Τι σημαίνει rock στη μετά-2000 εποχή; Αυτό, τελικά, που σήμαινε πάντα.
18 Ιουνίου 2019Του Ανδρέα Μαντά
Μουσική που ανεβάζει την ενέργεια, εξιτάρει πνευματικά και σωματικά, προσφέρει ένα φάσμα αναφορών που προσδιορίζουν αυτό που καταλήξαμε να γίνουμε. Αυτό μας θύμισε ο Johnny Marr, στην 1η του σόλο εμφάνιση στο φετινό Release Festival. Οτι μπορούμε όλοι να (ξανα)γίνουμε ρομαντικοί, να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην ουσία της τέχνης, να μην σταματάμε να ανακαλύπτουμε γύρω μας ανθρώπους με κοινές αγάπες και αισθητική. Το σετ ξεκίνησε δυναμικά, με το υπέροχο «The Tracers», και η βραδιά εξελίχθηκε ανάλογα. Το βράδυ της Κυριακής είχαμε... πέντε στα πέντε, από τον Johnny (Guitar) Marr. Δεν απομακρυνθήκαμε ούτε λεπτό από την εφηβεία μας. "Big Mouth Strikes Again", "Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me", "Stop Me If You Think You've Heard This One Before", "How Soon Is Now?", "There Is A Light That Never Goes Out". Το δυναμικό σετ δεν έκανε καμία κοιλιά και τα κομμάτια του Marr έδεναν τέλεια με τις επιλογές από τα χρόνια των Smiths.
Και κάπου πριν το τέλος, μας επιφύλαξε και τη μεγάλη έκπληξη, που σχολιάστηκε και από τον διεθνή τύπο. Ο Marr κάλεσε στη σκηνή τον Bernard Sumner, και όλοι από κάτω πάθαμε ένα μίνι ντελίριο, αφού εκτός των αναμνήσεων από τα χρόνια των Electronic ("Get The Message"), αυτή η ολιγόλεπτη συνεύρεση φαινόταν να είναι ένας υπέροχος οιωνός για αυτό που θα ακολουθούσε. Δυστυχώς όμως, οι New Order που περιμέναμε δεν ήρθαν ποτέ. Η βραδιά εξελίχθηκε σε... Blue Sunday και οι ίδιοι ήταν μάλλον... Restful. Και όχι, δεν ήταν το σετ, που ήταν καταπληκτικό, ούτε η φωνή του Sumner που από αρκετούς σχολιάστηκε ως φάλτσα (πάντα έτσι ήταν η φωνή του, χαρακτηριστικά νεανική, ιδιαίτερη και ατελής). Στο κάτω-κάτω ούτε ο Johnny Marr διαθέτει φοβερά φωνητικά προσόντα, αποδείχθηκε όμως ότι διαθέτει «ψυχή». Πολλοί ήμασταν αυτοί που περιμέναμε κάτι εντελώς διαφορετικό, ειδικά όταν στο πλαίσιο των 40 χρόνων από την κυκλοφορία του UNKNOWN PLEASURES, έχεις τη σπάνια ευκαιρία να ακούς απανωτά τα She's Lost Control, Shadowplay και Transmission, τα οποία τα διαδέχθηκαν μια σειρά από best of: Bizarre Love Triangle, Sub Culture, The Perfect Kiss, Plastic, True Faith, Blue Monday, Temptation!
Καταρχάς αυτή η αίσθηση που είχαμε ότι η μπάντα έπαιζε μάλλον διεκπεραιωτικά, ενώ στ' αυτιά μας έφτανε ένας ήχος θαμπός, που καμία σχέση δεν είχε με τον κρυστάλλινο ήχο του Marr που είχε προηγηθεί. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν θέμα ηχολήπτη (της μπάντας) ή αν όλο αυτό είχε να κάνει με την απουσία του Peter Hook και του χαρακτηριστικού του μπάσου, αλλά ό,τι κι αν ήταν, το αποτέλεσμα ήταν ένα flatness και μια αμηχανία, σε μεγάλο μέρος του κόσμου, που δεν απογειώθηκε ποτέ, ενώ είχε έρθει πανέτοιμο να το κάνει. Ακόμη και μετά, στo encore, με το Atmosphere και το Love Will Tear Us Apart, ελάχιστη ήταν η βελτίωση. Δεν νιώσαμε ποτέ, εν τέλει, την ανατριχίλα που θα μπορούσαν αυτοί οι περφεξιονιστές του ήχου, κάποτε, να μας προσφέρουν, ενώ παράλληλα στα video wall κυριαρχούσε η μορφή του Ian Curtis...
Και να κλείσουμε με ένα σχόλιο για το Release Festival, που είναι για άλλη μια χρονιά εξαιρετικό, έχοντας πλέον βάλει τον πήχη, τόσο από την πλευρά των line-up όσο και της παραγωγής, πολύ ψηλά. Αυτά και πάμε για τη συνέχεια.