Ρέντα, ή αλλιώς «onfire» όπως συνηθίζουν να το λένε οι speakers του NBA!
23 Μαρτίου 2023
Του Γιώργου Μυζάλη
Στη διάρκεια των χρόνων, οι επιστήμονες της Ιστορίας της Τέχνης, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, της Μουσικολογίας, της Θεατρολογίας και των συναφών ανθρωπιστικών επιστημών, μέσα από την έρευνα και την καταγραφή, έφτασαν σε μερικά συμπεράσματα (και αντίστοιχους κανόνες) για την δημιουργία και τη δημιουργικότητα. Συμπεράσματα και κανόνες με τις αντίστοιχες εξαιρέσεις τους, φυσικά. Έτσι, πολύ συχνά εμφανίζεται ο όρος «δημιουργικός οίστρος» που έχει να κάνει με την περίοδο εκείνη – ή τα διαστήματα εκείνα – κατά την οποία ένας δημιουργός εκτοξεύει τη δημιουργικότητά του και παράγει τα καλύτερα έργα του.
Σύμφωνα με τους γενικούς αυτούς κανόνες, ο (όποιος) «δημιουργικός οίστρος», ή/και «ρέντα» για να το πούμε πιο απλά, μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και με την ηλικία του εκάστοτε καλλιτέχνη.
Δύο είναι εδώ τα μεγάλα ζητήματα:
Α. Πως μπορεί να παραταθεί η δημιουργικότητα, και
Β. Αν ο ίδιος ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται αυτές του τις παραγωγικές περιόδους και πως τις «εκμεταλλεύεται».
Όπως αντιλαμβάνεστε, εκ της ιδιότητός μου, θα σταθώ στο κομμάτι που χρόνια τώρα αναλύω και προσπαθώ να μάθω: τους συνθέτες και τους στιχουργούς (και τους τραγουδοποιούς αντάμα). Που η προσέγγιση διαφέρει ολότελα σε σχέση με τους τραγουδιστές, όπου τα πράγματα έχουν κανόνες, από βιολογικούς (ηλικία, τρόπο ζωής, γενική υγεία), μέχρι επιλογών ρεπερτορίου.
Στην ελληνική τραγουδοποιία, το φαινόμενο του οίστρου ακολουθεί κατά κανόνα τα διεθνή πρότυπα με ιδιαίτερη εφαρμογή στους συνθέτες. Ακόμα και τα πιο μεγάλα ονόματα «ηρέμησαν» δημιουργικά στο πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτική, σημαντική, εξαίρεση ο (παραγωγικός ως το τέλος) Θάνος Μικρούτσικος. Από πλευράς στιχουργών, το φαινόμενο έχει περισσότερες εξαιρέσεις στον κανόνα (π.χ. Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.α.).
Το παρόν κείμενο, ωστόσο, ελάχιστη πρόθεση έχει να αναφερθεί στο παρελθόν και σε όποιες αποτιμήσεις έργου, καθώς αυτές και σχετικές είναι και υποκειμενικές ανά ακροατή και συνάδελφο. Αυτό που φιλοδοξεί το κείμενο που διαβάζεις φίλτατε αναγνώστη είναι να καταγράψει (και πάλι, όμως, υποκειμενικά) δημιουργούς που αυτή την στιγμή εμφανίζουν «δημιουργική ρέντα», προικοδοτώντας μας με αριστουργήματα και «ανατριχίλες» πολύτιμες και μοναδικές.
Ποιος μπορεί, για παράδειγμα, να μην αναγνωρίσει ρέντα («onfire» το λένε οι speakers του NBA) στον Κώστα Φασουλά ή στον Μάκη Σεβίλογλου; Διαρκώς τροφοδοτούν τις καρδιές και τις ψυχές μας με διαμαντάκια, καινούργια, σημερινά. Ποιος μπορεί να αρνηθεί αντίστοιχα «δημιουργικά τιμαλφή» στον Ανδρέα Κατσιγιάννη, τον Πάνο Βλάχο, τον Φώτη Σιώτα και τον «συνήθη ύποπτο» Θέμη Καραμουρατίδη (από κοντά και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο); Ή μήπως αντίστοιχη τροφοδότηση δεν μας παρέχουν ο Ορέστης Ντάντος, ο Μίνως Μάτσας, η Ελένη Φωτάκη και ο Οδυσσέας Ιωάννου επί μακρόν και κατ’ εξακολούθηση;
Αναρωτιέμαι, οι παραπάνω (και άλλοι/ες δημιουργοί) αναγνωρίζουν οι ίδιοι τη «ρέντα» τους; Την ενεργοποιούν; Την εκμεταλλεύονται; Την τιθασεύουν; Την τροφοδοτούν περαιτέρω; Τους αγχώνει ή τους κινητοποιεί; Τους καθησυχάζει ή τους «τρομοκρατεί»;
Δεν είναι, ενδεχομένως, ουσιαστική η απορία μου. Δεν έχει και τόση σημασία. Γυρνάει στο μυαλό μου, ξανά και ξανά, η φράση του Frank Zappa: «το να γράφεις για τη μουσική είναι σα να χορεύεις για την αρχιτεκτονική».
Σταματώ εδώ. Βάζω να ακούσω. Βάλτε κι εσείς.