Πέθανε σε ηλικία 83 ετών ο σκηνοθέτης Δήμος Θέος που με τις ταινίες του «Κιέριον» και «Εκατό ώρες του Μάη» σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο.
29 Οκτωβρίου 2018Του Αντρέα Μαντά (Ηθοποιός)
Ημι-ενήμερος σχετικά με πολιτικές και «πολέμους», είμαι ανίκανος να μισήσω αυτό που είναι ανάγκη ν΄αγαπήσω. Δεν μπορώ να υπάρχω σ' έναν κόσμο που απλά «δέχεται». Μπορώ να γελάω με τα πάντα. Ολα όσα ξέρω και δεν ξέρω, κι έτσι, για να κρύψω τον πόνο μου, διαβάζω βιβλία, ακούω δίσκους και λέω ότι είμαι ηθοποιός κι επομένως αγαπώ κάθε άνθρωπο.
Ξέρω πως τα λόγια μου είναι η γνώριμη προφητεία όλων των ανθρώπων και τα μη λόγια δεν είναι καθόλου λιγότερο γνώριμα. Έτσι μπήκε στη ζωή μου αυτός ο άνθρωπος, ο Δήμος Θέος. Παιδάκι εγώ, βομβαρδίστηκα απ' τον κόσμο της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής, του κινηματογράφου. Αυτός ήταν πάντα ο βιβλιοπώλης. Beatnik φιγούρα, πουλούσε βιβλία αλλά σε μένα άρεσε περισσότερο να μιλάω μαζί του. Ήξερε να αφηγείται καλά τις ιστορίες του, οι οποίες κάποιες φορές ξέφευγαν, λες κι ήταν κανένας αυτοσχεδιασμός του John Coltrane. Τις ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Έκανα πολλές φορές κοπάνες απ΄το σχολείο για να απολαύσω την παρέα του. Μου’ χε βγάλει και παρατσούκλι, «ο Lou Reed απ' τα Πατήσια», και όταν περνούσα μου χάριζε Burroughs, Kerouac, Corso. Μια μέρα, ενήλικας πια, επιστρέφοντας τα ξημερώματα σπίτι ύστερα απο άγριο ξενύχτι, ανοίγω τυχαία την τηλεόραση, που έπαιζε ένα ντοκιμαντέρ για τον ελληνικό κινηματογράφο.
«Ενδιαφέρον» σκέφτηκα, με τα μάτια μισάνοιχτα, που άνοιξαν όμως διάπλατα αμέσως μόλις είδαν τον… βιβλιοπώλη να μιλά για την ταινία του. Ο βιβλιοπώλης ήταν ο Δήμος Θέος και η ταινία το «Κιέριον». Τόσα χρόνια συναντιόμουν και συνομιλούσα μ΄ έναν άνθρωπο που δεν ήξερα καν τ' όνομά του αλλά αυτός ήταν ένας απο τους πρωτοπόρους και αιρετικούς του ελληνικού σινεμά. Το Κιέριον είναι η πρώτη ελληνική ταινία που βραβεύθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και ο Θέος ήταν η μεγαλύτερη επιρροή του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. ‘Ηταν ένας δημιουργός άγνωστος στην Ελλάδα, όπως και πολλοί άλλοι φυσικά. Τα ενδιαφέροντά του κάλυπταν πολλούς τομείς: φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία, γλωσσολογία, κοινωνιολογία. Υποστήριζε πως η ιδέα - και το υλικό που προκύπτει απ' την επεξεργασία της, υπαγορεύουν τη μορφή, την κινηματογραφική της αναπαράσταση.
Συνέχιζα να τον επισκέπτομαι στο βιβλιοπωλείο, ώσπου κάποια στιγμή, πριν επτά χρόνια το βρήκα κλειστό και άδειο. Και έκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν. Προσπάθησα να μάθω τί απέγινε ο κος Δήμος - όπως τον έλεγα, αλλά τίποτα. ‘Ενα μεσημέρι πριν απο δύο χρόνια, περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας, ξαναείδα ξαφνικά αυτή τη μορφή να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Χωρίς να χάσω καιρό τρέχω σαν παιδί και στέκομαι μπροστά του. «Τι Κάνετε; Με Θυμάστε;», τον ρώτησα. Με κοίταξε για λίγο μέχρι να μου απαντήσει και είπε «μεγάλωσες». Αυτό ήταν. Σαν να μην πέρασε μέρα. Εγώ και ο κος Δήμος να μιλάμε χωρίς σταματημό, σ' ένα παγκάκι, για τον Παπατάκη, τον Cassavetes, τον Miles Davis, τον Mingus, την Nico, τον Sartre, τον Genet, τον Polanski,τον Malle, τον ελληνικό κινηματογράφο, το θέατρο, το πώς είναι να ζεις στην Ελλάδα το 2015, για τα πάντα, χωρίς να υπάρχει κανένα χάσμα γενεών. «Ξερεις», μου είπε κάποια στιγμή, «μένουμε και κοντά». Ενθουσιάστηκα που το θυμόταν.
Χαιρετηθήκαμε και μπήκε σ’ ένα ταξί, αφού του πήρα πρώτα τον αριθμό του τηλεφώνου του. Του σταθερού, φυσικά. Το αισθητικό και το ιερό της ζωής - όπως είναι και ο τίτλος ενός δοκιμίου του - δεν χρειάζονται τη δύναμη της τεχνολογίας. Χωρίς κινητά, σκηνικά, facebook. Απλά, βαθιά, κοφτά και ανθρώπινα. Γιατί κάποιοι τέτοιοι άνθρωποι δεν παραιτούνται ποτέ, όσο κι αν πιέζονται από την παρακμή, τη φθορά, τη δύναμη, την ανάγκη και την αποτυχία. Προχωρούν μόνοι τους στο δρόμο της θυσίας, με διαφορετικούς βηματισμούς. Και της θυσίας ο βωμός, η ποίηση. Με συναγωνιστές τον ίδιο καταμόναχο εαυτό τους. Απρόσβλητοι. Βογγάνε, παραπονιούνται, διαμαρτύρονται, απορούν, ικετεύουν μέσα τους. Να τους ζηλεύεις μες στη μοναξιά τους. Αμίλητα αισθήματα, που μόνο ο απόηχός τους φανερώνεται εξωτερικευμένος. Σαν τα μεγάλα κείμενα, τις ταινίες, τους πίνακες, τα γλυπτά.
Θυμάμαι ότι, καθώς έβλεπα το ταξί να φεύγει, σκέφτηκα τα λόγια ενός άλλου ομοϊδεάτη, φίλου και στενού συνεργάτη του Θέου, του Σταύρου Τορνέ. «Οι άνθρωποι γεννιούνται σε μια εποχή, σε μια χώρα, με μια κουλτούρα, παλεύουν και γίνονται αυτό που μπορούν. Το σύνολο αυτό είναι η αλήθεια της ύπαρξής τους».