Με μνήμες από τα παλιά
05 Σεπτεμβρίου 2024
Του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Σας το έχω πει κι άλλη φορά για τα καταπληκτικά κείμενα του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, γενικότερα αλλά και ειδικότερα εκείνα που τα διαβάζαμε μικροί στην Ελευθεροτυπία. Κάθε Σάββατο αν θυμάμαι καλά, μία σελίδα. Ήταν το πρώτο πράγμα που ανοίγαμε στην Ελευθεροτυπία, τουλάχιστον οι πιο νεαροί σε ηλικία αναγνώστες. Και μετά ήρθε και το «01», ίσως το καλύτερο περιοδικό που είχαμε ποτέ, σίγουρα πάντως το πιο προχωρημένο. Το ξεφύλλιζα προ ημερών και μπορώ να πω ότι θα μπορούσε να κυκλοφορεί και σήμερα χωρίς να άλλαξε ούτε σελίδα.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί διάβασα το παρακάτω «ημερολόγιο» του Τσαγκαρουσιάνου στη Lifo που περιγράφει πως έστελνε τη στήλη του στην Ελευθεροτυπία από το άγονο νησί στο οποίο πέρασε κάποιους μήνες. Αναλογικοί νομάδες από τότε, τι να μας πουν τώρα οι πολυδιαφημισμένοι digital nomads!
Έστελνα κάθε Πέμπτη τη στήλη μου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, από τον τηλέτυπο του ταχυδρομείου. Fun fact: δεν είχε εφευρεθεί το ίντερνετ! Αλλά και να υπήρχε, δεν είχαμε πρίζες (ούτε φουγάρα). Ένα μαρτύριο. Έπεφτε συνέχεια η γραμμή, το κέντρο ήταν απασχολημένο, ο ταχυδρόμος έλειπε σε κάποια δουλειά. Ώρες μακάριες ιδροκοπώντας, στη σιγαλιά του μεσημεριού που ο άνεμος την έγδερνε σαν δράκος του Spirited Away, άντε ξανά από την αρχή τα σφιχτοκούραδα χειρόγραφά μου, σαν παλλίμψηστα, με διαγραφές και κολημμένα πάνω με σελοτέιπ αναθεωρημένα εδάφια (έγραφα με δυσκολία τότε, ξανά και ξανά κάθε φράση κι ούτε είχα αρχίσει να μιλώ προσωπικά ― αντί να γράφω για αυτά που μού συνέβαιναν, να βγει ο ατμός και ο θυμός απ' την κατσαρόλα, μετέφραζα θυμάμαι το Βrutality of Fact, του Φράνσις Μπέηκον, δεν είχε μεταφραστεί στην Άγρα).