Ακολουθήστε μας στο Google news![](/img/gnews.svg)
Αυτό ήταν και το πρώτο πράγμα που με «παραξένεψε» την Παρασκευή (23/11). Και με ξάφνιασε θετικά. Μετά από πολλά χρόνια (ίσως από την εποχή των μπουάτ) και αμέτρητες συναυλίες, ο Γιώργος Νταλάρας στεκόταν, επί σκηνής μεν, πολύ κοντά δε. Και αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Υποθέτω και για τον ίδιο. Τα τελευταία χρόνια, η απόστασή του από το κοινό, στα θέατρα και τα μεγάλα μαγαζιά, ήταν τέτοια που, συχνά, δεν ήταν ευδιάκριτο το πρόσωπό του. Δε μπορούσες, έτσι, με ευκολία, να δεις το πάθος που έχει για το τραγούδι. Δε μπορούσες, αβίαστα, να «κοινωνήσεις» την αγάπη του για τη μουσική. Δε μπορούσες να αντιληφθείς τα δεξιοτεχνικά του παιξίματα και την απαράμιλλη τραγουδιστική και ερμηνευτική του δεινότητα σε όλο της το μεγαλείο. Δε μπορούσες να συντονιστείς στον παλμό του. Κι εκείνος, ήταν «αναγκασμένος» να έχει μονίμως ανεβασμένους τους τόνους και την ένταση. Όλα τα παραπάνω, εκτός από κυριολεκτικά, ίσως να μπορούν να ειπωθούν και μεταφορικά. Να όμως που, φέτος, η απόσταση μίκρυνε και η επικοινωνία αποκαταστάθηκε. Να που, από την περασμένη Παρασκευή, «τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Το είπε άλλωστε στο τέλος του live και ο ίδιος ο Νταλάρας: «σας ευχαριστούμε που μας στηρίζετε σε αυτή την καινούργια αρχή».
Στα του προγράμματος τώρα. Στο πρώτο μέρος, ο Γιώργος Νταλάρας, με τη συνοδεία της Ανδριάνας Μπάμπαλη, του Νίκου Αντύπα και μιας επταμελούς ορχήστρας, παρουσίασε τον καινούργιο του δίσκο, που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «Τι θα πει έτσι είναι». Ο δίσκος, ομολογώ, δε με είχε ενθουσίασε στην δισκογραφημένη του εκδοχή και ήμουν επιφυλακτικός. Στο live, όμως, τα τραγούδια εμφάνισαν μια διαφορετική δυναμική, συνεπικουρούμενα από τις καθηλωτικές, δεξιοτεχνικές και, ταυτόχρονα, συγκινητικές ερμηνείες του Νταλάρα.
Εκτός από εκείνα του καινούργιου δίσκου, στο πρώτο μέρος, έγινε και ένα άτυπο αφιέρωμα στα καλά τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ο Γιώργος Νταλάρας τα τελευταία χρόνια: «Οι σταθμάρχες» (μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου στίχοι: Μάνος Ελευθερίου), «Μια στιγμή για πάντα» (μουσική: Γιάννος Αιόλου στίχοι: Ελένη Ζιώγα), «Άστρο της αυγής» (μουσική στίχοι: Βασίλης Φλώρος), «Από το άλλο στο αλλού»(μουσική: Μιχάλης Τερζής στίχοι: Δημήτρης Λέντζος) κ.ά.
Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, το ηχοτοπίο γέμισε γνώριμες μελωδίες και στίχους από όλο το φάσμα του νταλαρικού ρεπερτορίου. Κορυφαίες στιγμές της βραδιάς τα: «Αερικό» (μουσική: Μάνος Χατζιδάκις στίχοι: Νίκος Γκάτσος), «Χαροκόπου 1942-1953 (στις παράγκες)» (μουσική στίχοι: Άκης Πάνου), «Άνοιξε άνοιξε» (μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου στίχοι: Γιάννης Παπαϊωάννου - Χαράλαμπος Βασιλειάδης).
Δε μου άρεσαν πολύ οι διασκευές του Νίκου Αντύπα σε δύο τραγούδια. Πιο συγκεκριμένα, στο «Κάπου νυχτώνει» (μουσική στίχοι: Σταύρος Κουγιουμτζής) και στο παραδοσιακό «Όσο βαρούν τα σίδερα», αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου. Εξαιρετική στιγμή της βραδιάς και η ερμηνεία της Ανδριάνας Μπάμπαλη στο «Post Love», ένα εκπληκτικό τραγούδι του Νίκου Αντύπα και της Λίνας Νικολακοπούλου.
Συνοψίζοντας, αξίζει να αναφερθώ σε δύο ακόμα πράγματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Ο Γιώργος Νταλάρας είχε καιρό να τραγουδήσει (μπροστά στο κοινό, γιατί είμαι βέβαιος ότι τραγουδάει καθημερινά ιδιωτικώς) και του είχε λείψει, το είχε ανάγκη. Γιατί αυτό τον κάνει ευτυχισμένο. Επί σκηνής, τραγουδώντας και «σκαλίζοντας» τα έγχορδά του, είναι στο στοιχείο του, στον φυσικό του χώρο. Είναι σαφές. Αλλά ανάγκη είχε (και έχει) και το κοινό να τον ακούσει. Και όχι μόνο να τον ακούσει, αλλά και να τον νιώσει κοντά. Κι αν το κοινό λιγόστεψε και «μαζεύτηκε», δεν πειράζει. Ήρθε και πιο κοντά στον αγαπημένο του καλλιτέχνη. Η απόσταση μίκρυνε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και οι καρδιές γλυκάθηκαν. Και αν σε εμάς τους «λίγους» αρέσει ο Νταλάρας και θέλουμε να τον ακ(ολουθ)ούμε όπου κι αν παίζει, έχουμε μια ερώτηση να κάνουμε στους «πολλούς»: Ενοχλούμε κανέναν;
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του δίσκου "Τι θα πει έτσι είναι".
26 Νοεμβρίου 2012Όσοι με γνωρίζουν, δεν θα παραξενευτούν διαβάζοντας το σημερινό μου κείμενο. Ο Γιώργος Νταλάρας ξεκίνησε εμφανίσεις την Παρασκευή (23/11) στο Gazarte κι εγώ είμαι «σεσημασμένος» Νταλαρικός. Θα παίζει επίσης και αυτή την Παρασκευή και Σάββατο, μην τον χάσετε. Συνέβη λοιπόν το απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο: ήμουν εκεί. Στο εκπληκτικό αυτό μαγαζί, στο οποίο νιώθω ότι με σέβονται σαν πελάτη σε όλα τα επίπεδα: ο ήχος εκπληκτικός, ο συνωστισμός ανύπαρκτος, η ατμόσφαιρα μαγική, το τσιγάρο απαγορευμένο, τα τραπέζια αξιοκρατικά κλεισμένα και για όλα τα βαλλάντια (κι ας λένε κάποιοι ότι οι τιμές του είναι «τσιμπημένες»), το προσωπικό ευγενέστατο και εξυπηρετικό, η διάταξη και το «στήσιμο» του μαγαζιού ιδανικό. Πραγματικά, δε νομίζω ότι υπάρχει καλύτερο μαγαζί, στην Αθήνα, από το Gazarte. Στα παραπάνω, προσθέστε ότι δεν είναι αχανές. Δεν είναι μικρό, αλλά ούτε και μεγάλο, προσφέροντας έτσι μια αμεσότητα και μια «ζεστασιά». Όσα διαδραματίζονται επί σκηνής είναι πολύ κοντινά, σχεδόν χειροπιαστά και δημιουργούν μια αύρα οικειότητας.Αυτό ήταν και το πρώτο πράγμα που με «παραξένεψε» την Παρασκευή (23/11). Και με ξάφνιασε θετικά. Μετά από πολλά χρόνια (ίσως από την εποχή των μπουάτ) και αμέτρητες συναυλίες, ο Γιώργος Νταλάρας στεκόταν, επί σκηνής μεν, πολύ κοντά δε. Και αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Υποθέτω και για τον ίδιο. Τα τελευταία χρόνια, η απόστασή του από το κοινό, στα θέατρα και τα μεγάλα μαγαζιά, ήταν τέτοια που, συχνά, δεν ήταν ευδιάκριτο το πρόσωπό του. Δε μπορούσες, έτσι, με ευκολία, να δεις το πάθος που έχει για το τραγούδι. Δε μπορούσες, αβίαστα, να «κοινωνήσεις» την αγάπη του για τη μουσική. Δε μπορούσες να αντιληφθείς τα δεξιοτεχνικά του παιξίματα και την απαράμιλλη τραγουδιστική και ερμηνευτική του δεινότητα σε όλο της το μεγαλείο. Δε μπορούσες να συντονιστείς στον παλμό του. Κι εκείνος, ήταν «αναγκασμένος» να έχει μονίμως ανεβασμένους τους τόνους και την ένταση. Όλα τα παραπάνω, εκτός από κυριολεκτικά, ίσως να μπορούν να ειπωθούν και μεταφορικά. Να όμως που, φέτος, η απόσταση μίκρυνε και η επικοινωνία αποκαταστάθηκε. Να που, από την περασμένη Παρασκευή, «τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Το είπε άλλωστε στο τέλος του live και ο ίδιος ο Νταλάρας: «σας ευχαριστούμε που μας στηρίζετε σε αυτή την καινούργια αρχή».
Στα του προγράμματος τώρα. Στο πρώτο μέρος, ο Γιώργος Νταλάρας, με τη συνοδεία της Ανδριάνας Μπάμπαλη, του Νίκου Αντύπα και μιας επταμελούς ορχήστρας, παρουσίασε τον καινούργιο του δίσκο, που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «Τι θα πει έτσι είναι». Ο δίσκος, ομολογώ, δε με είχε ενθουσίασε στην δισκογραφημένη του εκδοχή και ήμουν επιφυλακτικός. Στο live, όμως, τα τραγούδια εμφάνισαν μια διαφορετική δυναμική, συνεπικουρούμενα από τις καθηλωτικές, δεξιοτεχνικές και, ταυτόχρονα, συγκινητικές ερμηνείες του Νταλάρα.
Εκτός από εκείνα του καινούργιου δίσκου, στο πρώτο μέρος, έγινε και ένα άτυπο αφιέρωμα στα καλά τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ο Γιώργος Νταλάρας τα τελευταία χρόνια: «Οι σταθμάρχες» (μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου στίχοι: Μάνος Ελευθερίου), «Μια στιγμή για πάντα» (μουσική: Γιάννος Αιόλου στίχοι: Ελένη Ζιώγα), «Άστρο της αυγής» (μουσική στίχοι: Βασίλης Φλώρος), «Από το άλλο στο αλλού»(μουσική: Μιχάλης Τερζής στίχοι: Δημήτρης Λέντζος) κ.ά.
Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, το ηχοτοπίο γέμισε γνώριμες μελωδίες και στίχους από όλο το φάσμα του νταλαρικού ρεπερτορίου. Κορυφαίες στιγμές της βραδιάς τα: «Αερικό» (μουσική: Μάνος Χατζιδάκις στίχοι: Νίκος Γκάτσος), «Χαροκόπου 1942-1953 (στις παράγκες)» (μουσική στίχοι: Άκης Πάνου), «Άνοιξε άνοιξε» (μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου στίχοι: Γιάννης Παπαϊωάννου - Χαράλαμπος Βασιλειάδης).
Δε μου άρεσαν πολύ οι διασκευές του Νίκου Αντύπα σε δύο τραγούδια. Πιο συγκεκριμένα, στο «Κάπου νυχτώνει» (μουσική στίχοι: Σταύρος Κουγιουμτζής) και στο παραδοσιακό «Όσο βαρούν τα σίδερα», αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου. Εξαιρετική στιγμή της βραδιάς και η ερμηνεία της Ανδριάνας Μπάμπαλη στο «Post Love», ένα εκπληκτικό τραγούδι του Νίκου Αντύπα και της Λίνας Νικολακοπούλου.
Συνοψίζοντας, αξίζει να αναφερθώ σε δύο ακόμα πράγματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Ο Γιώργος Νταλάρας είχε καιρό να τραγουδήσει (μπροστά στο κοινό, γιατί είμαι βέβαιος ότι τραγουδάει καθημερινά ιδιωτικώς) και του είχε λείψει, το είχε ανάγκη. Γιατί αυτό τον κάνει ευτυχισμένο. Επί σκηνής, τραγουδώντας και «σκαλίζοντας» τα έγχορδά του, είναι στο στοιχείο του, στον φυσικό του χώρο. Είναι σαφές. Αλλά ανάγκη είχε (και έχει) και το κοινό να τον ακούσει. Και όχι μόνο να τον ακούσει, αλλά και να τον νιώσει κοντά. Κι αν το κοινό λιγόστεψε και «μαζεύτηκε», δεν πειράζει. Ήρθε και πιο κοντά στον αγαπημένο του καλλιτέχνη. Η απόσταση μίκρυνε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και οι καρδιές γλυκάθηκαν. Και αν σε εμάς τους «λίγους» αρέσει ο Νταλάρας και θέλουμε να τον ακ(ολουθ)ούμε όπου κι αν παίζει, έχουμε μια ερώτηση να κάνουμε στους «πολλούς»: Ενοχλούμε κανέναν;