O Romelu Lukaku, tτο μεγάλο αστέρι της Εθνικής Βελγίου γράφει ένα συγκλονιστικό κείμενο για τα παιδικά του χρόνια.
25 Ιουνίου 2018Ακόμα έχω την εικόνα της μητέρας μου στο ψυγείο και την έκφραση του προσώπου της. Ημουν μόλις έξι ετών και γύρισα σπίτι από το σχολείο για το γεύμα.
Η μητέρα μου ετοίμαζε κάθε μέρα το ίδιο ακριβώς μενού: ψωμί και γάλα. Οταν είσαι παιδί δεν το σκέφτεσαι. Υποθέτω ότι αυτό μπορούσαμε τότε.
Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο συνηθίζουν να μιλούν για την ψυχική δύναμη. Λοιπόν, εγώ είμαι ο σκληρότερος μάγκας που θα συναντήσετε. Επειδή θυμάμαι πάντα ότι καθόμουν στο σκοτάδι με τον αδερφό μου, τη μητέρα μου και τις προσευχές που λέγαμε, πιστεύοντας ότι θα συνέβαινε το θαύμα. Κι εγώ κράτησα εκείνη την υπόσχεσή μου. Γυρνώντας σπίτι μία μέρα από το σχολείο, είδα την μητέρα μου να κλαίει και τις είπα: «Μητέρα, θα αλλάξουν όλα. Θα δεις. Θα παίξω ποδόσφαιρο στην Αντερλεχτ και θα συμβεί σύντομα. Δεν θα έχεις πλέον να ανησυχείς για τίποτα».
Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι απλά καλός. Όχι απλά σπουδαίος. Ο καλύτερος. Έπαιζα με τόσο θυμό εξαιτίας πολλών πραγμάτων. Εξαιτίας των ποντικιών που έτρεχαν στο σπίτι μας, επειδή δεν μπορούσα να δω Champions League, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο με κοιτούσαν οι άλλοι γονείς.
Οταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, διάβαζα άρθρα σε εφημερίδες και με αποκαλούσαν «Ο Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός».
Οταν όμως δεν πήγαιναν καλά έγραφαν «Ο Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός με καταγωγή από το Κονγκό».
Πραγματικά επιθυμούσα να ήταν ο παππούς μου εδώ γύρω για να το δει όλο αυτό. Δεν αναφέρομαι στην Premier League. Ούτε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Δεν εννοώ το Champions League, ούτε τα Παγκόσμια Κύπελλα. Θα ήθελα να ήταν εδώ και να δει τη ζωή που έχουμε τώρα. Θα ήθελα να είχα την ευκαιρία για ένα τελευταίο τηλεφώνημα, για να τον ενημερώσω. «Βλέπεις; Στο είπα. Η κόρη είναι εντάξει. Δεν υπάρχουν αρουραίοι στο διαμέρισμα. Δεν κοιμόμαστε πλέον στο πάτωμα. Δεν υπάρχει πλέον άγχος. Είμαστε καλά τώρα... Δεν χρειάζεται πλέον να τσεκάρουν τις ταυτότητές μας. Ξέρουν τα ονόματά μας...».