Μία εμπεριστατωμένη και με στοιχεία ανάλυση για το αθηναϊκό ραδιόφωνο...
17 Ιουλίου 2019Ξεκινώ να ξετυλίγω το κουβάρι των σκέψεών μου αναπαράγοντας λίγες λέξεις από την πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΤΕΡ:
«Δεν υφίσταται επιχειρηματικότητα με μόνη επένδυση έναν υπολογιστή και μια κεραία. Δυστυχώς η σημερινή πλειοψηφία της πλέον αντιπροσωπευτικής ένωσης ιδιοκτητών ραδιοφώνων, της ΕΙΙΡΑ, αυτό το ραδιόφωνο θέλει. Ανερμάτιστος σχολιασμός ή μουσικές επιλογές ενός μυαλού ανά ραδιοσταθμό με ένα βαρετό playlist, με μονό στόχο τις διαφημίσεις ή την πολιτική επιρροή…οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα!»
Θα περιορίσω την ανάλυση της σκέψης στην Αθήνα, όχι γιατί δεν υπάρχει τρόπος να ακούσω ραδιόφωνα εκτός Αθήνας, αλλά γιατί δεν υπάρχει χρόνος. Επίσης, γιατί η Αθήνα είναι η πόλη με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα, οπότε διανέμεται το μεγαλύτερο μέρος της οργανωμένης διαφημιστικής δαπάνης.
Ιστορικά, στα 30 χρόνια της ελεύθερης ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, υπήρξαν σταθμοί που από την πρώτη ημέρα λειτουργίας τους υιοθέτησαν τη λειτουργική δομή του προγράμματος με ελεγχόμενη μετάδοση περιεχομένου και χρονοπρογραμματισμένη από κάποιον «ειδικό», εν ολίγοις «playlist». Αυτοί οι σταθμοί ήταν ο Galaxy 92 (1989) και ο Kiss FM (1993). Αργότερα, ξεκίνησαν σταθμοί με «ημιαυτόματο» τρόπο λειτουργίας, όπως το «Love Radio», όπου οι παραγωγοί επέλεγαν τη μουσική μέσω ενός πρωτοπόρου για την εποχή συστήματος με bar code, που ένας υπολογιστής έκρινε αν ένα τραγούδι μπορεί να μεταδοθεί, με βάση τον αλγόριθμο που όριζε η διοίκηση του σταθμού. Εξαίρεση η νυχτερινή εκπομπή του Νίκου Γκαραβελα, που έπαιζε ελεύθερα. (Νίκο συλλυπητήρια, ξέρεις εσύ).
Τα αντίπαλα δέη την ίδια εποχή ήταν ο Jeronimo Groovy για της νεότερες ηλικίες (χωρίς κανένα έλεγχο στη μουσική πέραν των αυτονόητων), ο ΚΛΙΚ FM με ελεύθερες επιλογές και πολλοί ακόμη σταθμοί χωρίς playlist. Ο Nitro 102.5 κατά το μεγαλύτερο διάστημα της λειτουργίας του λειτουργούσε ημιαυτόματα και ο Best 92.6 λειτουργούσε ανέκαθεν δείχνοντας εμπιστοσύνη στους παραγωγούς του (ακόμη από την εποχή Status). Η ροκ μουσική ήταν σαφώς ευνοημένη με τους Rock FM, Capital, Ρόδον, Ατλαντίς κλπ να παίζουν ελεύθερα.
Τα στοιχεία της τωρινής πραγματικότητας.
Ως επιχειρήσεις, οι σταθμοί αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση του κέρδους, με παράλληλη ελαχιστοποίηση του κόστους στο προϊόν, και τις Διοικητικές δαπάνες. Το βέλτιστο προϊόν, θα φέρει θεωρητικά μεγαλύτερη πελατεία, εν ολίγοις περισσότερους ακροατές, και κατά συνέπεια μεγαλύτερο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας. Ποιο είναι όμως το βέλτιστο προϊόν; Ποιος καθορίζει την ποιότητα και την καταλληλότητά του για μαζική κατανάλωση; Εκεί πολλοί σταθμοί κάνουν το πρώτο μεγάλο στρατηγικό λάθος: έχουν την ψευδαίσθηση πως είναι οι σημαντικότεροι φορείς μουσικής ενημέρωσης και κατανάλωσης από το κοινό. Κατά συνέπεια, δεν προσφέρουν στον ακροατή αυτό που ζητάει, αλλά αυτό που νομίζουν πως ζητάει. Διανύοντας περίοδο οικονομικής κρίσης εδώ και δέκα χρόνια, οι σταθμοί (ειδικότερα οι μουσικοί) είναι πληγωμένοι και έκθετοι σε οικονομικές υποχρεώσεις, ετεροχρονισμένοι, και σαφέστατα φοβισμένοι να πάρουν το παραμικρό ρίσκο στην εξέλιξη του προϊόντος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να κάνει αυτές τις διαπιστώσεις, παραγωγοί που κάποτε ήταν απολαυστικοί έως εθιστικοί, πλέον διαφημίζουν κινητά τηλέφωνα, οχήματα και όποιο άλλο καταναλωτικό προϊόν καθιστώντας εαυτούς μη ακροάσιμους τουλάχιστον όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή (πλέον, και για λίγο καιρό ακόμη, στο αυτοκίνητο). Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να τονιστεί πως οι παραγωγοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους πλέον για ένα κλάσμα των αμοιβών που απολάμβαναν πριν την κρίση.
Διαχωρίζω τους σταθμούς της Αθήνας, ανεξαρτήτως ρεπερτορίου σε γενικότερο format και κοινό στόχευσης.
Οι «απαλοί» σταθμοί (easy listening, συμπεριλαμβάνω και το έντεχνο)
ΚΑΝΕΙΣ από τους σταθμούς που ασχολούνται με αυτό το ρεπερτόριο δεν έχει ελεύθερη επιλογή της μουσικής από τους παραγωγούς.
Οι rock σταθμοί
Παρομοίως, με εξαίρεση τη σχετική ελευθερία των παραγωγών του Ατλαντίς.
Οι pop σταθμοί (συμπεριλαμβάνω και το λαικο-ποπ).
ΚΑΝΕΙΣ από τους σταθμούς που ασχολούνται με αυτό το ρεπερτόριο δεν έχει ελεύθερη επιλογή της μουσικής από τους παραγωγούς.
Οι «Ψαγμένοι» σταθμοί (sophisticated)
Στους περισσότερους σταθμούς που ασχολούνται με αυτό το ρεπερτόριο δεν υπάρχει ελεύθερη επιλογή της μουσικής από τους παραγωγούς. Μοναδικές εξαιρέσεις οι Kosmos και Best.
Οι ενημερωτικοί σταθμοί.
Είναι πολλαπλάσια τολμηρότεροι των μουσικών, στα μουσικά θέματα! Παρομοίως και οι αθλητικοί.
Έχοντας αυτή την εικόνα κατά νου, τρεις εύλογες απορίες γεννώνται:
1. Είναι όντως οι επιλογείς της μουσικής ανίδεοι;
Όχι, κατηγορηματικά όχι. Σε πολλούς σταθμούς έχουν τοποθετηθεί επιλογείς μουσικής με βαθιά γνώση του αντικειμένου τους. Αυτοί οι άνθρωποι όμως κάθε μήνα έχουν να πληρώσουν υποχρεώσεις, και ελλείψει νέων ταλέντων να τους διαδεχθούν, ξέρουν πως η καριέρα τους θα συνεχιστεί, για όσο καιρό υπάρχουν τα μέσα που τους απασχολούν. Υπάρχει, όπως σε κάθε περίπτωση για να επιβεβαιώσει τον κανόνα, και η εξαίρεση μερικών ανθρώπων που είναι παντελώς ανίδειοι, και εστιάζουν στο να δείχνουν γνώστες, ενώ δεν είναι, και στηρίζονται σε ερασιτεχνικές πηγές για να κάνουν κτήμα τους ελάχιστα τραγούδια ή πληροφορίες. Θα στοιχημάτιζα πως δεν είναι καν συνδρομητες σε μαζικά μέσα μουσικής ενημέρωσης (spotify, itunes, beatport κλπ), πόσο μάλλον δε σε επαγγελματικά pools. Προσωπικά είμαι βαθιά καχύποπτος με τους ανθρώπους που διαφημίζουν τις μουσικές τους γνώσεις.
2. Μπορεί ένας σταθμός με χαρακτηρισμό «sophisticated» («ψαγμένος» κοινώς) να λειτουργήσει με playlist;
Είναι αστείο, και μόνο να το σκεφτεί κανείς. Ειδικά σε αυτό το format ραδιοφώνου, χρειάζεται ισχυρή ομάδα παραγωγών, με υποδομή, όρεξη, ταπεινότητα (και αναφέρω την ταπεινότητα διότι ο μόνος τρόπος να μαθαίνεις νέες μουσικές συνέχεια, είναι να συνειδητοποιήσεις πως ως τώρα δεν ήξερες σχεδόν τίποτα), συνέπεια, συνέχεια, κατάρτιση και πνεύμα συνεργασίας. Αν τηρήσεις όλα αυτά, σίγουρα δεν έχεις και ιδιαίτερη όρεξη να επαναλάβεις ένα τραγούδι περισσότερες από λίγες φορές, αν μη τι άλλο ανυπομονείς να παρουσιάσεις στο ακροατήριο τις νέες σου ανακαλύψεις). Από όλους τους εκλεκτικούς σταθμούς της Αθήνας, δύο μόνο έχουν ομάδα ικανή να επιτύχει αξιοπρεπές, σοβαρό (και όχι σοβαροφανές) αποτέλεσμα, και να αμειφθεί ηθικά και κατά συνέπεια υλικά από το κοινό: ο Κόσμος 93,6 και ο Best 92.6. Για να μην κατηγορηθεί αυτή μου η θέση ως έπεα πτερόεντα, θα σας ζητήσω να «αξιολογήσετε» τη βαρύτητα του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου ή του Αλέξανδρου Χριστόπουλου, με όποιο παραγωγό θέλετε εσείς από όποιο format προτιμάτε, που παίζει playlist. Δεν εξετάζω αν σας αρέσουν αυτά που παίζουν εξετάζω πως ΞΕΡΟΥΝ ΤΙ ΠΑΙΖΟΥΝ, και στηρίζουν αυτά που λένε. Δε νομίζω κανείς τους να διαβάζει αυτά που λέει από τη Wikipedia (όπως γίνεται σε άλλους σταθμούς, με αστεία αποτελέσματα πάρα πολλές φορές λόγω λάθος πληροφορίας). Να σκληρύνω λίγο το παιχνίδι; Ποιος σταθμός super market θα τολμούσε να προτείνει στον Γιάννη Πετρίδη να παίξει playlist; Να επισημάνω, πως όλα τα είδη μουσικής έχουν την εμπορική, και την αφανέστερη πλευρά τους. Ερευνώ και ενημερώνομαι, δε σημαίνει μόνο rock, jazz και blues.
3. Δηλαδή τι προτείνεις, να γυρίσουμε στο 1995 και να πετάξουμε τους υπολογιστές από το παράθυρο;
Με την ίδια λογική, θα ανάβαμε φωτιά τρίβοντας ξύλα, και θα περπατούσαμε στα τέσσερα. Το εργαλείο δεν έχει καμία ευθύνη, ο χειριστής του όμως έχει. Εδώ να κάνουμε μία μικρή εξαίρεση και να βγούμε από τα όρια της Αττικής, όπου οι σταθμοί παίζουν με 1200-1300 τραγούδια το πολύ, και να σας προτείνω ένα λαμπρό παράδειγμα σταθμού που παίζει πολλές ώρες της ημέρας με αυτοματισμό (Jazler), κι έχει σε rotation περισσότερα από 75.000 τραγούδια: Prime Radio 100.3 στη Σύρο. Αν κάποια στιγμή τύχει να μιλήσετε με τον ιδιοκτήτη του σταθμού και Δ/ντή Προγράμματος (τον βρίσκετε στο facebook ως Γιάννη Τσιτσώνη), θυμάται ΟΛΑ του τα τραγούδια, και ενημερώνει τη δισκοθήκη του τόσο συχνά, που μεταδίδει στη Σύρο τραγούδια που (αν) μεταδοθούν στην Αθήνα, θα είναι μήνες αργότερα. Επίσης, ξέρει τι εστί dj pool.
Εν κατακλείδι. Το ραδιόφωνο στη μορφή που το γνωρίζουμε πλησιάζει προς το τέλος του. Έχει κάψει ήδη τα συστατικά του, κι έχει γίνει super nova. Μόλις η ευρυζωνικότητα προοδεύσει ελάχιστα ακόμη, θα γίνει μπλε νάνος. Θα επιβιώσουν, και θα κερδοφορήσουν, οι σταθμοί που δεν ξεχνούν το λόγο ύπαρξής τους, που είναι η ψυχαγωγία και η ενημέρωση του ακροατή. Ο ακροατής είναι πολλάκις πιο ευφυής από όσο νομίζουν οι ραδιοφωνικοί επιχειρηματίες, και με την πρώτη ευκαιρία θα το αποδείξει. Όπως το απέδειξε με την αποδοχή του σε ραδιόφωνο που γύρισε μετά από μακρά σιωπή, τον Best. Το επάγγελμα του παραγωγού δεν είναι πλέον ελκυστικό, δε νομίζω να εμφανιστούν νέα ταλέντα να διαδεχθούν ό,τι απέμεινε από τις παλαιότερες γενιές. Ένα viral post ή video σε οποιαδήποτε δικτυακή πλατφόρμα ίσως να τους εξασφαλίζει στο μέλλον ποσό ίσο με τους μισθούς ενός έτους στο ραδιόφωνο, και απείρως μεγαλύτερη δόξα και αναγνωρισιμότητα. Άρα γιατί να το κάνουν, ειδικά όταν το ραδιόφωνο δεν είναι καν μέσο έκφρασης πλέον; Σε μεγαλύτερη κλίμακα, βλέπουμε την κατάρρευση των ποιοτικά υποδεέστερων Ελληνικών καναλιών, σε σχέση με τις συνδρομητικές πλατφόρμες (Netflix, Cosmote TV, Nova, Amazon Prime κλπ). Κι εκεί, το μόνο που μένει είναι να προστεθεί η on demand ενημέρωση, και να προχωρήσει λίγο η ευρυζωνικότητα.
Δεν περίμενα ποτέ να δανειστώ έκφραση από πολιτικό πρόσωπο, αλλά αδυνατώ να βρω κάτι καταλληλότερο για τη σύγχρονη ραδιοφωνική πραγματικότητα: «ή αλλάζουμε ή ... (δικό σας)»