Δίσκοι που ξέρουμε με τ’ όνομά τους: «Φορτηγό» του Διονύση Σαββόπουλου...
18 Ιουλίου 2018Πολλές φορές -και δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω- προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε ή να προβλέψουμε με λογικές προκείμενες την επιτυχία ενός δίσκου. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να αναρωτηθεί, πως μπορεί να συγκινήσει ένας δίσκος που ο συνθέτης και ερμηνευτής των τραγουδιών αντικειμενικά δεν είναι ούτε καλός μουσικός, ούτε καλός τραγουδιστής; Κι όμως συμβαίνει!
Ο Χατζιδάκις κάποτε είχε πει: «...σκοτώστε τη μνήμη…». Ομολογώ πως παιδεύτηκα αρκετά για να δώσω μία -πιθανή- ερμηνεία στη φράση αυτή.
Το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» του Διονύση Σαββόπουλου είναι κατά τη γνώμη μου ένα απ’ τα δύο-τρία καλύτερα ζεϊμπέκικα που έχουν γραφτεί τα τελευταία 50 χρόνια. Και δεν θεωρώ ότι αυτό συνέβη τυχαία. Ο Σαββόπουλος δεν είναι «λαϊκός» συνθέτης, έρχεται από αλλού. Γι’ αυτό και πάει το ζεϊμπέκικο ένα βήμα παραπέρα με αυτό το τραγούδι. Ο Σαββόπουλος γράφει ενστικτωδώς και με τόσο περιορισμένη μουσική παιδεία ώστε να μην έχει «μνήμη»
.
Το 1966 λοιπόν κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο με τίτλο «Φορτηγό». Δώδεκα τραγούδια στα οποία τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο ίδιος. Πριν 2 χρόνια μάλιστα μας παρουσίασε ολόκληρο το υλικό σε μια σειρά παραστάσεων που έκανε σε διάφορες πόλεις γιορτάζοντας τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη κυκλοφορία του δίσκου. Με αφορμή αυτές τις παραστάσεις μάθαμε πως στο υλικό αυτό περιλαμβάνονταν και 5 ακόμη τραγούδια τα οποία λογοκρίθηκαν τότε και κόπηκαν. Μεταξύ αυτών η «Αμνηστεία ‘64» και «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι πως μιλάμε για ένα δίσκο που ακούγεται ολόκληρος, πράγμα όχι αυτονόητο. Δείχνει μία τίμια στάση του καλλιτέχνη απέναντι στον ακροατή, δεδομένου ότι εκείνα τα χρόνια το τραγούδι δεν ήταν δωρεάν και ο κόσμος αγόραζε δίσκους. Αυτό βέβαια δεν αφορά αποκλειστικά το συγκεκριμένο δίσκο. Είναι κανόνας οι πρώτες δισκογραφικές απόπειρες των σημαντικών μας δημιουργών να είναι δίσκοι σταθμοί για το ελληνικό τραγούδι. Σε ότι αφορά το «Φορτηγό» μιλάμε για ένα υλικό με αρχή μέση και τέλος, και όποιος το έχει ακούσει καταλαβαίνει τι θέλω να πω.
Το πιο γνωστό από τα τραγούδια του δίσκου είναι η «Συννεφούλα» την οποία μάλιστα ο Νιόνιος είχε γράψει όταν ήταν μόλις 16 ετών. Εμφανής η «παιδικότητα» σε ότι αφορά τη φόρμα αλλά και η «ωριμότητα» ταυτόχρονα, δεδομένου ότι σε μια τόσο νεαρή ηλικία επισημαίνει πως με εγωισμό στον έρωτα κανείς δεν πήγε πουθενά. Μία παραδοχή την οποία όλοι κάναμε κάποτε, συνήθως κατόπιν εορτής. Ο Σαββόπουλος αγγίζει δύσκολα ζητήματα με μεγάλη προσοχή. Το αγαπημένο μου τραγούδι του δίσκου είναι «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο». Δεν χρειάζεται να είσαι γυναίκα, ούτε χρειάζεται να έχεις μεγαλώσει στη δεκαετία του ‘60 για να σε συγκινήσει το παρακάτω τετράστιχο: «Την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουν ακριβά / Κάποια μέρα σαν χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά / Η μαμά τους θα δακρύζει συγγενείς, πεθερικά / Τα κορίτσια τα καημένα κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά». Πόσο μάλλον όταν ξέρεις ότι αυτό το τετράστιχο είναι γραμμένο από άνδρα. Ώρες ώρες νιώθω ότι τα τραγούδια του Σαββόπουλου είναι σαν γλυκό νερό στις ανθρώπινες πληγές.
Αυτή βέβαια είναι μία πλευρά του Σαββόπουλου ως δημιουργού και κατ’ επέκταση ως ανθρώπου. Αρκετές φορές η γραφή του γινόταν φουρτουνιασμένη θάλασσα και η αλμύρα του δεν λέει ακόμα να φύγει από τα βράχια μας. Και εκεί μπορεί κάποιος να διακρίνει και την ακούσια ροπή του προς το ειλικρινές. Το γεγονός ότι απ’ τη μία δηλώνεις πως επιζητάς την αγάπη του κόσμου κι από τη άλλη γράφεις τους «κωλοέλληνες» καταδεικνύει αυτή ακριβώς την κεκτημένη ταχύτητα με την οποία λειτουργούσε γράφοντας. Μια κεκτημένη ταχύτητα που με τα χρόνια έγινε στάση ζωής (η φωτό από το city.sigmalive.com).
Βέβαια αυτή του την στάση την πλήρωσε πολλές φορές. Κι αυτός είναι μονάχα ένας από τους λόγους για τους οποίους αγαπάμε να μισούμε το Σαββόπουλο. Ο τραγουδοποιός έχει επίσης κατηγορηθεί κατά καιρούς, είτε ανώνυμα είτε επώνυμα, και για το βαθμό με το οποίο τον επηρεάζουν τα ακούσματά του στην τραγουδοποιοία του. Σας μεταφέρω τα λόγια του Θάνου Μικρούτσικου από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος» σε ερώτηση που του είχε γίνει σχετικά με την άποψή του για το Σαββόπουλο: «...πρόκειται για έναν ιδιοφυή καλλιτέχνη ο οποίος λειτουργεί με την μέθοδο του κολάζ…». Ο Σαββόπουλος κατηγορήθηκε για δύο βασικές επιρροές. Από τον Ντίλαν και από τον Ντάλα. Αν κάποιος ψάξει στο διαδίκτυο θα βρει άρθρα τα οποία, αν και μοιάζουν κακοπροαίρετα, μπορώ να παραδεχτώ ότι δείχνουν να έχουν κάποια βάση. Σε ότι αφορά τον Ντίλαν σε ένα βαθμό έχει και ο ίδιος ο Δ.Σ. παραδεχτεί την ακούσια επιρροή του και μάλιστα σε τραγούδι που βρίσκεται μέσα στο «Φορτηγό».
Κι ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έβγαινε αύριο ο Σαββόπουλος και παραδεχόταν πως οι κατηγορίες αυτές έχουν βάση. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που έχουν λιώσει τους δίσκους του Σαββόπουλου και έχουν συνδέσει άρρηκτα τη ζωή τους με αυτά τα τραγούδια. Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω αν είμαστε έτοιμοι να αντέξουμε την κατάρριψη τέτοιων μύθων.
Όπως και να 'χει στο Σαββόπουλο χρωστάμε πάρα πολλά. Αρκετά από τα οποία δεν σχετίζονται με την τραγουδοποιοία του αυτή καθ' εαυτή. Αν μπορούμε να πούμε με σχετική ευκολία ότι για παράδειγμα ο Λεοντής και ο Μικρούτσικος κατάγονται μουσικά από το Μίκη Θεοδωράκη ή πως ο Σταμάτης Κραουνάκης έχει μία Χατζιδακική τρυφεράδα στα τραγούδια, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε με τόση ευκολία τους μουσικούς προγόνους του Σαββόπουλου. Αυτός ο άνθρωπος δείχνει να μην πατάει στους συνθέτες της προηγούμενης γενιάς. Για αυτό και η προσφορά του είναι αντίστοιχη της προσφοράς του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Διότι ανήκει σε αυτούς που πήγαν την τέχνη του τραγουδιού παρακάτω. Στα τραγούδια του Σαββόπουλου συνυπάρχει η δημοτική μας παράδοση με την ροκ μπαλάντα και δεν κλωτσάει τίποτα. Και αυτό δεν αλλάζει είτε ο Σαββόπουλος φοράει είτε δεν φοράει τις τιράντες του Ντάλα.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Μάνος Ελευθερίου σε μία τηλεοπτική τους συνάντηση συμφώνησαν πως η σημερινή τραγουδοποιοία -αναφερόμενοι στους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του ‘90- αν σε κάτι υπολείπεται, αυτό είναι η μουσική και όχι ο στίχος. Το γεγονός ότι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Παύλος Παυλίδης πιθανόν να είναι οι καλύτεροι Έλληνες στιχουργοί της γενιάς τους το οφείλουμε στο Σαββόπουλο. Αν ο Σαββόπουλος έλεγε «για στιχουργός καλή μουσική γράφω, για συνθέτης καλά τραγουδάω κ.ο.κ.» σίγουρα δεν θα είχαμε αυτή την πολυτέλεια της συνολικής και υψηλού επιπέδου κατάθεσης από τους τραγουδοποιούς. Ο Σαββόπουλος σεβάστηκε την ποιητική αλλά την παραμέρισε. Ήταν ή τουλάχιστον έδειχνε αυτοβιογραφικός, όπως αρμόζει σε κάθε τραγουδοποιό να κάνει. Ο Σαββόπουλος είπε τις ιστορίες χωρίς το ηθικό δίδαγμα. Στην πραγματικότητα τα τραγούδια του είναι σαν παραβολές. Σαν παραμύθια. Έτσι κι αλλιώς ο Σαββόπουλος είναι ο παππούς που όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Πάντα έτσι ήταν. Απλά μεγαλώνοντας πήρε και τη όψη που του ταίριαζε.
Αυτό ήταν το Φορτηγό.