Ακολουθήστε μας στο Google news
Άθρον 121 παράγραφος 4
28 Ιανουαρίου 2010Άθρον 121 παράγραφος 4
είμεθα ήδη υπό επιτήρησιν, αν ενεργοποιηθεί, ένεκεν των εξελίξεων το άρθρον 8 του ιδίου
Άρθρου 121 περί Σταθερότητος στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη, θα τεθούμε υπό κηδεμονίαν...
...μου μοιάζουν όλα αυτά με τα διατάγματα που ακούγαμε καθημερινώς απ' το ραδιόφωνο τις πρώτες ημέρες της Χούντας, "σήμερον 15 Μαίου 1967
ο στρατιωτικός διοικητής φρούραρχος Πύργου συνταγματάρχης Αθανάσιος Τσαπέκης αποφασίζει και διατάσσει" - "τα κέρατά σου τα τράγια" έσφιγγε τα δόντια του ο πατέρας μου κι έκλεινε το ράδιο
έπινε, μάλλον τέλειωνε τον καφέ του,
έσβηνε το τσιγάρο του κι έφευγε για τη δουλειά,
δίνοντας μου ένα φιλί, το τάληρο της ημέρας και τη συμβουλή (επίσης της ημέρας): "να γυρίσεις απ' το σχολείο καλύτερος".
Η μάνα μου σταυροκοπιόταν - για να ελαφρώσει μάλλον τον αέρα απ'την αντράδα του πατέρα,
με φίλαγε στα μάγουλα - τρυφερά, σταυρωτά κι εγώ ρουκούλαγα τις σκάλες για το σχολείο
ακούγοντας πίσω μου τον Καζαντζίδη
να τραγουδά και τη μάνα μου να αναστενάζει...
Έξω συνήθως ψιλόβρεχε όλον τον χειμώνα, αυτήν την παρατεταμένη τσιρ - τσιρ βροχούλα του Πύργου, της Ηλείας, της Κέρκυρας, όλης της Δυτικής Ελλάδας
σήμερα Γενάρης στην Αθήνα
κι εγώ, του 1995, στα 55 μου, παιδί ακόμα με τις ίδιες αυτάρες, όμως μόνον αυτές να σώζονται απ'τη νεανική μου αρματωσιά
θέλω, παλαίμαχος, να βγω βόλτα έξω στο δριμύ κρύο της πόλης κι ας κρέμεται απ' το μπράτσο μου μόνον ο άνεμος. Πίσω απ'τα φωτισμένα παράθυρα ζεστή και γλυκειά η θαλπωρή
και προς αυτήν οι λιγοστοί διαβάτες στους δρόμους σπεύδουν βιαστικά. Κι έτσι περπατώ όλο και πιο αργά
ένα μαυρούκι με προσπερνά, άμαθος στο κρύο, χωμένος όλος σε ένα καπέλο τρέχει σχεδόν πάνω σε γρήγορα σαν να χορεύουν πόδια, κι
εγώ πάω όλοκαι πιο αργά - μου αρέσει το κρύο που τονίζει τη μοναξιά, μόνον τα μάτια μένουν ανέπαφα από δαύτο
υγρά και χλιαρά
σαν τα νερά των λιμνών τις ζεστές θερινές νύχτες, όπου μόνον οι νότες μπορούν να τα ταράξουν σε σοφούς τέλειους κύκλους - αντιθέτως
ανορέξια νευρώζα στις βιτρίνες
καθώς φωτισμένες πλέουν δίπλα μου - ποιος τις γαμεί...
Γενάρης του 2010 καθώς τελειώνει, μόνον ο σφυγμός μου μου έχει απομείνει ροκ αυτές τις νύχτες που, όπως πάντα στην πόλη, σκούζουν οι σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων όπως σκούζουν και τα ηχεία των ΜΜΕ
δείχνοντας με το δάκτυλο, αυτήν τη φορά τους γεωργούς, αύριο τους εργάτες, πέρσι τον Δεκέμβρη τους πιτσιρικάδες για όλους μας έχουν μια σφαίρα να μας παραμονεύει.
Και λοιπόν,
Ποιος μασάει αυτά που αναμασάνε τα παπαγαλάκια;
Πάντως όχι οι αυτάρες μου, όμοιες κι απαράλλαχτες με τη νεανική μου αρματωσιά - όχι και τούτον τον χειμώνα, όχι ακόμα...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
Άθρον 121 παράγραφος 4
είμεθα ήδη υπό επιτήρησιν, αν ενεργοποιηθεί, ένεκεν των εξελίξεων το άρθρον 8 του ιδίου
28 Ιανουαρίου 2010Άθρον 121 παράγραφος 4είμεθα ήδη υπό επιτήρησιν, αν ενεργοποιηθεί, ένεκεν των εξελίξεων το άρθρον 8 του ιδίου
Άρθρου 121 περί Σταθερότητος στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη, θα τεθούμε υπό κηδεμονίαν...
...μου μοιάζουν όλα αυτά με τα διατάγματα που ακούγαμε καθημερινώς απ' το ραδιόφωνο τις πρώτες ημέρες της Χούντας, "σήμερον 15 Μαίου 1967
ο στρατιωτικός διοικητής φρούραρχος Πύργου συνταγματάρχης Αθανάσιος Τσαπέκης αποφασίζει και διατάσσει" - "τα κέρατά σου τα τράγια" έσφιγγε τα δόντια του ο πατέρας μου κι έκλεινε το ράδιο
έπινε, μάλλον τέλειωνε τον καφέ του,
έσβηνε το τσιγάρο του κι έφευγε για τη δουλειά,
δίνοντας μου ένα φιλί, το τάληρο της ημέρας και τη συμβουλή (επίσης της ημέρας): "να γυρίσεις απ' το σχολείο καλύτερος".
Η μάνα μου σταυροκοπιόταν - για να ελαφρώσει μάλλον τον αέρα απ'την αντράδα του πατέρα,
με φίλαγε στα μάγουλα - τρυφερά, σταυρωτά κι εγώ ρουκούλαγα τις σκάλες για το σχολείο
ακούγοντας πίσω μου τον Καζαντζίδη
να τραγουδά και τη μάνα μου να αναστενάζει...
Έξω συνήθως ψιλόβρεχε όλον τον χειμώνα, αυτήν την παρατεταμένη τσιρ - τσιρ βροχούλα του Πύργου, της Ηλείας, της Κέρκυρας, όλης της Δυτικής Ελλάδας
σήμερα Γενάρης στην Αθήνα
κι εγώ, του 1995, στα 55 μου, παιδί ακόμα με τις ίδιες αυτάρες, όμως μόνον αυτές να σώζονται απ'τη νεανική μου αρματωσιά
θέλω, παλαίμαχος, να βγω βόλτα έξω στο δριμύ κρύο της πόλης κι ας κρέμεται απ' το μπράτσο μου μόνον ο άνεμος. Πίσω απ'τα φωτισμένα παράθυρα ζεστή και γλυκειά η θαλπωρή
και προς αυτήν οι λιγοστοί διαβάτες στους δρόμους σπεύδουν βιαστικά. Κι έτσι περπατώ όλο και πιο αργά
ένα μαυρούκι με προσπερνά, άμαθος στο κρύο, χωμένος όλος σε ένα καπέλο τρέχει σχεδόν πάνω σε γρήγορα σαν να χορεύουν πόδια, κι
εγώ πάω όλοκαι πιο αργά - μου αρέσει το κρύο που τονίζει τη μοναξιά, μόνον τα μάτια μένουν ανέπαφα από δαύτο
υγρά και χλιαρά
σαν τα νερά των λιμνών τις ζεστές θερινές νύχτες, όπου μόνον οι νότες μπορούν να τα ταράξουν σε σοφούς τέλειους κύκλους - αντιθέτως
ανορέξια νευρώζα στις βιτρίνες
καθώς φωτισμένες πλέουν δίπλα μου - ποιος τις γαμεί...
Γενάρης του 2010 καθώς τελειώνει, μόνον ο σφυγμός μου μου έχει απομείνει ροκ αυτές τις νύχτες που, όπως πάντα στην πόλη, σκούζουν οι σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων όπως σκούζουν και τα ηχεία των ΜΜΕ
δείχνοντας με το δάκτυλο, αυτήν τη φορά τους γεωργούς, αύριο τους εργάτες, πέρσι τον Δεκέμβρη τους πιτσιρικάδες για όλους μας έχουν μια σφαίρα να μας παραμονεύει.
Και λοιπόν,
Ποιος μασάει αυτά που αναμασάνε τα παπαγαλάκια;
Πάντως όχι οι αυτάρες μου, όμοιες κι απαράλλαχτες με τη νεανική μου αρματωσιά - όχι και τούτον τον χειμώνα, όχι ακόμα...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.