρθε η "άλλη μέρα" και ο ευγενικός Έκτορας έπεσε...
Χιονιάς απόψε. Ανάβει τη φωτιά ο Πρίγκηπας και ευωχείται. Καίει τις λέξεις στην πυρά και μουγγή ανεβαίνει η τσίκνα στους θεούς -
τέτοιες σπονδές είναι ύβρις. Όμως χιονιάς και ο Πρίγκηπας με τους μισθοφόρους του και τους παπαγάλους ραψωδούς γύρω του, ευτυχής ευωχείται.
Και συ ορφανέ και αφανή άφωνε, κράτα λογαριασμό: ένα ευρώ οι τρεις πατάτες και μισό ευρώ το ξινό κρασί. Και κοίτα, βλέπε, μην ξεχνάς: ποιος ρήτορας ανεβαίνει στο Βήμα και σε ταπεινώνει.
Κράτα ζεστό του παλιανθρώπου το όνομα μεσ'την καρδιά σου - μην ξεχάσεις πάλι...
Όχι αυτήν τη φορά...
Στάθης Σ.