H διαφήμιση των μπισκότων Παπαδόπουλου και η ιστορική μνήμη...
16 Φεβρουαρίου 2022
Του ΘΩΜΑ ΣΙΔΕΡΗ (δημοσιογράφος-κινηματογραφιστής της ΕΡΤ)
Η διαφήμιση της μπισκοτοποιίας «Παπαδοπούλου» αποτελεί προσβολή στην ιστορική μνήμη για πολλούς και διαφορετικούς λόγους όσον αφορά στην τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ακόμη και αν αποτελεί μία σύντομη μυθοπλασία ή ένα διαφημιστικό εύρημα, ακόμη και αν ίσως εξυπηρετεί το αφήγημα της οικογένειας Παπαδοπούλου, η συνθήκη της αλλοίωσης των ιστορικών γεγονότων παραμένει σταθερή, συμπληρώνοντας φέτος 100 χρόνια εθνικής τραγωδίας.
Τα πλοία της προσφυγιάς που διασχίζουν το Αιγαίο πέλαγο μεταφέρουν ρακένδυτους ανθρώπους και φαντάρους του Μικρασιατικού Μετώπου. Ανθρώπους δηλαδή που ξεριζώθηκαν βίαια, που γλίτωσαν από το σπαθί και τη σφαίρα των Τσετών, που βγήκαν ζωντανή από τα αποκαΐδια μιας πόλης που χάθηκε για πάντα. Στο φιλμ «Σκιά στην ψυχή» (πρεμιέρα στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης), η κόρη του Horton, Nancy Horton, στην τελευταία συνέντευξη της ζωής της, εξιστορεί τα όσα της διηγήθηκε ο πατέρας της, τότε Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη. Από καμία προφορική ή γραπτή πηγή και κανένα τεκμήριο δεν αποτυπώνεται ότι οι πρόσφυγες της Σμύρνης επιβιβάστηκαν στα πλοία ως σαν να πήγαιναν κρουαζιέρα στον Βόσπορο ή στο Αιγαίο.
Οπωσδήποτε, μέσα στην πλειονότητα των ξεριζωμένων ανθρώπων, υπήρξαν εύποροι και μεγαλοαστοί της χαμένης πόλης που είτε έφυγαν νωρίτερα είτε κατάφεραν να επιζήσουν και να επιβιβαστούν σε κάποιο από τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα ανοιχτά του κόλπου της Σμύρνης από τον Αύγουστο του 1922 και αργότερα.
Τα πλοία της προσφυγιάς μεταφέρουν όχι χαρούμενες οικογένειες αλλά οικογένειες αποδεκατισμένες, οι άντρες στα αμελέ ταμπουρλάρ, τα φριχτά τάγματα εργασίας, οι περισσότεροι πέθαναν εκεί. Σε συνθήκες σφαγής και κάτω από τα συντρίμμια της καιόμενης πόλης, πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας έμειναν πίσω. Όσοι κατάφεραν να επιβιβαστούν σε κάποια από τα πλοία της προσφυγιάς, κουβαλώντας κάποια χρειώδη, τις περισσότερες φορές ένα εικόνισμα ή άμφια, έκαναν μέρες, εβδομάδες, μήνες, μέχρι να πατήσουν στεριά.
Κάποιοι πρόσφυγες οδηγήθηκαν σε ξερονήσια, όπως η Μακρόνησος, και έμειναν αβοήθητοι εκεί για μήνες ολάκερους. Το ταξίδι προς την πατρίδα ήταν αργό και βασανιστικό και αρκετοί πρόσφυγες πέθαναν από την πείνα και από τις ασθένειες της εποχής.
Τα πλοία της προσφυγιάς αποβιβάζουν τους πρόσφυγες στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου. Και εκεί δεν τους περιμένει κανένας, οι πρόσφυγες κατεβαίνουν από το βαπόρι ολομόναχοι. Όχι μόνον δεν κουνούν μαντήλι σε κάποιον που τους περιμένει, αλλά δεν ξέρουν πού να πάνε, δεν έχουν τόπο να σταθούν και στοιβάζονται σε πρώτη φάση στις λιμενικές εγκαταστάσεις. Οι πρόσφυγες παραμένουν αβοήθητοι στο λιμάνι και όπως είπαν ο Παπαβραμίδης αλλά και η Θεοδώρα Κεφάλα, επίσης πρόσφυγας πρώτης γενιάς, πήγαιναν οι κρατικές αρχές και τους ρωτούσαν «με ποιον είσαι, με τον Βενιζέλο ή τον βασιλιά;». Και οι πρόσφυγες απαντούσαν κατά περίπτωση, μήπως και τους δώσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Τις πρώτες μέρες, οι πρόσφυγες θα οδηγηθούν στο απολυμαντήριο και στο λοιμοκαθαρτήριο, θα παραμείνουν εκεί κάποιο διάστημα και ύστερα θα επιστρέψουν στο λιμάνι. Τους πρώτους μήνες, οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, δεν εγκαταστάθηκαν σε κάποιο ξενοδοχείο ή σε ένα σπίτι που τους περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές. Έφτιαξαν παράγκες με ευτελή υλικά, τσίγκο, πισσόχαρτο, παλιόξυλα, με ό,τι πιο ευτελές υπήρχε διαθέσιμο. Ο χώρος γεμίζει όχι με καλοστρωμένα κρεβάτια και αναμμένα αμπαζούρ ή μία κούνια για το μωρό, αλλά με ατέλειωτες παραγκουπόλεις, χωρίς νερό, χωρίς, ηλεκτρικό, χωρίς τίποτα. Οι συνθήκες υγιεινής στους προσφυγικούς καταυλισμούς είναι τραγικές και θα παραμείνουν έτσι μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι πρόσφυγες πεθαίνουν αβοήθητοι από μολυσματικές ασθένειες και από κακές συνθήκες διαβίωσης.
Τους πρόσφυγες δεν τους περιμένει κεραμίδι, αλλά χέρσοι αφιλόξενοι τόποι, μακριά από τα οικιστικά κέντρα των πόλεων, σε παράγκες, σε γερμανικά τολ, εξ ου και οι συνοικισμοί «Γερμανικά» σε Νίκαια και Θεσσαλονίκη. Και κυρίως, τους περιμένουν ξένα και εχθρικά βλέμματα από τους γηγενείς της λεγόμενης παλαιάς Ελλάδας. Οι πρόσφυγες για τους ντόπιους είναι «πρόσφιγγες», «τουρκόσποροι», «ξένοι».
Οι πρόσφυγες θα αποτελέσουν φτηνό εργατικό δυναμικό στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίας του Πειραιά, του Ρέντη, του Ταύρου και του Βοτανικού, του Βόλου, της Σαλονίκης και στα καπνεργοστάσια της Καβάλας. Οι γυναίκες πρόσφυγες θα ενταχθούν και αυτές στην παραγωγική διαδικασία, αμειβόμενες όμως λιγότερο, ανώνυμα θύματα μιας στυγνής οικονομικής εκμετάλλευσης. Οι πρόσφυγες, με το αίμα και τον ιδρώτα τους, θα συντελέσουν σε σημαντικό βαθμό στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, αναζητώντας πάντα ένα κεραμίδι, έναν τόπο να σταθούν.
100 χρόνια από τη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία, μπορείς να δεις σήμερα ένα σωρό οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες στη λεωφόρο Π. Ράλλη, όταν σχολνούν από τις βάρδιες τους, να περιμένουν καρτερικά στη στάση του λεωφορείου, πολλές φορές χωρίς στέγαστρο κάτω από τη βροχή, τα διερχόμενα τρόλεϊ και λεωφορεία. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και είναι όλα αυτά που η διαφήμιση των 100 χρόνων για τα μπισκότα Παπαδοπούλου αποκρύπτει επιμελώς, εμμένοντας στην κινηματογραφική αποτύπωση ενός αφηγήματος.
Αλλά μια διαφήμιση μπορεί να διδάξει ιστορία; Μάλλον, όχι. Ήθος όμως, ναι. Και σεβασμό στην ιστορική μνήμη.
_____________________________________
--) Μία επισήμανση από τη Μαρία Δασκαλάκη
Καθώς έτυχε να δω (πριν βγει το σποτάκι) την έκθεση στο Μπενάκη με ξεναγό, μας είπαν ότι η συγκεκριμένη οικογένεια δεν έφυγε με τη μικρασιατική καταστροφή από τα παράλια αλλά από την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσε. Η επιστροφή της ήταν από επιλογή και όχι εκτοπισμό και προορισμός η Γαλλία και όχι η Ελλάδα.