Δέκα χρόνια από το θάνατό του.
13 Οκτωβρίου 2023
Γράφει ο Νίκος Παπαδογιάννης
O Φίλιππος Συρίγος αναχώρησε για το μακρύ ταξίδι ακριβώς πριν από 10 χρόνια: στις 12 Οκτωβρίου 2013. Είχε σβήσει Σαββατόβραδο, αλλά η οικογένειά του τον κράτησε ολόδικό της για άλλες εικοσιτέσσερις ώρες, πριν ανακοινώσει το μαύρο μαντάτο. Ακόμα και τότε, ενημερώθηκαν λίγοι και εκλεκτοί. Οι πολιτικάντηδες και οι δημοσιοσχεσίτες το έμαθαν όταν είχε πια ολοκληρωθεί το κατευόδιο, μεσημέρι Δευτέρας.
Λένε ότι στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου δεν κλαίει κανείς. Δεν είναι αλήθεια. Στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου κλαίνε αυτοί που καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι για την κοινωνία να υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι. Οι υπόλοιποι, απλώς γελάνε. Ανοίγουν σαμπάνιες και τσουγκρίζουν ποτήρια σε κάποιο βρώμικο δωμάτιο που χωράει πολλούς.
Eίχα θυμώσει πολύ, όταν πέθανε ο Φίλιππος. Και είμαι ακόμη θυμωμένος. Όχι για την άδικη μοίρα ούτε για την ασθένεια που τον βασάνισε ούτε για κάποιον αδυσώπητο αόρατο θεό που «τον πήρε κοντά του» στα 65 του. Δεν πιστεύω σε τέτοια. Είχα θυμώσει, για τα ρεπορτάζ που προβλήθηκαν από τα κανάλια. Για τον τρόπο με τον οποίο προέβαλαν την είδηση οι συνάδελφοί μου. Οι «συνάδελφοί του».
Για τους ιδιωτικούς και δημόσιους σταθμούς –τους οποίους ο εκλιπών υπηρέτησε με πάθος και χωρίς φόβο- και για πολλές ιστοσελίδες πολιτικού περιεχομένου, ο Συρίγος ήταν απλά «η φωνή του μπάσκετ». Πάει να πει, ένας γραφικός κυριούλης, που μιλούσε για κόκκινα γυαλιά και τίμιους γίγαντες. Ένας παράξενος, που έντυσε με απολαυστικές ατάκες και άναρθρες κραυγές το Ευρωμπάσκετ ’87.
Και όξω απ’ την πόρτα. Έτσι τον ξεπροβόδισαν. Έτσι τον αποχαιρέτισαν. Σαν να ήταν ένα sui generis νούμερο, όπως οι ίδιοι. Και τώρα δα, σαν να τον βλέπω, να διαβάζει από ψηλά τα αφιερώματα που γράφτηκαν τότε για τη ζωή του και να καγχάζει. «Μα, είναι για να γελάει κανείς…».
Και τι άλλο να έλεγαν; Ότι ο Συρίγος έκανε δημοσιογραφία; Ότι ξεσκέπασε το σκάνδαλο «Κοκκαλισκάκη»; Ότι αντιστάθηκε εξαρχής στο εγχείρημα «Αθήνα 2004» και ξεβράκωσε τα πολυάριθμα σκάνδαλά του; Ότι γνώριζε για το ατύχημα του Κεντέρη πριν αυτό συμβεί; Ότι μαχαιρώθηκε επειδή έκανε τη δουλειά του και έφτασε ματωμένος στο κατώφλι του Άδη; Ότι τσακώθηκε ακόμα και με στενούς προσωπικούς φίλους προκειμένου να υπηρετήσει τη ρημάδα τη δουλειά του; Ότι δεν άφησε μέτωπο που να μην ανοίξει και λιθάρι που να μη σηκώσει;
Ότι έκανε την Ελευθεροτυπία (το αθλητικό τμήμα της και όχι μόνο) ορμητήριο ερευνητικού ρεπορτάζ και προοδευτικής σκέψης, σε πείσμα της δημοσιογραφικής κονσομασιόν; Ότι δεν επέτρεψε σε κανέναν από τους συνεργάτες του να εργαστεί στο γραφείο Τύπου του «Αθήνα 2004» όταν σχεδόν όλοι οι διευθυντάδες εξανδραποδίστηκαν επί πληρωμή;
Ότι έμπαινε άφοβος στο μάτι των χουλιγκάνων χωρίς να υπολογίζει κινδύνους και προσωπικό κόστος; Ότι ήταν αναγκασμένος να κυκλοφορεί με σωματοφύλακα -τον έντιμο Γιάννη- επειδή εκεί έξω είχε μόνο εχθρούς; Ότι κάθε τόσο τον έτρεχαν στα δικαστήρια, αλλά εκείνος έβγαινε σχεδόν πάντα νικητής; Ότι φρόντισε να κρατήσει κρυφή την κηδεία του, για να μη πατήσει το πόδι του και να μη στείλει στεφάνι κανένας κροκόδειλος;
Φοβόμουν, ήλπιζα μάλλον, ότι θα σηκωθεί πάνω και θα μας πλακώσει όλους στις κλωτσιές, εκείνο το πρωινό στη Νίκαια. «Για μένα μωρέ κλαίτε; Δεν αφήνετε λέω γω τις μαλακίες; Έζησα όπως ήθελα και έφυγα όπως ήθελα, με τους δικούς μου όρους. Για αυτούς που νόμιζαν ότι θα με έβαζαν κάτω να κλάψετε, όχι για μένα».
Όταν η βαθιά νυχτωμένη κοινή γνώμη πανηγύριζε για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Συρίγος προειδοποιούσε για τον κίνδυνο οικονομικής και κοινωνικής χρεωκοπίας και έδειχνε με το δάχτυλο αυτούς που πανηγύριζαν κραδαίνοντας χρυσά κουτάλια.
Όταν οι υπερπατριώτες της εξέδρας έπαιρναν το μέρος του Κεντέρη και της Θάνου, ο Συρίγος αποκάλυπτε το προσχεδιασμένο του ατυχήματος. Ημουν κι εγώ στο γραφείο τη στιγμή που έφτασε η πληροφορία στα έκπληκτα αυτιά του: «Μαλάκες, δεν θα το πιστέψετε αυτό που θα σας πω».
Όταν οι αυλικοί της Γιάννας παρίσταναν τους αφιλοκερδείς και αλτρουιστές υπηρέτες του Ολυμπιακού οράματος, ο Συρίγος έριχνε τους προβολείς στη σκοτεινή Οctagon. Όταν ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος αισθανόταν υπερήφανος για το διπλό θαύμα της άρσης βαρών και του στίβου, ο Συρίγος άνοιγε ανελέητο μέτωπο με το ντόπινγκ και τους Ελληνες αρχιερείς του.
Όταν ο Κόκκαλης χόρευε αγκαλιά με την κυβέρνηση χαιρετίζοντας τη σκανδαλώδη παραχώρηση του Σταδίου Καραϊσκάκη, ο Συρίγος έβγαζε τη φόρα στη σύμβαση και άνοιγε το καπάκι στον υπόνομο της διαπλοκής. Τα έβαλε με όλους, βρέθηκε στα δικαστήρια αμέτρητες φορές και κέρδισε πολύκροτες δίκες που θα μπορούσαν να κατακρημνίσουν την προσωπική του αξιοπιστία και την ίδια την ύπαρξη της εφημερίδας (Ελευθεροτυπία) που επί 25 χρόνια υπηρέτησε.
Όταν θρασύδειλοι φονιάδες του έστησαν καρτέρι θανάτου και τον έστειλαν στο κατώφλι του Άδη, οι ώρες έξω από την εντατική περνούσαν με ατελείωτες μαντεψιές. «Ποιο από τα ανοιχτά του μέτωπα θα αναλάβει την ευθύνη για την απόπειρα δολοφονίας;» Αλλά όλοι έκαναν το κορόιδο και δήλωσαν βαθιά συγκινημένοι για το δράμα του ανδρός. Μερικοί ύποπτοι τον επισκέφτηκαν και στο νοσοκομείο. Το θράσος δεν έχει τέλος.
Ο Φίλιππος Συρίγος δεν ήταν άγιος άνθρωπος. Σε καμία περίπτωση. Είχε πολλά ελαττώματα, ίσως περισσότερα από όσα έπιανε το γυμνό μάτι. Όπως όλοι μας. Εγώ έχω εκατό φορές περισσότερα. Και εσείς επίσης. Ως δημοσιογράφος, όμως, άξιζε να αγιοποιηθεί. Διότι, σε εποχή γενικευμένης οσφυοκαμψίας, εκείνος επέμενε να ανεμίζει το μπαϊράκι του.
Πολλοί τον θεωρούσαν πράγματι γραφικό, όχι όμως επειδή έλεγε για τον Σαντσίς και για τον Σούμποτιτς, αλλά επειδή σκάλιζε κάθε πέτρα που του φαινόταν στραβοβαλμένη. Μόνο γραφικοί τα κάνουν αυτά στην Ελλαδάρα. Και δακτυλοδεικτούμενοι δοκιχώτηδες.
Προσωπικά αισθάνομαι τυχερός που μαθήτευσα και υπηρέτησα 25 χρόνια δίπλα του (1988-2013): ΕΡΤ, Τρίποντο, Μega, ANT1, Nova, πάνω απ’ όλα Ελευθεροτυπία. Δεν ξέρω αν έγινα καλός ή κακός ή μέτριος δημοσιογράφος, έμαθα όμως ότι οφείλω να μη συμβιβάζομαι και να μη μπαίνω σε αυλές. Ότι το ανάστημα δεν μετριέται με γραφεία Τύπου, υποκλίσεις και κρατικοδίαιτα πόστα, αλλά με την ανεξαρτησία και με το θάρρος της γνώμης.
Το σημαντικότερο κληροδότημα του Συρίγου δεν είναι η εκτόξευση του μπάσκετ, αλλά η προσφορά του στην ασυμβίβαστη και αδέσμευτη δημοσιογραφία. Στην εποχή που οι περισσότεροι αρμενίζουν με σημαία ευκαιρίας και ασκούν δημοσιογραφία διαπλεκόμενη ή περιορισμένης ευθύνης, ο Συρίγος κρατούσε με επιμονή -μιλώντας και γράφοντας τέλεια ελληνικά- το «Δέλτα» κεφαλαίο. Ηταν, σκέφτηκα, ο μεγάλος αιρετικός του ελληνικού Τύπου.
Και αυτό το τελευταίο, όμως, άκυρο ακούγεται. Δεν έκανε ο Συρίγος λάθος που δεν ήταν σαν εμάς. Εμείς κάνουμε λάθος, που δεν είμαστε σαν αυτόν.
Στο τέλος της σύντομης ζωής του, ο Συρίγος χαιρετίστηκε από τους ασπόνδυλους ως ένας περιθωριακός που πάντα έκανε του κεφαλιού του. Αυτό χαρακτηρίστηκε κουσούρι, ενώ ήταν προτέρημα. Πλασαρίστηκε μετά θάνατον ως ακίνδυνος, ενώ ήταν επικίνδυνος. Για τα παράσιτα του χώρου (της δημοσιογραφίας και του αθλητισμού), αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό.
Όπως μου έγραψε ο φίλος Μίλτος Πασχαλίδης, όταν του εξήγησα το άχτι μου: «Ρε Νίκο δεν θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους, τα μ**νιά». Συγγνώμη για την αθυροστομία, αλλά Συρίγος χωρίς βωμολοχίες δεν νοείται. Ελπίζω ότι είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, δέκα χρόνια τώρα. Ο Φίλιππος Συρίγος ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες δημοσιογράφους. Δεν υπάρχει κανένας άλλος σαν αυτόν.
(από το Κουτί της Πανδώρας)