Γιατί τα τραγούδια έχουν την ερμηνεία που τους δίνουμε εμείς. Την ερμηνεία που θα θέλαμε να είχαν.
06 Νοεμβρίου 2018Μπορεί ο συγκεκριμένος δίσκος να κυκλοφόρησε το 1974, αλλά τα πρώτα τραγούδια της συγκεκριμένης εργασίας είχαν ήδη γραφτεί απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 60. Καθοριστική για τον Μάνο Λοΐζο εκείνα τα χρόνια ήταν η γνωριμία του με την Κωστούλα Μητροπούλου, η οποία υπογράφει και τους στίχους σε δύο απ’ τα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου, τον “Δρόμο” και τον “Στρατιώτη”. Ο “Δρόμος” μάλιστα είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1965 σε δισκάκι 45 στροφών με τη φωνή της Σούλας Μπιρμπίλη. Την ίδια εποχή γράφτηκαν και τα δύο τραγούδια με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο "Στρατιώτης" και ο "Τρίτος Παγκόσμιος" σε λόγια του Γιάννη Νεγρεπόντη. «Κι έχω κι ένα πρόσθετο λόγο να είμαι ευχαριστημένος», λέει ο Μάνος Λοΐζος στον, φίλο και συνεργάτη του, Λευτέρη Παπαδόπουλο. «Βρήκα τον Παπακωνσταντίνου, που είναι σημαντικός τραγουδιστής». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος φυσικά συμμετείχε στο δίσκο με 4 τραγούδια, και μάλιστα οι δυο τους διαφώνησαν για την επιλογή της Αλέκας Αλιμπέρτη στον “Αρχηγό”. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ήθελε να πει το τραγούδι η Χαρούλα Αλεξίου. Ο Λοΐζος, αν και διέκρινε από νωρίς το ταλέντο της, τη δεδομένη στιγμή θεωρούσε πως η Αλεξίου ήταν μια φωνή «νυχτερινού κέντρου», ενώ αυτός προτιμούσε νέες και άφθαρτες φωνές και γι’ αυτό επέλεξε την Αλιμπέρτη. Μια επιλογή που έγινε η αιτία για αμέτρητες λογομαχίες μεταξύ των δύο φίλων.
Πάντως βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου έργου είναι και πως ο Λοΐζος αναλαμβάνει να ερμηνεύσει ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος από τα τραγούδια του δίσκου. Και εδώ οι απόψεις συγκλίνουν. Η ερμηνεία του Μάνου στα τραγούδια είναι αξεπέραστη. Όχι φυσικά γιατί είναι τεχνικά η πιο καταρτισμένη φωνή που θα μπορούσε να υπάρξει. Όπως αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στη βιογραφία που έγραψε για το φίλο του: «...ο Μάνος στο “Δρόμο”, στον “Τσε” στο “Ακορντεόν” και στο “Μη με ρωτάς” είναι τόσο ειλικρινής, που σε ραγίζει». Και αυτό είναι κάτι που μας το δίδαξαν οι τραγουδοποιοί. Και παρόλο που ο ιστορικότερος δίσκος του Μάνου Λοΐζου είναι ο “Σταθμός”, για τον τραγουδοποιό Λοΐζο σταθμός είναι τα “Τραγούδια του δρόμου”. Διότι ως εκείνη τη στιγμή ομολογουμένως ο Λοΐζος έγραφε κατά βάση ελαφρολαικά τραγούδια. Και δεν το αναφέρω υποτιμητικά. Το λαϊκό τραγούδι είναι στο DNA μας και είναι η βάση για το ελληνικό τραγούδι. Απλά κατά την προσωπική μου γνώμη η τομή του Λοΐζου στο ελληνικό τραγούδι είναι οι μπαλάντες του. Αυτά τα τραγούδια που παίζονται με μια κιθάρα και οι μελωδίες τους σφυρίζονται. Ο ίδιος ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στη βιογραφία του Μάνου Λοΐζου αναφέρει: «Επιτέλους», μου εξομολογείται, «αυτά τα τραγούδια που τόσο έχω αγαπήσει, κυκλοφορούν! Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα έχουν εμπορική επιτυχία ή όχι. Από σουξέ, αν θέλουμε, καθόμαστε πέντε λεπτά και τα κάνουμε -θυμάσαι τη “Γοργόνα” και το “Παραμυθάκι”; Μ’ ενδιαφέρει που ήρθε η ώρα για να επουλωθούν οι πληγές μου».
Τα κομμάτια του συγκεκριμένου δίσκου γράφτηκαν σε δύο περιόδους. Όπως προείπα κάποια γράφτηκαν πριν τη δικτατορία και στην πλειονότητά τους λογοκρίθηκαν. Όπως φυσικά και αυτά που γράφτηκαν κατά τη διάρκειά της. “Ο αρχηγός”, “Ο μέρμηγκας”, το “Μη με ρωτάς” και άλλα. Και αν το ένα κοινό στοιχείο αυτών των τραγουδιών είναι η διαχρονικότητά τους -όχι μόνο στο αίσθημα του κόσμου, αλλά και ως ήχος-, το άλλο τους κοινό είναι πως στην πλειοψηφία τους είναι λογοκριμένα τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι πως τα “Δώδεκα παιδιά” επανακυκλοφόρησαν σ’ αυτό το δίσκο μόνο και μόνο για να ειπωθούν με τους λογοκριμένους στίχους τους. Και δεν είναι μόνο πως αυτά τα τραγούδια έτυχε να συσσωρευτούν λόγω της λογοκρισίας και κατά συνέπεια κυκλοφόρησαν παρέα. Αυτά τα τραγούδια κρύβουν και μια βαθιά ανάγκη για ελευθερία στην τέχνη. Κάτι που τονίζεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου. Γράφει ο συνθέτης: «...θα ήθελα να σημειώσω σαν γεγονός σημαντικό για την πορεία του τραγουδιού μας την ουσιαστική άρση κάθε μορφής λογοκρισίας. Ελπίζω να συνεχιστεί μέχρι της τελική κατάργηση του σχετικού κατοχικού νόμου».
Στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ σε ένα τραγούδι. Στον “μέρμηγκα”. Είναι πολύ εύκολο μεγαλώνοντας ένας άνθρωπος να μιλά για τη ζωή του με συμπεράσματα. Έχοντας κλειδώσει τις απαντήσεις του να μην έχει να διαπραγματευτεί καμία σιγουριά του. Αυτό στην τέχνη είναι θανάσιμο αμάρτημα. Όλη η μαγεία της τέχνης κρύβεται στις διαφορετικές ερμηνείες της. Ο Ουμπέρτο Έκο είχε πει πως ο καλλιτέχνης πρέπει να πεθαίνει μετά τη δημιουργία του έργου ώστε να μην δώσει ποτέ απαντήσεις στα ερωτήματα του κόσμου. Το βασικό όμως για μένα είναι να ειπωθεί η ιστορία χωρίς το ηθικό δίδαγμα. Και δεν είναι απλό. Ο Μέρμηγκας όμως είναι ένα τέτοιο τραγούδι. Λέει απλά την ιστορία χωρίς το συμπέρασμα. Κι αυτό το τραγούδι αντιπροσωπεύει πλήρως τον Λοΐζο. Διότι ο Λοίζος έχει την ικανότητα να είναι απλός, χωρίς να είναι απλοϊκός. Και παρόλο που είναι θεμιτό ο καλλιτέχνης να επικοινωνεί υπό τις δικές του προϋποθέσεις, το να δημιουργείς τις συνθήκες για επικοινωνία με το ευρύ κοινό απαιτεί σιγουριά -με την έννοια ότι δεν χρειάζεται να αποδείξεις κάτι σε κάποιον- αλλά κυρίως απαιτεί ταλέντο. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι απλός χωρίς να είσαι ελαφρός ή φαιδρός και ταυτόχρονα να χαίρεις της εκτίμησης του κλάδου.
Ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε σημαντική περίπτωση για το τραγούδι μας. Και δεδομένου ότι ως τραγουδοποιός μας έδωσε ελάχιστα δείγματα μπορεί αν δεν είχε φύγει τόσο νέος να είχε οδηγήσει την τέχνη του τραγουδιού σε άλλα μονοπάτια. Με τα «αν» όμως δεν πάμε πουθενά. Σημασία έχει πως τον θυμόμαστε για όσα τραγούδια έγραψε. Ο Χρήστος Θηβαίος λέει σ’ ένα στίχο του: «Οι ήρωες είναι πάντα όμορφοι και νέοι». Κι ας ξέρω ότι η λέξη ήρωας χαλάει την δική μου ερμηνεία στο στίχο, την παραβλέπω κι όταν ακούω αυτή τη φράση θυμάμαι πάντα τοn Λοΐζο, όμορφο και νέο. Γιατί τα τραγούδια έχουν την ερμηνεία που τους δίνουμε εμείς. Την ερμηνεία που θα θέλαμε να είχαν.
Αυτά είναι «Τα τραγούδια του δρόμου»...