Η κοινή συνέντευξη ΛΕΞ και Παύλου Παυλίδη από το πρώτο τεύχος του Rolling Stone.
06 Ιουλίου 2022
Συνέντευξη στον Δημήτρη Κανελλόπουλο
Θα περίμενε κανείς ότι το να βάλεις έναν «παλιό» της ελληνικής ροκ σκηνής να μιλήσει με έναν νεότερο εκπρόσωπο του χιπ χοπ θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ακόμα περισσότερο όταν επιδιώκεις μια κοινή συνέντευξη του Παύλου Παυλίδη και του ΛΕΞ.
Η αμοιβαία εκτίμηση ήταν το κλειδί που άνοιξε διάπλατα την πόρτα σε μια τέτοια συνάντηση. Με το που ρίξαμε την πρόταση στο τραπέζι, και οι δύο καλλιτέχνες δέχτηκαν αμέσως. «Με τον ΛΕΞ; Ναι, φυσικά», ήρθε η απάντηση από τον Παύλο. «Μαζί με τον Παύλο; Και βέβαια...» είπε κι ο ΛΕΞ, παρότι στο παρελθόν απέφευγε σταθερά να μιλήσει σε δημοσιογράφους.
Μετά τη θετική απάντησή τους ακολούθησαν τα διαδικαστικά. Ο ΛΕΞ κατοικεί στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος στην Αθήνα κι εγώ αναρωτιόμουν πώς θα γινόταν να τα πούμε οι τρεις μας από κοντά. No problem για τον ΛΕΞ, ο οποίος πήρε το αεροπλάνο και κατέβηκε μια ωραία Δευτέρα του Νοεμβρίου στην Αθήνα.
Συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα, όπου τον «μάζεψα» με το αυτοκίνητο για να πάμε μαζί μέχρι τη Νίκαια, στο στούντιο όπου θα γίνονταν η συνέντευξη και η φωτογράφιση.
Για πρώτη φορά στα χρονικά έπιασα τον εαυτό μου να μην ενοχλείται από το μποτιλιάρισμα στην πόλη. Είχαμε τόσα πολλά να πούμε με τον ΛΕΞ, ξεκινώντας από το χιπ χοπ, ελληνικό και ξένο. Όταν έχεις την ευκαιρία να συζητήσεις off the record με έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του χιπ χοπ στη χώρα μας, ευγνωμονείς την κίνηση της Αθήνας για κάθε λεπτό που κερδίζεις. Στη διαδρομή μάς συντρόφευσε και ο Dof Twogee, που ταξίδεψε μαζί με τον ΛΕΞ από τη Θεσσαλονίκη. Καθισμένος στο πίσω κάθισμα, συμμετείχε στη συζήτηση, που έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Με τον Παύλο είχαμε επανειλημμένα την ευκαιρία να τα πούμε, αλλά τώρα έβλεπα και την «απέναντι» πλευρά. Η οποία μόνο απέναντι δεν στέκεται. Αντιθέτως, όσο περισσότερο μιλούσαμε τόσο βεβαιωνόμουν ότι αυτοί οι δύο συμπορεύονται.
Η θερμή χειραψία και η ειλικρινής αγκαλιά που αντάλλαξαν μόλις συναντήθηκαν τα έλεγαν όλα. «Έλα, βρε Αλέξη», τον καλωσορίζει ο Παύλος. «Πολύ χαίρομαι που σε βρίσκω, Παύλο», απαντά χαμογελώντας ο ΛΕΞ. Ήταν –είναι– μια ιστορική συνάντηση. Παρακάτω θα διαβάσετε όσα συζήτησαν. Εγώ αρκέστηκα να τους παρατηρώ και να δίνω τις πάσες, αν και δεν χρειαζόταν τις περισσότερες φορές. Βλέπετε, είχαν πολλά να πουν οι δυο τους σ’ εμάς – κι ακόμα περισσότερα ο ένας στον άλλον.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Το πρώτο στούντιο στο οποίο αισθάνθηκα την παρουσία του χιπ χοπ δίπλα μου ήταν το στούντιο του Σωτήρη Νούκα στη Θεσσαλονίκη το 2006, όταν ηχογραφούσα το Άλλη μια Μέρα. Πρώτη φορά έβλεπα γκρουπ χιπ χοπ να έρχεται και να περιμένει τη σειρά του. Μου έκανε εντύπωση ένα παιδί που το έλεγαν Μπιλμπά.
ΛΕΞ: Από την Τούμπα ήταν, δεν ξέρω τι κάνει τώρα.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν το πρώτο χιπ χοπ κομμάτι που άκουγα στο οποίο ο ράπερ τα έβαζε με τον εαυτό του. Και λέω «να κάποιος που κοιτάει στον καθρέφτη και τα χώνει». Μου φάνηκε πολύ φίνο. Καταλάβαινα τότε ότι «βράζει» η σκηνή στην πόλη.
ΛΕΞ: Βασικά η σκηνή ξεκίνησε το ’90 στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη άρχισε να σχηματίζεται ένας πυρήνας το 2000. Terror X Crew, Ζωντανοί Νεκροί, Ημισκούμπρια. Ευτυχώς, δεν υπάρχει η χαζομάρα του διαχωρισμού οι Θεσσαλονικείς να σνομπάρουν τους Αθηναίους κ.ο.κ., αν και θα μπορούσε, μια και ο στίχος με τοπικιστικό στοιχείο είναι, με την καλή και την κακή έννοια, ανώριμος πολλές φορές.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Όταν άρχισα να ζω τη φάση των Ξύλινων Σπαθιών, όταν γινόταν πιο μεγάλο το ακροατήριο, αισθάνθηκα ότι η Αθήνα ήταν εκείνη που στήριζε τη σκηνή της Θεσσαλονίκης. Με γενναιοδωρία και σεβασμό. Κάναμε τρία sold out στο Ρόδον, αλλά επιστρέφαμε στη Θεσσαλονίκη και προσγειωνόμασταν σε μία άλλη πραγματικότητα. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Δεν υπήρχε star system. Ολοι συναντούσαν όλους κι αυτό μας προστάτευε από τα καλάμια. Αν ήθελες να σε ακούν, έπρεπε να λες κάτι.
ΛΕΞ: Το ίδιο και με τη ραπ. Στην αρχή έμοιαζε σαν να έπρεπε να πάρεις τα διαπιστευτήρια από την Αθήνα. Τα πρώτα «ωχ, τι γίνεται;» ήταν στην Αθήνα. Εκεί κάναμε τα πρώτα μεγάλα live. Τώρα ισορρόπησε η κατάσταση.
Από τα πρώτα ροκ και πανκ ακούσματα στο flow της ραπ. Είναι τελικά όλα ποίηση;
ΛΕΞ: Άκουγα Παύλο Παυλίδη και Ξύλινα Σπαθιά, εννοείται. Και Τρύπες. Άκουγα ροκ στο δημοτικό. Η πρώτη ραπ συναυλία που πήγα ήταν τα Ημισκούμπρια. Έκανα σκέιτ από μικρός και έβλεπα γραμμένη σε τοίχους τη λέξη «ραπ» το ’93. Ρώτησα τι είναι το ραπ, μουσική μού είπαν. Άρχισα με κασέτες ξένων καλλιτεχνών, χωρίς να καταλαβαίνω τι έλεγαν, ξεκάθαρα για την αλητεία. Με τους Terror X Crew το ’96 κατανόησα τι είναι το ραπ. Αρχίσαμε κι εμείς σιγά σιγά τις ρίμες.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Κατά έναν παράξενο τρόπο το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα, το Αφού σου το ’πα, είχε ξεκάθαρα μια ρυθμική που έμοιαζε περισσότερο χιπ χοπ παρά ροκ.
ΛΕΞ: Είχε ένα ραπ flow.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: «Να ρίξεις μαύρη πέτρα/ και να φύγεις για πάντα/ Αλλά να πας πού;/ Κοντέρ 230/ Πατάς, γκαζώνεις/ και στη στροφή μετανιώνεις/ Στο πρώτο μπαρ/ θα γίνεις στουπί/ Μόλις ξημερώσει/ θα ’χουν όλα τελειώσει/ Και θα μου πεις “γεια!”». Και χάρηκα όταν, χρόνια μετά, άκουσα να το διασκευάζουν παιδιά που παίζουν χιπ χοπ.
ΛΕΞ: Και το Ρόδες από τα Σπαθιά είχε flow: «Χίλια χρώματα/ φώτα και αρώματα/ μες στην άβυσσο/ χτίζουν τον παράδεισο/ και ρόδες τρίζουνε/ σίδερα γυαλίζουνε/ μπότες, πέταλα/ Αμέρικα μέταλλα/ Όλα γυρίζουν σαν τρελά/ ρόδες που παν στο πουθενά».
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Το πρώτο χιπ χοπ κομμάτι το άκουσα στο Παρίσι, όταν μου έδωσαν μια κασέτα με το Fuck The Police από NWA και στ’ αλήθεια αποτελούσε καινούργιο άκουσμα για μένα. Όταν άκουσα τους στίχους στο Fuck The Police, κατάλαβα ότι κάτι δυνατό ξεκινάει και δεν θα σταματήσει εύκολα. Υπήρχαν βέβαια και οι Public Enemy στ' αυτιά της δικής μου γενιάς, τη σύνδεση ωστόσο με αυτή την τεχνοτροπία την αποκτήσαμε με το Blood Sugar Sex Magic των Red Hot Chili Peppers. Με τo Give It Away.
ΛΕΞ: To Give It Away, ναι. Πάτησαν σε διάφορα οι Peppers.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Το Παρίσι ήταν καθοριστικό ώστε να αισθανθώ ότι, μετά το πανκ, η μουσική με ενδιέφερε μόνο εάν χορεύεται. Γνώρισα εκεί τον Πέτρο Δόσσο, έναν Έλληνα ηχολήπτη που είχε δουλέψει με τους Mano Negra και με διάφορα χιπ χοπ και dub σχήματα. Ο Πέτρος μου έμαθε τη λέξη groove.
ΛΕΞ: Να γκρουβάρεις;
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Ακριβώς. Πώς γκρουβάρουν τα λόγια. Δεν αισθάνομαι φυσικά, για να μην παρεξηγηθώ, κάποια προσωπική συγγένεια με το χιπ χοπ. Ηταν όμως σταθμός για μένα το Casa Babylon των Mano Negra ακριβώς για τον τρόπο που που συνδυάζονταν το rock n roll με τη χορευτική αίσθηση του λάτιν και του χιπ χοπ. Ανήκω στη γενιά που πρόλαβε να επηρεαστεί από αυτό.
ΛΕΞ: Ναι, γιατί βασίζεσαι στον στίχο. Για μένα θα ήταν δύσκολο, φυσικά, να είναι διαφορετικά.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Ο στίχος του ΛΕΞ είναι ποίηση του δρόμου, δε μιλάμε φιλολογικά τώρα.
ΛΕΞ: Εγώ δεν θέλω να είμαι ποιητής. Η ποίηση νιώθω ότι φέρει ένα πνευματικό παίδεμα παραπάνω από έναν χιπ χοπ στίχο. Ναι, ο στίχος είναι δυνατός, ναι, ο στίχος έχει να πει, αλλά στο ραπ έχει μεγάλη σημασία η ερμηνεία, το πάτημα. Είναι πολλές οι παράμετροι. Το ραπ για μένα δεν είναι ιδεολογία, είναι ένα μέσο. Όπως η συγγραφή. Δεν παύω, βέβαια, να τηρώ συγκεκριμένους αισθητικούς κώδικες, δεν θα τους καταπατήσω.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Είναι σαφές ότι ο ΛΕΞ βαδίζει σε αυτά τα μονοπάτια όσον αφορά τη θεματολογία και πιθανότατα τον τρόπο με τον οποίο την παρουσιάζει.
ΛΕΞ: Δεν το σπάω συνειδητά το ραπ. Δεν είμαι beatnik ποιητής, είμαι ράπερ και μου αρέσει. Πώς όμως να πεις τι είναι το ραπ; Αν είναι αλητεία σε εισαγωγικά ή χωρίς; Το χιπ χοπ, επαναλαμβάνω, είναι μέσο. Και δεν το βάζω σε κουτιά, δεν θα πω αυτό είναι ραπ και το άλλο όχι. Είναι ένα μέσο και το χρησιμοποιεί ο καθένας όπως θέλει. Βιβλίο είναι του Χένρι Μίλερ, βιβλίο είναι και της Λίτσας Πατέρα. Οταν λοιπόν κατάλαβα τη δύναμη του μέσου, αποφάσισα να κάνω σόλο. Ήταν και ο Dof Twogee που έφτιαχνε τη μουσική, δέσαμε. Το χιπ χοπ πρέπει να είναι και songwriting. Πρέπει το ρεφρέν να το καταλαβαίνω, το synth να το νιώθω, να έχει τη δομή του.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Τώρα που μιλάμε με τον ΛΕΞ, μου έρχονται μνήμες τριακονταετίας πίσω. Τότε που κυκλοφόρησε ο MC Solaar το Nouveau Western. Ρώτησα τη Γαλλίδα σύντροφο του κολλητού μου «γιατί γίνεται τέτοιος πανικός με αυτό το παιδί;» και μου απάντησε «απλά είναι ποιητής». Τότε καθάρισε και στο δικό μου κεφάλι: αξίζει οι στίχοι να είναι κάτι το σημαντικό. Ο δικός μου τρόπος είναι πιο κλασικός. Είμαι μελωδικός και ώρες ώρες αντιστέκομαι σε αυτό, υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα κάνω ένα τραγούδι σε έναν τόνο, αλλά συνειδητοποιώ ότι βάζω και πάλι ακόρντα, αυτή είναι η ψυχή μου. Στο Χαμόγελο της Τζοκόντα, τον ομορφότερο ελληνικό δίσκο για μένα, έρχεται η μια συγκλονιστική μελωδία μετά την άλλη κι όλες καρφώνονται στο κεφάλι σου. Ο Bowie που άκουγα μικρός είναι απολύτως μελωδικός. Ακόμα και οι Clash που μοιάζουν με ηχητική καταιγίδα.
ΛΕΞ: Εγώ αυτά τα ακούω τώρα, τα ακούω για να τα ξέρω, και ήταν μια ερώτηση που ήθελα να σου κάνω, Παύλο. Μεγάλωσα μόνος και μεγάλωσα με αντικουλτούρες, είτε είναι ραπ είτε πανκ είτε μέταλ είτε Ξύλινα Σπαθιά...
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Πρώτη φορά αισθάνθηκα τον ΛΕΞ όταν άκουσα στο ραδιόφωνο τον στίχο του «όταν βαριόμαστε γυρνάμε σαν τουρίστες/ και δεν χωράμε πουθενά, όπως οι Τρύπες» και κατάλαβα ότι αυτά τα παιδιά έχουν εικόνα από τις προηγούμενες δεκαετίες. Όταν κάναμε περιοδεία με τον Γιάννη Αγγελάκα, με ρώτησε αν άκουσα κάτι καλό και του είπα «άκουσα ΛΕΞ». Και πρόσθεσα πως «αυτός είναι έξω από το χιπ χοπ όπως το ξέρουμε». Μέχρι τότε, το χιπ χοπ που ερχόταν καταπάνω μου ήταν από παιδιά που έλεγαν πόσο μάγκες είναι. Μεγάλωσα σε μία Βέροια όπου οι παλιοί μάγκες δεν έλεγαν πολλά. Προστάτευαν κι εμάς που ήμασταν πάνκηδες στα μαγαζιά, δεν πουλούσαν μαγκιά πάντως. Ένιωσα οικειότητα με τους στίχους του ΛΕΞ και είπα πως εδώ κάποιος σπάει ένα φράγμα που με κρατούσε μακριά, είναι χιπ χοπ που δεν κυριαρχούν τα κλισέ αλλά το περιεχόμενο, η αληθινή ζωή. Ακούγοντας τους στίχους του ΛΕΞ προσεκτικά, άρχισα να αναγνωρίζω τη Θεσσαλονίκη που ξέρω και τη Θεσσαλονίκη που πρέπει να ανακαλύψω ξανά. Είδα ότι συμβαίνουν πράγματα στην πόλη που τα έβλεπα με την άκρη του ματιού μου γιατί λείπω χρόνια. Όσα συμβαίνουν, για παράδειγμα, στην Καμάρα.
ΛΕΞ: Εγκληματικότητα, παραβατικότητα, μπάτσοι και drugs παντού, εμπόριο.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Στον ΛΕΞ βλέπω μια καινούργια γενιά που καταφέρνει να βάζει την πραγματικότητα που ζει μέσα σε τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά με έναν τρόπο ικανό να με συγκινήσει, ακόμα και να με συνταράξει. Μου αρέσει που ανοίγει ένα νέο παράθυρο και μπορώ να δω τον κόσμο μέσα από κει. Δεν αισθάνομαι πως το χιπ χοπ είναι κάτι καινούργιο που με προσπέρασε, αλλά κάτι που με ιντριγκάρει να μπω, να επηρεαστώ και να νιώσω σαν να με παίρνουν από το χέρι και να μου λένε «κοίτα, γίνεται κι έτσι». Κι αυτό είναι το πιο ωραίο συναίσθημα, όταν τριάντα χρόνια παλεύεις για τα τραγούδια. Τα τραγούδια δεν είναι ένα πεντάλεπτο και τελείωσε ύστερα. Αλλάζει ο κόσμος, κύριε, αλλάζει ο κόσμος.
ΛΕΞ: Στον Παυλίδη βλέπω τον εκπρόσωπο μιας γενιάς που άνοιξε τον δρόμο. Στη μουσική του αναγνωρίζω μια ποιότητα – ποιότητα χωρίς εισαγωγικά. Δημιουργείται ένα σύμπαν, παρουσιάζει μια αισιοδοξία.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: [γελάει] Πρώτη φορά το ακούω αυτό.
ΛΕΞ: Κι όμως, βρίσκω μια αισιοδοξία, ίσως γιατί προέρχομαι από πιο σκοτεινά ακούσματα. Μια αισιοδοξία, όχι της αφέλειας, φυσικά, του «όλα είναι καλά, πάμε παρακάτω». Είναι μουσική road trip που μιλάει για τα δέντρα, για τ’ αστέρια, μουσική που διαθέτει urban εφαρμογή. Έχω επηρεαστεί από τον Παύλο ακόμα και ασυνείδητα. Είναι οι πρώτες μουσικές που έμαθα απέξω. Δεν σβήνει.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Χαίρομαι γι’ αυτό που λέει ο ΛΕΞ, γιατί σκεφτόμουν ποια είναι η διαφορά που έχει το δικό μου παράθυρο από το δικό του. Διάλεξα να μιλήσω για τα δέντρα. «Είναι ωραία τα παλιά μεγάλα δέντρα/ στέκονται δίπλα στο ποτάμι και κοιτάνε/ δίπλα τους παίζουν τα παιδιά και τραγουδάνε /τα δέντρα ακούνε και δεν βγάζουνε κουβέντα». Περιέγραφα τον τρόπο που αισθάνθηκα όταν με κοίταξε για τελευταία φορά ο παππούς μου. Πολύ χαίρομαι που διάλεξε τη συγκεκριμένη λέξη, γιατί αυτά τα δέντρα για μένα είναι ένα πολύ αστικό τοπίο· στην ουσία κοιτάς έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. Η γενιά μου είναι σαν να έλαβε ένα γράμμα από τους παλιούς ποιητές που ήταν πιο λυρικοί. Αισθάνομαι, ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, ότι θέλω να τους απαντήσω με τον δικό τους τρόπο· να τους ευχαριστήσω κρατώντας κάτι από την τεχνοτροπία τους. Χαίρομαι που δεν το χρειάζεται αυτό πια η νέα γενιά και καλά κάνει.
ΛΕΞ: Το κοινό θα το δεχόταν, νομίζω, να παίζαμε σε μια συναυλία μαζί.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Και γιατί να μην το δεχτεί;
ΛΕΞ: Θα καταλάβαιναν μια σύνδεση.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Στις συναυλίες μας συναντάμε πολύ κόσμο που ακούει και στηρίζει διάφορα μουσικά είδη.
ΛΕΞ: Παίζει ρόλο και η Θεσσαλονίκη. Όλα αυτά τα γκρουπ –οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά– δημιούργησαν έναν μύθο. Έσπασαν την ανία στην πόλη. Το πετυχαίνει και το ραπ τώρα. Μιλάει στους νέους.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Ποιος δεν θέλει να μιλάει στους νέους; Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου με τους οποίους αισθάνομαι ότι θέλω να μοιραστώ κάτι. Συνειδητοποίησα πως σε πολλές συνεντεύξεις έλεγα ότι «περιμένω να έρθουν τα κείμενα που θα με συγκλονίσουν» κι όταν με ρωτούσαν «από πού τα περιμένεις;» απαντούσα «από το χιπ χοπ, γιατί ο λόγος του είναι κυρίαρχος και κάποια στιγμή θα εμφανιστεί κάτι που θα πούμε “είναι καινούργιο, είναι φρέσκο, ανοίγει νέο δρόμο”». Αυτό που κάνει ο ΛΕΞ είναι κινηματογραφικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα.
ΛΕΞ: Το καταλαβαίνω το συναίσθημα να περιμένεις το καινούργιο, γιατί κι εγώ έχω φτάσει σ’ ένα σημείο να περιμένω να ακούσω το καινούργιο. Είμαι ακριβώς στη θέση που λέει ο Παύλος: «πού είναι τα παιδιά, άντε, τι γίνεται;» εμείς τα είπαμε, να τα ξαναπούμε, θα τελειώσουμε κάποια στιγμή. Αλλά βλέπω πιτσιρικάδες που τους πιστεύω.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Πιστεύω πως αν ένα πράγμα αξίζει, δεν φρενάρεται. Θα βρει έναν τρόπο, σαν το νερό, να κυλήσει. Τότε μας κοίταζαν και υποτιμητικά που χρησιμοποιούσαμε ελληνικό στίχο.
ΛΕΞ: Ήσασταν πρωτοπόροι σε αυτό που κάνατε.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Αν θέλουμε να βρούμε τους πρωτοπόρους, πρέπει να πάμε πολύ πιο πίσω. Υπάρχει ο Σιδηρόπουλος, υπάρχει κόσμος που το έχτισε σε εποχές εξωπραγματικά πιο δύσκολες. Απορούσα όταν αναρωτιόνταν αν τα ελληνικά ταιριάζουν με το ροκ. «Μα δεν έχετε ακούσει τον Παύλο Σιδηρόπουλο;» τους απαντούσα.
ΛΕΞ: Είναι πολύ δύσκολο να υπάρχει χιπ χοπ στην Ελλάδα με ξένο στίχο. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν παιδιά που το προσπαθούν και κάνουν καλή δουλειά. Αλλά το χιπ χοπ είναι απέραντο. Όπως είμαι εδώ τώρα με τον Παυλίδη και τα λέμε, θα μπορεί να υπάρχει κάπου ένας άλλος ράπερ και να τα λέει με τον Λευτέρη Πανταζή. Είναι παντού, πιάνει όλα τα φάσματα.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Το τραπ είναι έξω από τη δική μου αισθητική και φιλοσοφία.
ΛΕΞ: Εμένα δεν με ενοχλεί. Κάποια μου αρέσουν και κάποια όχι, εννοείται. Διαφωνώ κατηγορηματικά να πούμε τι είναι ραπ και τι δεν είναι. Απλώς πες ότι μου αρέσει.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Αξίζει κάτι αν είναι αυθεντικό. Αν κάποιος θέλει να τραγουδάει πράγματα τα οποία για μένα είναι παντελώς αδιάφορα, να κάνει τη φάση του, δεν με ενοχλεί. Τα ακούω και καταλαβαίνω πως είναι ένας κόσμος με τη δική του αλήθεια, χωρίς καμία υποχρέωση να ακολουθεί τον δικό μου κώδικα. Αν τραγουδώντας κερδίζει την ελευθερία του, για μένα είναι οκέι. Ποτέ δεν θα πω ότι ένας τράπερ είναι σκουπίδι, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα στα σκουπίδια κι έφτιαξαν πράγματα με αξία. Αισθάνομαι ότι το χιπ χοπ είναι λιγότερο κομπλεξαρισμένο από εμάς απέναντι στα διαφορετικά μουσικά είδη.
ΛΕΞ: Κι εγώ έτσι το βλέπω. Ο αγώνας για την κατανόηση της διαφορετικότητας βρίσκει εφαρμογή και στον αισθητικό τομέα. Δεν με ενδιαφέρει η αφήγηση που κάνει εχθρό της αυτόν που δεν του αρέσει.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Βαριέμαι την ψεύτικη ένταση που βγάζουν στα κείμενά τους βρίζοντας οι τράπερ. Είναι για τα δωδεκάχρονα, όχι για τους μεγαλύτερους, που κάποια στιγμή διακρίνουν ότι είναι κατασκευή, ότι είναι ένα ψέμα. Καμιά φορά βέβαια υπερβάλουμε για το πόσο επικίνδυνες μπορούν να είναι αυτού του τύπου οι σκουπιδομηχανές. Κι εγώ όταν ήμουν 12 ετών δεν άκουγα πολύ σπουδαία πράγματα· έχω ακούσει ένα κάρο βλακείες που τότε μου φαίνονταν καταπληκτικές.
ΛΕΞ: Το τραπ έρχεται από την Ατλάντα και είναι από τις πιο αληθινές μορφές ραπ που υπάρχουν. Αυθεντική αφήγηση από ανθρώπους που βρίσκονται στον πάτο. Στην Ελλάδα ο πιο πολύς κόσμος αναφέρει ως τραπ μόνο τη mainstream μουσική που ακούγεται στα κλαμπ. Μουσικά το τραπ μού αρέσει. Και ανανεώνει τον ήχο.
Αναπόφευκτα η κουβέντα πηγαίνει στην επιλογή μεταξύ δισκογραφίας και streaming, τη δημιουργική ελευθερία και τις νέες τους δουλειές.
ΛΕΞ: Δεν αναζήτησα δισκογραφική εταιρεία για το καινούργιο μου άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει Φεβρουάριο - Μάρτιο, θα το βγάλω κατευθείαν στο Spotify.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Ένα δισκογραφικό συμβόλαιο είναι πάρα πολλά πράγματα. Αν αισθάνεσαι πως μπορείς να συνεργαστείς με μια ομάδα ανθρώπων, το κάνεις.
ΛΕΞ: Η διαφορά μου με τον Παύλο σε αυτό έχει να κάνει με το πότε ξεκίνησε ο ένας και πότε ξεκίνησε ο άλλος.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Δεν το κάνω με μια πολυεθνική, αλλά με τη United We Fly. Τελευταία φορά που συνεργάστηκα με πολυεθνική ήταν με τη Virgin, επειδή εκεί υπήρχε ο Γιάννης Πετρίδης που μας προστάτευε πραγματικά. Και προστάτευε και την αισθητική μας ελευθερία. Τότε πουλούσαν πολύ οι δίσκοι.
ΛΕΞ: Τώρα πουλάνε τα streams. Εμένα με έχει βολέψει, δεν βρίσκω τον λόγο να συνεργαστώ με δισκογραφική. Δεν είμαι κατά· αν συναντήσω κάτι που μου ταιριάζει, θα το σκεφτώ. Κι εγώ θα ζητούσα πάντως απόλυτη αισθητική ελευθερία. Ίσως να με ενδιέφερε ένα sub label, γιατί μου αρέσει η συνέχεια, να βγάζω νέους καλλιτέχνες. Να συνεχίσω σαν προπονητής, αφού κρεμάσω τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Η νέα μου μπάντα λέγεται Hotel Alaska και το άλμπουμ Μαύρο Κουτί. Νέοι παίκτες, νέος ήχος, μαζί πάει αυτό. Ήμουν σε διάθεση να αλλάξω τον ήχο και το παίξιμο. Όταν έχεις ένα εργοστάσιο ήχων στο επίκεντρο, τον Φώτη Σιώτα, εκ των πραγμάτων πάει αλλού το πράγμα. Ένιωθα λίγο παράξενα όταν ερχόμουν στη συνάντησή μας κι έλεγα πως ένας εκπρόσωπος του ροκ θα συναντήσει έναν εκπρόσωπο του χιπ χοπ. Ο ΛΕΞ είναι χιπ χοπ, εντάξει, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι εκπρόσωπος κάποιου είδους επειδή πειραματίζομαι και μεταφέρομαι από δίσκο σε δίσκο σε άλλα ηχητικά τοπία. Δεν αισθάνομαι ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια ανήκω στον χώρο του ροκ. Ροκ είναι οι Nightstalker, οι Last Drive, οι Planet Of Zeus. Εγώ κρατάω την ενέργεια και τη νοοτροπία αυτού του είδους αλλά ο ήχος μου διαφοροποιείται κάθε τόσο. Μου αρέσει να μπαινοβγαίνω σε αυτό το κτίριο που φλέγεται.
ΛΕΞ: Η μουσική μας είναι και η πολιτική στάση μας. Τα λέμε με τους στίχους.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Μου έκανε εντύπωση σε στίχο του ΛΕΞ που λέει «είμαι από τις γειτονιές που γουστάρουν να πέφτουν οι ΔΙΑΣ από τις μηχανές».
ΛΕΞ: Δεν λέει απαραίτητα ότι είμαι εγώ που γουστάρω. Είμαι από τις γειτονιές που γουστάρουν, υπάρχει διαφορά. Αποτυπώνεις τον παλμό που υπάρχει στις γειτονιές, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Ακριβώς. Αυτός είναι πολιτικός στίχος. Στήνεται ο ΛΕΞ ως παρατηρητής της πραγματικότητας. Όπως και όταν λέει «έχω αχρωματοψία», ο πιο αγαπημένος πολιτικός στίχος που άκουσα τα τελευταία χρόνια. Το χιπ χοπ ανοίγεται με έναν άλλον τρόπο στην πολιτική, οι επόμενες από εμάς γενιές θέλουν να δουν μπροστά τους την πραγματικότητα και όχι να διαλέξουν εύκολα ένα χρώμα. Αυτό καταλαβαίνω εδώ, ακόμα κι αν ο ΛΕΞ εννοεί κάτι άλλο.
ΛΕΞ: Όχι, αυτό εννοώ.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Θέλω να δω τον άνθρωπο ανεξαρτήτως του χρώματος ή της πολιτικής ταυτότητας.
ΛΕΞ: Και της οπαδικής ταυτότητας.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Αυτά τα παιδιά είναι πολιτικοποιημένα κι ας μην φαίνεται· πολιτικοποιημένα με έναν πιο υγιή τρόπο. Θέλουν να βλέπουν τι συμβαίνει, όχι να παίρνουν έτοιμο κάτι, είτε είναι δεξιό είτε αριστερό. Χάρηκα λοιπόν όταν άκουσα τον ΛΕΞ να τραγουδάει για αχρωματοψία. Η παλιανθρωπιά δεν έχει χρώμα.
ΛΕΞ: Η ανθρωπιά, αυτό με ενδιαφέρει. Είναι η ουσία του πράγματος. Η δήλωση αξιών είναι πολιτική δήλωση.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Η αισθητική στάση του καθενός είναι και πολιτική. Απλά εμένα μου αρέσουν και τα τραγούδια που φέρνουν πρώτο πλάνο την αδικία ξεκάθαρα. Οταν το κάνουν μάλιστα με μαεστρία τα ερωτεύομαι. Αλλιώς τα βαριέμαι και με κάνουν καχύποπτο.
ΛΕΞ: Νιώθω ότι ο κάθε δίσκος σου, Παύλο, είναι σινεμά. Κάθε άλμπουμ σου μοιάζει με ταινία...
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Επηρεάστηκα περισσότερο από σκηνοθέτες και σεναριογράφους, πάρα από ποιητές και συνθέτες. Το βλέπω αυτό και στους δίσκους του ΛΕΞ. Βλέπω την ταινία στη στιχουργική του, μοιάζει σαν να παίζει στην ταινία του.
ΛΕΞ: Αντί να κάνεις ταινία, κάνεις μουσική. Την εικόνα που έχεις προσπαθείς να τη βγάλεις ως μουσική κι αντί να βρίσκεις ηθοποιούς, παίρνεις το μικρόφωνο. Στην ουσία είναι καρέ καρέ.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Καθώς ερχόμουν με το αυτοκίνητο, αναρωτιόμουν πόσο εύκολο είναι να κατηγορήσεις κάποιον στο χιπ χοπ ότι γίνεται αυτοαναφορικός. Και γελούσα μόνος μου, γιατί σκεφτόμουν «παλιότερα ποιος ήταν ένας αυτοαναφορικός στίχος;» και μου ήρθε στο μυαλό το «απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει»! Παλιότερα, όταν ένας ρεμπέτης έβαζε τον εαυτό του στο επίκεντρο, αλλάζοντας, βέβαια, και τον κόσμο και τη μουσική της χώρας του και της εποχής του, δεν είχε κανένα πρόβλημα. Σήμερα είναι σαν να μπαίνεις σε κάποιο στόχαστρο, σαν να λένε «ωπ, ο ΛΕΞ μιλάει για την πάρτη του».
ΛΕΞ: Πώς να αποφύγεις την αυτοαναφορικότητα στο βιωματικό; Προσωπικά λέω ό,τι σκέφτομαι, λέω ό,τι ζω.