Η ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ

Η ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ
Ακολουθήστε μας στο Google news

Το ύψιλον έπαιρνε πάντοτε δασεία ή ότι η προπαραλήγουσα ουδέποτε περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά.

07 Μαρτίου 2012H Σουζάνα Φωκαεύς, αν σημείωσα σωστά το ονοματεπώνυμο, ζούσε στην Αθήνα. Πριν από 5 χρόνια, άφησε την τερατούπολη και έκανε αυτό που πολλοί από εμάς ευαγγελίζονται αλλά ελάχιστοι τολμούν: εγκαταστάθηκε σε ένα αγρόκτημα στην επαρχία. Κάπου στην ορεινή Αχαϊα, στην Κερνίτσα, με πολλά ζωάκια: κατσικούλες, γαϊδαράκους, κοτούλες, χήνες, χαρά Θεού. Σήμερα δηλώνει ξένοιαστη και δικαιωμένη για την απόφασή της και ενοικιάζει καταλύματα («Κτήμα Φωκαέων») για αγροτουρισμό. Ακουσα την ιστορία της στο ωραίο ντοκυμαντέρ της ΕΤ3 «Του Νερού Τα Παραμύθια».
Κάποτε, η Σουζάνα επέστρεψε με το αγροτικό της αυτοκίνητο στην Αθήνα και διέσχισε την πόλη μεταφέροντας στην καρότσα έναν τράγο, «με τα γένια του, με τα όλα του». Σε ένα φανάρι, άκουσε από το διπλανό αμάξι την έκπληκτη κραυγή ενός μικρού παιδιού: «Μαμά, μαμά, κοίτα έναν παράξενο σκύλο»!

Μου είπαν πρόσφατα και μία ιστορία, για κάποια νεαρή κοπέλα που σπουδάζει στην Αγγλία. Όταν της είπαν ότι έπρεπε να στείλει με απλό γράμμα κάποιο έγγραφο στην Ελλάδα, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Δεν ήξερε τη διαδικασία. Ταχυδρομείο; Γραμματόσημο; Επιστολόχαρτο; Ταχυδρομικός κώδικας; Άγνωστες λέξεις. Οι εμπειρίες της ξεκινούσαν από το e-mail και τελείωναν στο courier. Μου φάνηκε αδιανόητο. Αλλά ήταν αληθινό.
Αγόρασα τις προάλλες το βιβλίο των εκδόσεων Άγρα με τις επιστολές που έγραψε από τα ταξίδια του ο Νίκος Καββαδίας στην αδελφή του Τζένια και την ανηψιά του, Έλγκα. Λόγω προχωρημένης ηλικίας και φιλολογικών σπουδών, ήμουν εξοικειωμένος με τα περίεργα σημαδάκια που στόλιζαν τις λέξεις. Αναρωτήθηκα, όμως, πώς θα φανεί σε έναν έφηβο 15 ετών μία ουρανοκατέβατη δασεία ή μία ξεγυρισμένη περισπωμένη. Άντε να του εξηγήσεις, ότι το ύψιλον έπαιρνε πάντοτε δασεία ή ότι η προπαραλήγουσα ουδέποτε περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά.

Το πολύ πολύ να γνωρίζει την απάντηση από το τραγούδι του Μουφλουζέλη («Το Σχολείο»), αν το έχει ακούσει σε κάποιο ρεμπετάδικο. Κατά τάλλα, έχει ακουστά μοναχά την οξεία, από την έκφραση «πρόσεξε μη χάσεις καμιά οξεία». Στην πραγματικότητα, βέβαια, η προπαραλήγουσα παίρνει πάντοτε οξεία, με εξαίρεση κάποιες σύνθετες αντωνυμίες στη γενική πτώση, πχ ούτινος. Συμπαθάτε με για το μονοτονικό, αλλά δεν μπορώ να βρω τόνους στο πληκτρολόγιο. Κάποτε, μάλιστα, υπήρχε και τρίτος τόνος, η βαρεία. Αυτήν δεν τη θυμάμαι καλά καλά ούτε εγώ. 

Μου λείπουν τα πνεύματα και οι τόνοι, όπως και κάποια ξεχασμένα σημεία στίξης, όπως η άνω τελεία. Μου λείπουν, δηλαδή, τα ελληνικά, όπως είναι στην πραγματικότητα και όχι όπως τα έκανε η τάση για υπεραπλούστευση. Μου λείπουν, επίσης, οι επιστολές και τα γραμματόσημα, το υπέροχο συναίσθημα που προκαλείται από ένα γράμμα στο κατώφλι του σπιτιού ή στο επόμενο λιμάνι. Μη σας πω ότι μου λείπουν και οι κατσικούλες, σαν εκείνο το «παράξενο σκυλί» με τα μαστάρια που ζούσε στην αυλή της συγχωρεμένης της γιαγιάς στο χωριό και βέλαζε συνεχώς.

Το όνομά της ήταν, νομίζω, Πελαγιώ. Έπαιρνε οξεία όμως η περισπωμένη;