«KAI TI; να χάσει τη δουλειά της; Αφού αυτά θέλει ο κόσμος»
23 Ιανουαρίου 2024Την ιστορία τη διηγείται ο ίδιος και έχει πολύ ενδιαφέρον. Εμείς μόνο να σας πούμε ότι ο Θέμης Ανδρεάδης θα παίξει για πρώτη φορά στο Κύτταρο στις 9 Φεβρουαρίου και, εννοείται, ότι θα είμαστε όλοι εκεί.
Χωρίς περιστροφές και αναλύσεις, θα σας πω μια ιστορία που έλαβε χώρα το 1992 και που στάθηκε η αφορμή να διακόψω την «εργασία» μου σαν τραγουδιστής κλπ... και να γλιστρήσω στο... σκοτάδι για πάνω από 20 χρόνια.
Αφού είχα εξαντλήσει όλες μου τις '«καλλιτεχνικές» δυνάμεις στο να θέλω να έχω τον έλεγχο στο τι τραγουδάω, αντιστεκόμενος σ΄ένα σύστημα που με ήθελε, αναπτήρα μιας χρήσεως -τελειώνει τον πετάς, ο επόμενος- και που βεβαίως με κατατρόπωσε, αφού το πάλεψα δονκιχωτικά θα έλεγα καμιά δεκαριά χρόνια, έφτασα να έχω σοβαρό οικονομικό πρόβλημα αφού δεν έκανα ή έμαθα τίποτα άλλο να κάνω παρά να τραγουδάω και έχοντας μία οικογένεια με δυο μικρά παιδιά και την σύζυγο μέχρι τότε να μην εξασκεί την τέχνη της λόγω μικρών παιδιών κλπ.
Βρέθηκε λοιπόν τότε, ένας μαέστρος που συνεργαζόμασταν κάποτε σε νυκτερινό κέντρο και μου τηλεφώνησε λέγοντας μου, «Θέμη η... (μεγάλη λαϊκή φίρμα) σε θέλει να πας να τραγουδήσεις μαζί της». «Αλήθεια; που και τι», του λέω. «Στην...» (ένα μέρος που μόνον «σκυλάδικα» είχε).
«Τι να κάνω ρε συ εκεί εγώ; Δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος» του λέω. «Ρε μην είσαι βλάκας. Θα έρχεσαι 10' πριν, θα τραγουδάς μισή ώρα θα τελειώνεις και θα φεύγει.. Θα σου έχουμε και μπαλέτο θα λες ''είμαι πολύ ωραίος'' κι έφυγες. Τι λεφτά θέλεις;».
Λέω... θα του πω ένα μεγάλο για την εποχή ποσόν για να μου πει δεν γίνεται... να γλιτώσω.
Του λέω και μου λέει «Ναι!», «Ναι αλλά τα λεφτά μπροστά» χαχαχα. Έρχεται την άλλη μέρα ο «επιχειρηματίας» και μου δίνει μια επιταγή -πέτσινη θα ήτανε- και περιμένω να κάνω πρόβα. «Θέμη, έλα αύριο να κάνεις πρόβα».
Σηκώνομαι να πάω και είμαι πολύ ανήσυχος. Λέω στην Άννα, «που είναι η επιταγή;» και την βάζω στη τσέπη μου.
Πάω λοιπόν και βλέπω ένα παράπηγμα με λαμαρίνες κανονικό σκυλάδικο, και έναν πορτιέρη να μου λέει «κύριε Αντριάδη σε περιμένουν μέσα».
Μπαίνω και όπως κοιτάω αριστερά βλέπω κάτι κοπέλες, «ξένες» θα ήταν, του «μπαλέτου», χοντρούλες με κάτι σκισμένα καλσόν και με πιάνει η ψυχή μου και λέω φωναχτά στον εαυτό μου: «Ε, αυτό δεν μπορώ να το κάνω».
Ρωτάω τον πορτιέρη που είναι το αφεντικό, τον βρίσκω και του λέω: «Ζητώ συγγνώμη. Πάρτε την επιταγή σας πίσω, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ».
Θα σου κάνω... Θα σου δείξω... Θα σου στείλω να σου σπάσουν τα πόδια... θα..θα..
Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου. Γυρίζω στο σπίτι μου. Ανοίγω την πόρτα και λέω στη σύζυγό μου: «Άννα μου, σταματάω να τραγουδάω»
Και γλίστρησα στο οικονομικό και καλλιτεχνικό σκοτάδι...